29 Νοε 2006

Υπόσχομαι

-Tην ιστορία ενός μπουλουκιού από ανθρώπους σε πορεία, γυναικόπαιδα κι αντάρτες, τέλη '48, από τα ορεινά της Λάρισας στα αλβανικά σύνορα, να ξεφύγουν. Η κάθοδος των μυρίων. Αφήγηση που μ' έκοψε. Δεν έχω ποτέ ξαναδιαβάσει κάτι τέτοιο. Αφήγηση αντάρτη, βιβλίο που έβγαλε μόνος του, κατεγραμμένο απ' ένα λόγιο φίλο του. Από τα ίδια μέρη, όπου περπάτησα, γι' αυτό ίσως. Μαζί και δυο κουβέντες που μου 'πε ο παππούς ο Πλοίκας όταν 76 χρονών γύρισε από Ρωσία με τη κυρά και δουλεύαμε μεροκάματο στα συνεργεία στα ραντίσματα, πριν σπουδάσω. Πριν 10 χρόνια, δεν είχε σύνταξη. Ούτε κλαψουρίσματα. Έφτιαχνε τον βόθρο στο σπίτι που είχε ερημώσει μόνος του. Τέτοιος άνθρωπος. Όταν γυρίσω θα πάω να δω αν ζει.

-Τι έγινε πριν ενάμιση μήνα σε ένα μέρος με περίεργο όνομα στη Θεσσαλονίκη. Κατέβηκα για λίγο με λεφτά άλλων. Με περιέλαβε η Ε. και φυσικά ότι την περιλαμβάνει υπόσχεται εμπειρία. Σκηνικό, μαγαζί που δεν πας, έχει μουσική κι ένα ετερόκλητο πλήρωμα ανθρώπων σε παράσταση που ούτε ο Φασμπίντερ δε θα έστηνε έτσι. Μακάρι να γίνω Μπακόλας να το πω καλά.

-Το πως ο παγετώνας Myrdalsjokul στην Ισλανδία είναι γίγαντας που κατεβαίνει αργά, ασπρόμαυρος, τέφρα, με χίλια μάτια, έχει οντότητα και αργοπεθαίνει από την κλιματιζόμενο εφιάλτη. Στο σημείο όπου μπορείς να ακουμπήσεις το ακρονύχι του σχηματίζεται ένα μαύρο ποτάμι ενώ γύρω λειχήνες κάνουν το τοπίο κιτρινοπράσινο. Του έπαιξα στη φλογέρα μια μουσική από 'κει που είμαι. Θέλω να νομίζω με κατάλαβε.

-Αν ποτέ βρω ευφράδεια, να πω για το τι Γαύδος αλλιώς μη πω τίποτα. Μέχρι τώρα βγαίνει μόνο καμιά φορά αργά το βράδυ, που το έχω βουλώσει νοητικά για καιρό και σε παράσυρση, σκοτάδι, αλκοολοκαπνούς, όταν ακούει ωραία. Μέχρι τώρα μόνο έτσι αναπαράγονταν.

-Κάποια στιγμή να ν' αρχίσω να τηρώ υποσχέσεις

21 Νοε 2006

Η Aγία Blondie του Berlin


Είναι ένα συναίσθημα ανεπάρκειας που με κάνει να γυρνάω σε ατέλειωτες στροφές, σε απίθανα μέρη. Σαν να μη μπορώ να σταθώ σ’ ένα σημείο. Εμένα, και κάμποσους ακόμη, νόμιζα, που θα μπορούσα να τους ονομάσω η γενιά μου. Δεν γνωρίζω κανέναν τους τώρα πια. Βρήκαν τις άκρες απ’ ότι έμαθα, στη ζωή, όχι στη συνείδηση. Έχει κάτι πικρό αυτό.

Οι απαραίτητες συστάσεις αυτής της ιστορίας θα αναφέρονταν σε παρακμασμένους αγγέλους που περνάνε τον καιρό τους σ’ άσχημες πόλεις. Ωστόσο δεν έχει καμιά σημασία. Μιλάμε έτσι κι αλλιώς για ζωή, όπου δυο αναπνοές δεν προφταίνουν να την χωνέψουν. Και μιλάμε για μια ιστορία αγάπης. Μια εποχή των συναισθημάτων, που ξαναζωντανεύει.
Μπαίνει μια λέξη, κάτι χυδαίο. Γεωγραφικός τρόπος και χρόνος, πρέπει να δηλώσω. Είναι το Prenzauler Berg, πίσω από την Kastanienalee, εκεί. Ένας Αύγουστος που περνάει ανέπαφος και σκοτεινός με τρόπο που δεν είχε προσδιοριστεί το ίδιο πρωτύτερα.

Βρέχει συνέχεια αυτό το καλοκαίρι και ο ήλιος βγαίνει σποραδικά. Όταν βγαίνει ωστόσο, όλα αλλάζουν. Τις βραδιές, αν ο ουρανός δεν είναι καλυμμένος, ο ορίζοντας φαίνεται ν’ αχνοφέγγει αργά μετά τις δέκα.

Μια δουλειά που τελειώνει. Σκέφτομαι συνεχώς πως τα συναισθήματα που μου γεννιούνται σ’ αυτό το γεωγραφικό μήκος είναι κομήτες σε πορεία. Πηγάζουν ωστόσο από ένα υλικό που λέω πως ήδη έχω νοτίσει και περιεργαστεί και…τι κάνω εδώ πέρα..; Για πες; Αϋπνία μέσα σ’ ένα καλοκαίρι των βροχών. Και μια πόλη του Βορρά που τ’ όνομα της αρχίζει από B.

Στο δωμάτιο μένουν δυο Αμερικάνοι που θα περάσουν εδώ την βραδιά. Το κτίριο απέναντι μισοδιαλυμένο, ότι έχει μένει στην Ανατολική πλευρά να την θυμίζει, ενώ σε κάποια γωνιά του δωματίου βρήκα μιαν εξομολόγηση. Εικόνες ανθρώπων και τοίχων, που περιεργαζόμουνα όση ώρα κοιτούσα το απόγευμα της Υπέροχης πόλης.. Παίρνει και νυχτώνει…

“Γαμήστε τα όλα λοιπόν…και τα εγερτήρια, και τις σχέσεις του δημοσίου, και την ορθή συμπεριφορά και ίσως θα πρέπει να ονομάσεις καρανωμαλία και την αγάπη, και τον ύπνο στην σωστή ώρα, και την εκπαίδευση, και την δήλωση μετάνοιας, και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, την ισορροπία του ψυχισμού, τις συναναστροφές και..(ένας γέρος παίζει ακορντεόν) και, και, και το χτίσιμο ενός κόσμου, και τους αγώνες και τους διαλογισμούς, κκ..και..την αναμονή, την βαριομάρα μου, τα φίλτρα της αντίληψης μου. Νομίζω compadre ότι εκ φυσικού ανιχνεύω το μονοπάτι μου στην αλαζονεία, στα κλειστά δωμάτια, τις ψευτιές και τις επιδείξεις. Το μόνο μάλλον που θα μένει τότε θα ‘ναι να αποδεχτώ τον εαυτό μου, ν’ αγκαλιάσω τα λάθη και την ρηχότητα, παρόλο που συνειδητοποιώ πόση σκαρτίλα κουβαλάνε…Μ’ άλλα λόγια, Τhe End, s’ acabo, beendet...”

…Καμιά σχέση με τα προηγούμενα βράδια…Έχω ένα πορτοκαλί ποδήλατο και κατεβαίνω βαθιά μέσα στη πόλη, σταγόνες βροχής που με ανακουφίζουν. Με πάει ο δρόμος μόνος του, διασκεδάζει με τις παρέες μέσα σε παροδικές γκαλερί που πίνουν σιγά και μιλάνε. Η πόλη αχνίζει στο ύψος της Friedrichchain. Μέχρι να φτάσω θα χαίρομαι κάθε παρουσία, το θυμάμαι αυτό. Και θα βρω συνοπτικά και το μέρος που πρέπει, με τον εσωτερικό ρυθμό μου τεταμένο και με τη μοναξιά να βαράει το κουδούνι. Αυτή, μαζί και ο θόρυβος που θα με κάνουν να βαριέμαι την extremo κατάσταση της fuck γιορτής γεμάτη ενδιαφέρον. Μαζί με όλα τα φαντάσματα της νύχτας. Industrial υποκουλτούρα που αναλώνεται. Είμαι ψύχραιμος. Και λέω ότι θα περιμένω ένα θαύμα…

(Στο Bruxelles Gare du Nord ένα βράδυ διασχίζοντας τους άδειους διαδρόμους άκουσα ψιθυριστά μια φωνή να λέει σε πολλές γλώσσες κάτι που το πήρα τις μετρητοίς. Μου το υποσχότανε…Ti prometo un miracolo, Te prometo un milagro, I promise you a miracle, Ich verspräche dir ein wunder..)

Κι έρχεσαι. Κοιτώντας με στα μάτια. Και με ρωτάς αν θέλω μια μπύρα. Εκεί στον δρόμο που στέκομαι. Και σου λέω εντάξει. Και συ μου λες “ένα το κομμάτι” γιατί τις πουλάς. Κι εγώ σου λέω άστ’ αυτά και να μου πεις καλύτερα κανα μέρος της προκοπής γιατί βαρέθηκα εδώ. Και συ βρίζεις, και μου λες άντε να διαβάσεις τον Οδηγό για Μαλάκες Τουρίστες να δεις που να πας. Και σε βρίζω κι εγώ, properly... Μετά όμως σου λέω κάτσε, γιατί εγώ δεν μίλησα έτσι. Απότομα ευφυής, γεμάτη επίθεση. Το ‘χω ξαναδεί, σε ξέρω,. Και σου χαμογελώ για λίγο, σαν να μην έχει νόημα, τίποτα, γιατί έτσι είναι. Καλμάρεις. Σε κοιτάζω, δε μιλάω, και μετά χαμογελάς και συ για λίγο. Και τη κερνάς τελικά την μπύρα. Στο μπροστινό καλάθι του ποδηλάτου.

Έντονα στρόγγυλα μάτια, κοφτό μαλλί. Ένα παλιό παλτό και κλεμμένο προς ενοικίασην ποδήλατο, φουριόζικοι τρόποι, άνετες κινήσεις μέσα στη νύχτα κι εγώ συνεχίζω να σε κοιτάω. Και μιλάμε. Πολύ ώρα. Ένα σκηνικό που πρέπει να το πιάσω από τα φτερά και να το δέσω να ίπταται για πάντα δεμένο στο σκοινί..

…Η βροχή μπροστά από το ξεχαρβαλωμένο κτίριο που ξεχειλίζει μ’ ανθρώπους και τέχνες, οι λαμπεροί δρόμοι και τα αυτοκίνητα που περνάνε αργά, μετά τα μεσάνυχτα, αλήτες στους δρόμους, σπασμένα σοβιετικά αγάλματα, κίτρινα φώτα, τοίχοι από μικρά κόκκινα τούβλα και τέλος, δυο ποδήλατα αντικριστά, οι ρόδες ακουμπάνε μεταξύ τους. Κουβέντα, εκπλήσσεσαι που ξέρω, Babylon Circus. Agriculture Biologique σου λέω και χαμογελάς πάλι. Ojos che illuminan. Πουλάς μπύρες στους περαστικούς. Και η φίλη σου που ‘ρθε μετά από το Maria, εντελώς χαπακωμένη πουλάει κι αυτή, με τον λεσβιακό της τρόπο. Εντάξει ειναι, από την Λυών στο Βερολίνο είναι μεγάλη ή μικρή η απόσταση; Eres tu el milagro? Δεν το πιασες.. Blondie. Λεφτά από τις μπύρες, από κάποιο ανύπαρχτο πάρτι, λεφτά για τα έξοδα και για το ενοίκιο. Την ακούω ετοιμόλογη να πουλάει. Τρεις τα ξημερώματα, έξω από το café Zapata, εκεί όπου συχνάζουν οι εναλλακτικοί κώλοι: “Are you an artist, aren’t you τους λέει, γιατί I shit the artists εγώ..”. Χάρμα. Δε ζορίζομαι να βρω την άκρη. Η νύχτα περπατάει στη βροχή και στα φώτα, πουτάνες κάνουν πιάτσα πιο πέρα και θηλαστικά περιδιαβαίνουν κάτω απ’ το νερό που πέφτει. Σκυφτά στις γωνίες, προφυλασσόμενοι, γύρω από τις κουβέντες μας. Η φίλη σου η Jojo είναι ακόμα φτιαγμένη. Αργότερα, μου μιλάει, καθώς καθόμαστε πιο κει: “Έχω ιδιότητα. Τα χαρτιά μου στο arbeitslos λένε πως είμαι Kunstler. Mε ρωτάνε όταν πάω “γιατί δεν έχεις δουλειά;”, όμως δουλεύω πάνω στο προγιέκτ γαμώτι μου...έχω το προγιέκτ”. Ένα τσίρκο μόνο με γυναίκες, κατάληψη στην Ανδαλουσία με ζάκια που δεν υπάρχουν πια, mejor la alegria que la eroina. “Η πουτανιά είναι στη γυναίκα. Μπορεί να το κάνει για τα λεφτά… I would fuck with you as well, if you had the money..” Ρωτάω που να είσαι. Λέει δεν έχεις ανάγκη, εκεί πιο δίπλα με τους άλλους, εκτός αν απλά ρωτάω γιατί θέλω να ‘μαι μαζί σου, γι΄ αυτό ρωτάω.


Είναι διάφοροι γκαβλάρες τέτοια ώρα, μυστήρια τρένα και τρελαμένοι από την ανοησία τους, πέρα-δώθε που μας μιλάνε συχνά πυκνά χωρίς να το θέλουμε, και σπαζόμαστε. Πάμε πάνω; Τέτοια ώρα δεν έχει είσοδο και η Jojo φεύγει. (Κάποια στιγμή θα πάω για pisse και θα πετάχτείς, Hey, Basilia, οu e tu? Γούσταρα τον τρόπο που ρώτησες σαν να φοβόσουν μη τη κάνω)

Ανεβαίνουμε στο lounge από τις στριφογυριστές σκάλες, μαζί σου. Κόσμος που χορεύει και κοιτάζει τις κορφές των ανατολικών κτιρίων….

Με παίρνεις από το χέρι, ανάμεσα στους καπνούς και τα σώματα, και με πας προς τις τουαλέτες. Το μέρος, το είχα διαβάσει, ήταν χώρος κρατουμένων των SS, ινστιτούτο τεχνολογίας για το καθεστώς και αποθήκη άχρηστων υλικών. Όσο το σκέφτομαι μια ψηλή ξανθιά μπαίνει ανάμεσά μας και κολλάει πάνω μου, επίμονα. Σέρνει κάποιον άλλον από πίσω που κοιτάει κενά. Μου λέει κάτι στο αυτί όσο κοιτάζω εσένα. Δε σ’ αφήνω. Και συ κοιτάς ωραία.

Περιμένουμε κάπου στον κόσμο, την ουρά, χαπάκια. Μπαίνουμε στην τουαλέτα. Θυμάμαι ότι κλείνεις την πόρτα. Kατεβάζεις τα παντελόνια και κατουράς, σχεδόν όρθια από τη λέρα. Μετά βγάζεις το speedaki paper. Εγώ δε θέλω. Θα μου πεις: “Θα πάρω μόνο αν πάρεις κι εσύ” και είσαι πολύ γλυκιά. Λέω πάμε να φύγουμε, χάλια αυτή η γιορτή.

Από τον πέμπτο όροφο που κοιτάμε φαίνονται οι τρούλοι και ο πύργος ν’ διαγράφονται μέσα από ομίχλη και καταλαβαίνω που βρίσκομαι. Προβολείς προς τα σύννεφα ζεσταίνουν το νερό και φτιάχνουν αιθάλες. Φώτα και όγκοι γεμάτοι γοητεία. Εδώ, μου λες, επιβιώνεις μονάχα άμα είσαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνεις. Εγώ σκέφτομαι ότι αυτή ή πόλη έχει την συρραφή από μεσοπόλέμο που ταυτίζεται με τις allusions που είχα. Δεν μπορείς να καταλάβεις που είναι παρόν και που μέλλον σ’ αυτούς τους δρόμους. Mνήμες και νέες τάσεις ανακατεύονται και πατάνε η μiα πάνω στην άλλη.

Το δικό μου κομμάτι τώρα. Καμιά σχέση. Μιαν χλωμή ψηλή τραγουδίστρια night club που όταν από τα δικά της χείλη βγαίνει η φράση nach Berlin οι λέξεις ακούγονται με διαφορετική βαρύτητα..

“Berlin, βροχή και μια κινέζικη ομπρέλα.
Berlin, βροχή δεν είναι το ίδιο
ούτε τυχαίο Charlie
που η γκαρσόνα στο Σάλσα μπαρ
είν’ γερασμένη,
και η μαύρη απέναντι μαύρα γυαλιά
φοράει στο σκοτάδι.
Καλλονές πικραμένες
γκρίζα κομμάτια γειτονιές
κάνε υπομονή κι η Παρασκευή θα έρθει,
στο SO 36.
Berlin, γράφει το εισιτήριο.
Λατρεία των πόλεων, Φετιχισμός platz.
Ασθένεια και επιληψία
τους τόπους ν΄ αγαπάς
Από κάποιο καφέ, δίπλα στο παράθυρο.

Κι είναι ένα ακόμα λοιπόν
για τις Πόλεις του Βορρά
που τ’ όνομα τους αρχίζει από Β.
Ένας έρωτας κι ένα πορτοκαλί ποδήλατο
Δρόμοι που αχνίζουν μετά τη βροχή
πέντε τα ξημερώματα
προβολείς,
πάνω από τους τρούλους και τους πύργους.

Η Charlotten strasse κρύβει ένα δωμάτιο
κι ένα ψηλό λευκό κορμί.
Σκοτεινό Υγρό Καλοκαίρι.
Οι γωνιές της Ανατολικής πλευράς
Αύγουστο μήνα
κι αεροπλάνα που πετούν χαμηλά
(Ψάχνουμε την Kopenickerstr.
Μα στην ουσία ψάχνουμε την ευτυχία μας)
Λευκοί ώμοι σε διάφανο μαύρο,
δρομολόγια τρένου
προς την terra incognita
μέσα από την οποία εσύ θα με περάσεις, κρατώντας μου το χέρι.”

…Κάπου στην άκρη από το τούνελ θα ακούω πάλι τη φωνή σου να λέει λέξεις, σκεφτικά, μετρημένα... Σ’ αυτόν τον τόπο ακούγεται παράξενα, η Βολιβία, οι μολότοφ, οι γονείς που ‘ναι πλούσιοι και το ψυγείο πάντοτε γεμάτο. Ότι ποτέ δεν θα μπορούσες να έχεις κάποιον πάνω από το κεφάλι σου. Και μια λέξη ακόμα, που θα την πω εγώ, σαπιένζα. Βλέποντασε ν’ ακούς όμορφα. Tο πρόσωπο σου είναι πάντοτε αποφασισμένο. Πάει να πει… δυο παρουσίες που μαλάκωσαν σ’ αυτόν τον Αύγουστο βροχής, σε μα πόλη που την μαντάρισα μέσα σε κάποια ονείρωξη. Αν είναι της αστικής χαράς να μη ξεφύγω λοιπόν, ας την ζήσω σ’ όλο της το μεγαλείο… μιαν ζωή σε κάποιο κωλόσπιτο της east side, που ‘ναι πλήρης, παρά ταύτα. Και μια σιωπηλή συμφωνία nella merda, που δημιουργούμε και απ’ όπου τελικά θα αναδυόμαστε ακέραιοι. Το πρώτο γράμμα το όνομα σου στο αλφάβητο που θα γράφει ξανά γραμματική.

Και τώρα που νεράιδες με μαυρισμένα μάτια είναι κομμάτια στα σκαλοπάτια και έχουμε κουραστεί, μαζεύουμε τα ποτήρια από όλα τα τραπέζια και τα πας στο μπαρ, έτσι για πλάκα. Και τώρα που φεύγουμε και δεν ξέρω αν θα πάμε στο herberge όπως λες, να φάμε και να κοιμηθούμε ή αν θα πας σπίτι σου, η βροχή θα πέφτει πολύ ψιλά στο ξημέρωμα και τα χρώματα θα είναι άλλα. Αύριο θα πρέπει να βοηθήσεις τον φίλο σου Fuckparade. Και σου λέω, καλύτερα να πας σπίτι…

Είναι μιαν τελευταία πορεία. Ποδήλατα κάτω από έναν πύργο μέσα στα σύννεφα, Βρεγμένοι δρόμοι και κίτρινα φώτα κάπου κοντά στη πλατεία Ρόζα Λούξεμπουργκ. Εικόνες που μου έρχονται ηδονικά στο νου μου και τις περιμαζεύω καθώς προχωράμε. Λίγο πριν φύγεις. Θα αγκαλιαστούμε. Και το μάγουλο σου είναι ζεστό. Θα το φιλήσω. Με φιλάς. Αυτή τη μνήμη δεν την ανταλλάσσω, τον κρύο αέρα του πρωινού, η ζεστή επαφή του χειλιών σου πάνω μου, και τα γκρίζα χρώματα γύρω, όλα πολύ γρήγορα και καθαρά.. Ψιθυρίζω κάτι..

Οι ιδιοτροπίες για τόπους και στιγμές που κινούμαι δεν μου επιτρέπουν, το ξέρω, να παγιώνω τις απαιτήσεις που θα φτιάχνανε κάτι άμεσα συνυφασμένο με την συνήθεια και τη κάθε μέρα. Όμως ξέρω και κάτι άλλο. Ότι αν παρέμενα θα ήμασταν ganz anders. Ωστόσο, ίσως να υπήρχε μιαν επιμονή, μιαν καρανωμαλία να επιβιώνουμε, να μας βοηθάει να ζούμε με αδιάλλακτους ρυθμούς…

Εσύ μου λες αύριο θα βρεθούμε στην noise γιορτή. Σε κοιτάω. Λέω εντάξει, όμως όταν το λέω είναι σαν να ξέρω πως δεν θα έρθω. Το πρόσωπο σου. Και ο τρόπος που σταματάς και γυρνάς να με κοιτάξεις, φεύγοντας με το ποδήλατο. Γλιστρώντας στους βρεγμένους δρόμους ενός Αυγουστιάτικου Βερολίνου ξημερώματα. Έχω μείνει γυμνός. Μάλλον θα βρεθούμε αύριο. Τελικά όχι.


(Κάπου, σ’ άλλη πόλη, μετά από καιρό, σ’ ένα μαγαζί με εικόνες βρήκα μια κάρτα, την εικόνα μιας dolorosa που σου έμοιαζε. Από πίσω της έγραψα όνομα και μέρος με μεγάλα μαύρα γράμματα σαν δήλωση ταυτότητας. Στέκεται τώρα πάνω από τον καθρέφτη, εκεί όπου κοιτάω τον εαυτό μου. Μπορεί κάποιες στιγμές όπως νομίζω να βλέπω και την αλήθεια. Μαζί με όλα κείνα που ‘θελα. Αυτά που αναλώνονται σε καθημερινό ψέμα και κόλπα, για να πείθομαι και να συνεχίζω.)



Berlin, ‘05

1ο κεφάλαιο ενός βιβλίου που δεν γράφτηκε ποτέ


Η πόλη όπου μένω βρίσκει τον εαυτό της μέσα από το εμπορικό κέντρο. Εκεί είναι ένα μέρος όπου όλοι αγοράζουν και το πανηγύρι ξεκινάει από νωρίς.
Οι ηλικιωμένες κυρίες με σουφρωμένα τα στόματα γκρινιάζουν στην ουρά του σούπερ μάρκετ. Οι μετανάστες ψωνίζουν φθηνά προϊόντα και τη Παρασκευή το βράδυ διοργανώνουν φιέστες με μουσική που τους θυμίζει την πατρίδα. Τα περίχωρα της πόλης βρίθουν από αθλητικές λέσχες. Παντρεμένα ζευγάρια περνάνε τ’ απογεύματα του Σαββάτου παίζοντας τένις και σκουός ενώ κατόπιν κάνουν ντους με ζεστό νερό. Νεαρά αγόρια και κορίτσια πάνε να δούνε τη θάλασσα. Πιτσιρικάδες χαζεύουν την κίνηση, ζητιάνοι στο σταθμό. Εργαζόμενοι, εργοδότες και άεργοι, ιδιοκτήτες μικρών καφέ, υπάλληλοι αρτοπωλείων, νεαρές φοιτήτριες, πωλητές, συνταξιούχοι και αστυνόμοι. Όλοι κινούνται γρήγορα και ζυγισμένα. Στους πεζόδρομους, στις πλατείες, στους διαδρόμους κάτω από τις γραμμές των τρένων. Τα ασανσέρ ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, οι αυτόματες πόρτες ανοίγουνε και κλείνουν, οι άνθρωποι της ασφάλειας των πολυκαταστημάτων παρατηρούνε το κόσμο, ο ουρανός είναι γκρίζος και τα μέταλλα των κτιρίων γαλβανισμένα. Περπατάω με αυταρέσκεια ανάμεσα σε όλα γλεντώντας τη πολυχρωμία και τη φασαρία που σηκώνεται αυτή τη ημέρα της αργίας και, διευκολυνόμενος από τις κυλιόμενες σκάλες που διαθέτει το κατάστημα, πάω ν’ αγοράσω ένα cd. Όμως δεν έχω στερεοφωνικό να τ' ακούσω. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω τίποτα. Τα μπετά μου κόβουν την ανάσα
Προχθές πήρα την απόφαση να ‘μαι ζωντανός. Συμμετέχω στο ρυθμό, κοιτάω τις εικόνες που μου προβάλλονται και νιώθω μια μικρή αδυναμία. Ζω σε μια πόλη, αυτό που θα παραχθεί σαν εξαφανιστεί και το τελευταίο σπίτι που καίει καυσόξυλα. Κάθε πλακάκι στα πεζοδρόμια, κάθε χερούλι στις πόρτες, κάθε τζαμαρία και καθρέφτης είναι μια κονσόλα με κουμπιά κι οθόνες που ζητάνε συνέχεια κωδικό. Τ’ απογεύματα της ασθμαίνουνε κλεισμένα μπροστά στη τηλεόραση και κάτω από μια υγρή, σκούρα κακοκαιρία. Οι κάμερες εξασφαλίζουν την ευνομία και τάξη. Η ιδιαιτερότητα έχει πνιγεί μέσα σε ιλουστρασιόν παζάρια ρουχισμού ενώ πατάκια κατά της λάσπης και επιτραπέζια παιχνίδια κάνουν θραύση. Οι διαφημίσεις είναι αισιόδοξες, τα μοντέλα αψεγάδιαστα και τα μητροπολιτικά κτίρια δοξολογούν οραματισμούς του Φριτζ Λάνγκ.
Αισθάνομαι σαν να έχω εξαπατηθεί. Σαν να με έχουν κοροϊδέψει γιατί απαξιώθηκε όλος αυτός ο περίγυρος όπου θα είχα κάποιο ρόλο να παίξω. Τα δόντια μου είναι σάπια και τα μάτια μου μυωπικά. Ο αδένας που παρήγαγε ορμόνες μπροστά στο ερέθισμα έχει ατροφήσει ενώ το στομάχι μου νιώθει καούρες από το αχώνευτο πλαστικό της συσκευασίας. Μηχανοποίησαν το θείο των συναισθημάτων μου, αντιδρώ με βραδύτητα στις συγκινήσεις…κι όμως, παρόλα αυτά, στ' αλήθεια θα ένιωθα κάπως καλύτερα αν είχα λεφτά να περισσεύουν γιατί τώρα μετράω μέχρι και τα σεντς που δίνω για το ψωμί.
Το σπίτι όπου μένω μου το έχει βρει η εταιρία για την οποία ήρθα να δουλέψω. Το λέω σπίτι αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι και πολύ από τέτοιο. Είναι μόνο ένα δωμάτιο στο 2ο και τελευταίο όροφο της οικοδομής η οποία είναι εκατό χρονών παλιά. Η ιδιοκτήτρια, η μις Μπιούντερ, κρατάει μαζί με τη φιλενάδα της ένα μπαρ στο ισόγειο, το μπαρ “Εμπασαντέρ”. Συνήθως το ανοίγουνε τα μεσάνυχτα και μένουν ανοιχτά μέχρι τις εφτά το πρωί. Όποιος μπαίνει εκεί πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι, να τον δούνε από ένα κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης και κατόπιν να του ανοίξουνε. Μέχρι τώρα δεν είχα την ευκαιρία να μπω βράδυ γιατί ξυπνάω περίπου την ώρα που αυτές κλείνουνε. Ο Ρούππες στη δουλεία εκτίμησε ότι είναι μάλλον κολλάδικο μιας και στη Bergweg υπάρχουν κάμποσα κι αυτός έχει επισκεφθεί τα περισσότερα. Εμένα πάλι δεν μου φάνηκε για τέτοιο γιατί σε κάτι παρατημένες φωτογραφίες που βρήκα από γιορτές στο μπαρ έμοιαζε περισσότερο με κλαμπ απαλλαγμένων ταρατατζούμ μεσήλικων. Αρκετή βαριεστημένη ψυχοπάθεια κινείται πάνω απ΄ αυτή τη πόλη. Το θέμα είναι ότι το σπίτι ακόμη διορθώνεται για να νοικιάσουν και τα υπόλοιπα δωμάτια του 1ου ορόφου. Έτσι έχω αρκετή ησυχία, όταν δεν έρχεται ο μπογιατζής ο Φαν Χογκ με το πούρο συνέχεια στο στόμα, που μου λέει τα δικά του τα Εγγλέζικα τα οποία δεν καταλαβαίνω.
Κάθε μέρα μετά την δουλειά συνήθως δεν κάνω τίποτα. Απογεύματα, βράδια ολόκληρα γυρίζω σπίτι, μαγειρεύω και μετά κάθομαι και διαβάζω ή περιμένω πότε θα περάσει η ώρα να με πάρει ο ύπνος. Έτσι κι αλλιώς χωρίς λεφτά δεν μπορώ να κάνω πολλά. Ούτε καν να τριγυρίζω δεν έχω όρεξη, μιας και τα πάντα κλείνουν από τις πέντε και οι δρόμοι μένουν τελείως έρημοι και αποκαρδιωτικοί, γεμάτοι σκουπίδια, χαρτοπετσέτες και κουτιά των φαστφουντάδικων που παρασέρνει ο άνεμος.
Κανονικά θα έπρεπε να έχω στριφογυρίσει ανάποδα από την αδράνεια. Όμως δεν γίνεται καθόλου έτσι. Έχω τώρα συνείδηση, μια αντίληψη του χρόνου που με ταΐζει πολλαπλάσια. Η μέρα μου περνάει αργά και προσεκτικά. Σκύβω με προσοχή πάνω από τις στιγμές, την άγια καθημερινότητα, και την καταμετρώ με δείκτες έξαψης τιναγμένοι στα κόκκινα των σύννεφων νωρίς το πρωί.
Οι περισσότεροι από μας πέρασαν την πρώτη νεότητα μέσα σε μια ομιχλώδη κατάσταση απροσδιοριστίας η οποία όσο και να ήθελε δεν μπορούσε να εκτιμήσει την υπεραξία που έχει η αεργία. Όσοι ήταν και δυο δράμια πιο ευαίσθητοι γίνανε επιρρεπείς στη μελαγχολία και φτιάξανε το κόσμο ηθελημένο δράμα. Η τραγικότητα της έκφρασης, ας πούμε και τον πόνο που κυριεύει τη ζωή. Σιωπή και συναίσθημα που κυβερνάνε το πάθος, σκοπός, αποτυχία κι όλα τα λοιπά. Είμαι χιλιοστή φορά επισκέπτης σ’ ένα καινούργιο μέρος, ξέρω ότι λίγο, πολύ δεν πρόκειται να μείνω για πάντα εδώ. Γι’ αυτό η συναισθηματική ημικρανία με κάνει και γελάω.
Κάθομαι και ξοδεύω το χρόνο μου αποτυπώνοντας μισοπεθαμένα γεγονότα. Δεν έχω καμιά κοινωνική υποχρέωση προς κανέναν και όλες οι συναναστροφές μου που φοβούνταν να μείνουν μόνες, μπορούν να περάσουν μόνο μέσα από ένα καλώδιο. Αν εγώ το θελήσω.
Τίποτα δε χωράει τη παράνοια μου. Ακόμη κι αν τη διαλαλήσω στους πέντε δρόμους ξεχειλίζει πάνω από τα κτίρια, ακόμη κι αν πάρω να της το πω, αυτή θα κουνήσει συγκαταβατικά το κεφάλι.
Κανά δυο ακόμη που είχαν παρανοήσει -και προέρχονται όλοι από το σπίτι των τρελών της calle Cuchileria-φρόντισαν τη κάνουν με έκτακτες πτήσεις για Λίβερπουλ και Κολοράντο. Υπάρχουν φαίνεται κάμποσοι που ξυπνάνε στα γεράματα. Ο Javi στέλνει e-mails σχεδόν καθημερινά με την παραμικρή λεπτομέρεια της νέας του ζωής και παροτρύνει όλη τη mailing list για το ίδιο. Κάποια άλλη ενδότερη επικοινωνία ψιθυρίζει τη κουβέντα ότι φρόντισε να πουλήσει τα πάντα-μαζί και το ιστορικό σπίτι όπου έχει κοιμηθεί η μισή Ευρώπη και Αμερική-να τα βάλει όλα σε μετοχές και να αναχωρήσει σαν κύριος για τον φιλαράκο του τον Μελόν Lee που θρέφεται σαν άνεργος από τους δικούς του. Κι όλα αυτά πριν καταρρεύσει το πάζλ κι όλο το χρηματιστήριο μαζί, κάνοντας τον δέκα εκατομμύρια πεσέτες φτωχότερο. Ο Μελόν είναι καλό παιδί και θα τον φροντίσει. Κι αυτό μας δίνει να καταλάβουμε. Τα γράμματα του είναι μακρά και λεπτομερειακά.
Μένω ξύπνιος, μέσα σε μιαν αιώνια νύχτα όπου άλλοι κοιμούνται. Άραγε ενδιαφέρει κανέναν αυτό; Στριφογυρνάω στο κρεβάτι μου, μισοκλείνω για λίγο τα μάτια να συγκρατήσω όλες τις περιπαιχτικές διαθέσεις που με πιάνουνε μέσα στο σκοτάδι. Και καβαλάω τη φιλολογία. Τη καβαλάω όμως γιατί την μισώ. Μισώ όχι τόσο αυτή την ίδια-το καβάλημα της είναι άνετο, διασκεδάζει τις ώρες μου. Μισώ πάνω από όλα το μονοπώλιο της στην ηδονή, το πως έγινε υποκατάστατο και έκφραση μονάχα, παρά υλική υπόσταση.
Ώρες-ώρες τρέχω στα Bell Haus των Ινδουιστών. Είναι γεμάτα τέτοια ώρα από μελαψά πρόσωπα που τηλεφωνούν στο Πακιστάν. Παίρνω με την σειρά μου ένα τηλέφωνο. Μετά από ένα λεπτό το κλείνω. Δεν έχει νόημα. Δεν νιώθω τίποτα. Είναι ότι βρωμάει παγίδα η δουλειά.
Υπό κανονικές συνθήκες λοιπόν όλη αυτή η κατάσταση θα έπρεπε να με είχε γεμίσει μιζέρια. Όμως όχι. Αυτό τον καιρό κολυμπάω σε μια μεγάλη ανθισμένη θάλασσα μοναξιάς. Είμαι μόνος, και η μοναξιά μου ανθίζει μέσα στο δωμάτιο με τις πολυθρόνες και τον νιπτήρα στη γωνία. Κοιτάει μέσα από τον καθρέφτη και βλέπει έξω στο γωνιακό τοίχο το μικρό παράθυρο-μπιστρό. Το πρωί η Αφροδίτη λάμπει κάτω από τα χαμηλά σύννεφα ενώ δυνατοί άνεμοι ισοπεδώνουν τη χώρα, ερχόμενοι κατευθείαν από τη Βόρεια θάλασσα και τον δυνατό Ωκεανό. Τα πράγματα είναι απλά. Χωρίς κανένα ενθουσιασμό και δέος μπροστά σε νοητικά φαινόμενα και τη μαγκιά των γεγονότων.
Κάποτε προσπάθησα να είμαι ωραίο άτομο, αυτό το θυμάμαι, έλεγα όμορφες καλλιγραφίες για να με συμπαθήσουν και να υποδείξω εαυτό. Τώρα όμως δεν έχω όρεξη, δεν έχω καμιά καινούργια γλώσσα να φυτέψω στο χάρτινο στόμα που ξερνοβολάει περιοδικά και ακατάπαυστα στις κόχες που εκλιπαρούν για συγκινήσεις. Δεν υπάρχει τίποτα καινούριο να ειπωθεί τώρα. Όλα είναι καινούρια.
Υπάρχω μόνο εγώ κι η λαχτάρα που νιώθω. Πάλλεται μέσα μου ένα από τα ύψιστα σημάδια του ότι τούτο το συνονθύλευμα που με κρατάει σε μια, ακέραιη υπόσταση χρίζεται στο βάπτισμα του πυρός, με τις λέξεις απλά ως το καρβούνιασμα που αφήνει πίσω της η δραστηριότητα.
Δεν υπάρχουν χρήματα. Το σημαντικό λοιπόν είναι τα λεφτά, ή μάλλον ότι δεν τα έχω. Δόσεις ενοικίων και εισιτήρια για να φτάσω μέχρι εδώ, σ΄ αυτό το δωμάτιο που μυρίζει εξευγενισμό. Δεν έχει περάσει ούτε μήνας που είμαι χωρίς μηχανάκι. Θυσία για να φυσήξει άνεμος και να κινήσουν τα καράβια. Σε κάποιο ξεχασμένο σκηνικό, μα ταυτόχρονα τόσο νωπό, της εξηγώ γιατί είμαι συναισθηματικά δεμένος μαζί του. Τώρα όμως δεν το έχω, μαζί και τα χρόνια της αμάλθειας. Νιώθω αποκομμένος από τη ρίζα, κι αυτό έχει κάτι από την ψυχραιμία πριν από την κατάδυση. Κουκίδες μέσα στον χρόνο. Πρέπει να φροντίσω για μια προκαταβολή…
Όποιος έζησε μια μεγάλη περίοδο δίχως να έχει χρήματα παρά μόνο για τα απαραίτητα-που πάει να πει ένα δωμάτιο και φαΐ ίσα-ίσα- μπορεί να καταλάβει καλά τι σημαίνει η έλλειψη. Είναι μια άγονη κατάσταση που σε κάνει ικανό να ορκιστείς ότι θα δουλεύεις για το υπόλοιπο της ζωής σου σα σκυλί αρκεί να έχεις να μπορείς να τα ξοδέψεις όταν χρειαστεί, αυτό το βασανιστικό συναίσθημα που έκανε τους πατεράδες μας να ευγνωμονούν την ύπαρξη της οργανωμένης εργασίας. Και να φανταστείς ότι δεν περνάω τη τραγική δυσκολία. Οι ζητιάνοι στο σταθμό έχουν 100 φορές λιγότερα απ’ ότι εγώ, όμως ούτε αυτή η σκέψη με κάνει να νιώσω καλύτερα. Χωρίς να φτάνουν όλα τα άλλα πρέπει και ν’ απολογούμαστε. Είχα συνηθίσει τόσο καιρό στη πολυτέλεια της πριγκηπέσας με τις ξαφνικές χρηματοδοτήσεις και τώρα μπιζέλια αλωνίζουν στο στρώμα μου-συνήθειες χρόνων που βγαίνουν σαν φλέγματα με τη μορφή τραπεζογραμματίου των πεντακοσίων.
Επιστρέφω σπίτι. Τρεις τα ξημερώματα από ένα μαγαζί στην άλλη άκρη της πόλης έχοντας κάνει τη βλακεία να συρθώ μέχρι εκεί. Το εισιτήριο κόστιζε εφτά γκίλντες.. Δεν βαριέσαι όμως, προτιμώ και τα ξοδεύω για τρεις ώρες στο καταγώγι το Μπαρούχ με τις πεταλούδες που συχνάζουν εκεί, που δεν σου δίνουν το περιθώριο να κάνεις αλλιώς, και πιο συγκεκριμένα τη Μύριαμ,. Κάθε μια από δαύτες Παρασκευή βράδυ φρικάρει όλο και περισσότερο, με νέες χορευτικές κινήσεις, ηλεκτρονικό έρεβος και βαριά βαψίματα. Μέρος σίγουρα για να βρεθείς. Βρίσκομαι στο κέντρο του χαμού, εκεί που έχω συνηθίσει καλύτερα.
Καπνός, σκοτάδι και μουσική, οι μυστικοί ήχοι που κάποτε κόχλασε κι ανέπνευσε η πόλη ξεβράστηκαν μέσα από την υγρασία της νύχτας. Ρυθμοί της Χαρούμενης Μεραρχίας, για να τους παραλάβουν κατόπιν μυστικές φυλές βαθιά στα πράσινα δάση των αχνών τροπικών. Παρακινώ τους νεκρούς τους να χορέψουν και τη φωνή νεαρών γυναικών να τρεμοπαίξει στο ρόλο της ιέρειας και Θεάς…Ο μπάρμαν με το κοκοράκι λέει ότι θα πάει στη Νέα Υόρκη για διακοπές μαζί με τη γκόμενα του και του γράφουν έτσι αφιερώσεις σ' ένα τετράδιο για καλή ανατίναξη.
Με τη Μύριαμ ξανασυναντιόμαστε στα σκοτεινά ενώ ο δικός της, ο μουσάτος, παίζει τα φώτα. Ομάδα CO2, every Friday, new electronic, romantic mysterious ότι άλλο αρκεί να έρχεται ο κόσμος. Από ότι μου λέει γι' αυτόν, είναι ήσυχο παλικάρι. Συχνά τα απογεύματα κάθεται με τη μητέρα του, ακούνε μουσική, συζητάνε. Όση ώρα της μιλάω κάνουμε τους αδιάφορους, κοιτάμε τον χορό, βγαίνουμε έξω δήθεν να πάρουμε αέρα και χανόμαστε στις σειρές με τα αιωνόβια δέντρα που απλώνονται δίπλα από το κρεματόριο.
Φοράει μοδάτο παλτό, άδετες αρβύλες και σχολική τσάντα με αρκουδάκια, όλα μαζί. Σκουλαρίκια, στα χείλη στη γλώσσα στο στήθος και αλλού. Σε ότι κι αν αναφέρεται, είτε στο τι ώρα είναι είτε για το πως κλαίει στο σκοτάδι και τη κοκαΐνη τα τονίζει όλα με την ίδια βαρύτητα. “Είμαι χαζή” λέει, “Χαζή και βαρετή.”- έβλεπε τα πράγματα καθαρά στη πεζότητα τους- “Δεν μπορώ να θυμηθώ και πολλά πράγματα….δεν έχω καλή μνήμη….όμως θυμάμαι ολόκληρο το πρόγραμμα των συναυλιών..!!”, πετιέται όλο χαρά. Τα χέρια της ήταν παντού χτυπημένα, γεμάτα τσαμπουκάδες και σημάδια στους καρπούς από τότε που’ χε χαρακωθεί. Δεν μ’ αφήνει να τ’ ακουμπήσω. Τα διπλώνει κάτω από το πλούσιο στήθος της και στέκεται σαν πεισμωμένη. Μου περιγράφει μέσα στα γέλια τη λαχτάρα που είχαν πάρει οι γιατροί όταν την είδαν με τα αίματα. “Έχω αλλάξει δυο ψυχολόγους, ο τελευταίος επειδή όταν μιλούσαμε τα μάτια μου κοιτούσαν αλλού, με ρωτούσε συνέχεια αν βλέπω οράματα και δεν ξαναπήγα….”. Δεν μου λέει ποτέ τίποτα για την επιληψία της, χάνει τον έλεγχο σποραδικά, και πίνει δυνατά κόντρα στις συνταγές που τις δίνουν.
Μπαίνουμε μέσα, μ’ αφήνει μόνον μου. Έρχεται ένας πάνκης και μου ζητάει λεφτά κι εγώ τον έχω δει που έχει συνεννοηθεί μ’ έναν άλλο να μου μιλήσει για να δουν ποιος είμαι. Του απαντάω λες και είναι δικό μου το μαγαζί κι αυτός φεύγει σαν βλάκας. Γιατί στα αλήθεια είναι βλάκας με χαμηλή νοημοσύνη. Η πορτιέρισσα στο προηγούμενο μπαρ μου το είχε πει ότι το μαγαζί είναι σαν σέκτα χωρίς εξωτερικές εισροές, που αναλώνεται στη μανία του. Έπρεπε να παραμείνω εκεί. Όμως διαλέγω το μακρύ μονοπάτι μου με πλήρη επίγνωση της τρέλας που με πιάνει. Παίρνω το πρώτο τραμ που βρίσκω μπροστά μου και με πάει στην πιο απόμακρη γωνιά του αστικού συνόλου. Μέχρι να φτάσω διαβάζω ένα ποίημα του Πεσόα πάνω σ’ ένα πολιτιστικό αυτοκόλλητο.
Μια κατά παραγγελία σκοτεινή πόλη φτιαγμένη από την άγνοια της και τον μύθο της νεότητας. Μια πόλη που την φωτίζει μονάχα περιστασιακά, με λεπτά κίτρινα φώτα και αντανακλάσεις της βροχής. Το μόνο που έχει μείνει όρθιο από τον βομβαρδισμό είναι ένα κομμάτι του καμπαναριού μπροστά από την Πλατεία Εράσμους, ένα μακάβριο, πέτρινο τοπίο απ’ όπου θα ξεπηδήσει ο Δάγων σαν έρθει η ώρα. Όταν βγαίνει η ομίχλη, σε αυτό το σημείο είναι πιο πηχτή. Πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψω.
Έχω να περπατήσω καμιά ώρα ακόμη σε άδειους, υγρούς δρόμους μέχρι να φτάσω στο κέντρο κι από εκεί είναι άλλα δέκα λεπτά μέσ’ από το σταθμό. Τα φώτα όλων των σπιτιών σε τούτες τις παράμερες γειτονιές είναι σβηστά. Ένας κρύος αέρας αρχίζει να φυσάει. Έξω από κάποιο συνοικιακό μπαρ, στριπτηζάδικο, παρατηρώ ένα κακομοίρη που τριγυρνάει κάμποση ώρα προσπαθώντας να δει από μια σχισμάδα στη κουρτίνα το τι γίνεται μέσα, προσπαθεί ν’ αρπάξει κρέας. Σε λίγο βγαίνει ο πορτιέρης και τον διώχνει. Αυτός κάνει πως φεύγει, βολτάρει για λίγο και μετά ξαναγυρνάει, προσπαθώντας πάλι να δει από τη σχισμάδα. Τέλος ξαναβγαίνει ο πορτιέρης, του αστράφτει μια δυνατή και τον αναγκάζει τον να φύγει για τα καλά-σκούζοντας με μια ψιλή παραπονιάρικη φωνή, απειλώντας και φτύνοντας. Ζω σε μια πόλη. Εικόνες σαν αυτή ρουφάνε όλη μου την ικμάδα και χρειάζομαι κάποιον ακροατή για να του γεμίσω τ’ αυτιά με χώμα, πρωτόζωα και απαστράπτουσες μυκόριζες. Είμαι ξετρελαμένος με τη ροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, κάποιος τυχερός θα τ’ ακούσει με τη σειρά που γίνανε και δεν θα πιστεύει το πόσο καταπληκτικά μπορεί να είναι. Η νύχτα λάμνει σ’ όλο της το μεγαλείο, στο βάθος τα κτίρια του κέντρου υψώνονται πανύψηλα, τα φώτα αντανακλούνε στα σύννεφα. Τουλάχιστον αυτό με κάνει κι αισθάνομαι καλύτερα-παλιότερα τα φώτα της πόλης υπόσχονταν κάπως, κάποιο συναίσθημα που σιωπά τώρα γιατί μάλλον το έχω κυριέψει. Τούτο ωστόσο δεν δείχνει να έχει καμιά απολύτως σημασία.

Αυτό το βράδυ μισοκλείνω τα μάτια. Αυτό το βράδυ που ως συνήθως λυσσομανάει πάνω από τις σκεπές των κτιρίων. Τα σύννεφα κατεβαίνουν χαμηλά και η θολούρα αφήνεται ν’ απλωθεί ως τα πεζοδρόμια. Οι περιπόθητες Χώρες. Η Bergweg Strasse. Το ραδιόφωνο παίζει μυστηριακά στην ένταση μεσαίων κυμάτων, αυτά που ακούνε οι ψαράδες ανοιχτά του Hoek van Holland. Μπουγάδες στα μπαλκόνια απέναντι λικνίζονται με τον αέρα, ποδηλάτες τρέχουν πανικόβλητοι να ξεφύγουν και οι θαμώνες στο γωνιακό μπαρ πίνουν σιγανά το ποτό τους. Έχω κλείσει από ώρα το φως και κοιτάω τις στάλες της βροχής στο τζάμι. Έξω είναι κρύο, η θέρμανση όμως με κάνει και τα βλέπω σαν μέσα σε γυάλινη σφαίρα. Τη κουνάς και η βροχή αρχίζει να πέφτει.
“Νωρίς το απόγευμα την πέτυχα στον δρόμο, την είδα από μακριά που ερχόταν πανύψηλη, ταλαντευόμενη. Είχε πιει κάμποσο και ήταν ζαλισμένη. Έξω από ένα σούπερμάρκετ θυμήθηκε ξαφνικά ότι ήθελε να ψωνίσει. Μπήκαμε μέσα κι άρχιζε να τριγυρνάει στους διαδρόμους κατεβάζοντας ότι της ερχότανε από τα ράφια, ενώ εγώ την ακολουθούσα από απόσταση για να τη καμαρώνω. Μείναμε μέχρι που τη ψιλοκόλησε ένας κωλόγερος και μετά από κάμποση φασαρία τη κοπανήσαμε χωρίς να έχουμε αγοράσει τίποτα. Ύστερα, πήγε και κάθισε στη στάση του τραμ, έχοντας ασυναίσθητα γείρει το κεφάλι στα μαζεμένα χέρια της σε μωρουδίστικη στάση ύπνου, περιμένοντας πότε θα ξεμεθύσει…”
Οι ρόδες από τ’ αυτοκίνητα κάνουν θόρυβο πάνω στο νερό του δρόμου κι αυτό με κάνει να νιώθω την υγρασία.
“Με πάει σπίτι της. Περπατάω μέσα σε μακρούς δρόμους, διαδρόμους και με κάνει να κατευθύνομαι κατευθείαν εκεί απ’ όπου εκπέμπεται η ανομία. Το κρύο τη νύχτα πλημμυρίζει τους δρόμους, οι κινήσεις της πόλης είναι περιορισμένες, όμως το απαλό φως που βγαίνει από το παράθυρο της δίνει μια εστία φωτιάς που καίει τη πόλη και τη παραμονή μου σ’ αυτή.”
Μύριαμ. Συνουσία της φύσης που οργάνωσε τόσο απαλά το σχέδιο της. Περπατάει ανάμεσα στο κόσμο και αυτόματα τραβάει τα βλέμματα του περίγυρου. Η γιαγιά της από την Ινδονησία και η Ολλανδική της καταγωγή μεγεθύνουν επικίνδυνα τη φαντασίωση. Μύριαμ. Η απλότητα μοιάζει σαν εικασία πάνω σου. Σκοτεινό Φθινόπωρο και οι σειρές των σπιτιών δεν υπόσχονται τίποτα, εκτός απ’ το δικό σου. Σταματούμε μπροστά του και μπαίνουμε. Μ ’ένα μαγευτικό ιερόσυλο φως ,στη σκιά του αυτοτραυματίζεσαι γλυκά, παρανοϊκά. Έχει ένα μαστίγιο στον τοίχο και φωτογραφίες από όλα τα γκροτέσκα ακούσματα της. Είναι τρυφερή και τρελή, με απαλά λαγόνια που υγραίνονται όμορφα. Τη βάζω και κοιτιέται στον καθρέφτη ενώ στέκομαι από πίσω της. Στη πραγματικότητα είναι πιο έξυπνη απ’ ότι δείχνει, αλλά απολαμβάνει τον ρόλο του δήθεν ηθελημένου υποχειρίου. Κάθε φορά που απομακρύνομαι μέσα στο σκοτάδι και προσπαθώ να βρω τον δρόμο της επιστροφής στις γειτονιές που κοχλάζουν από μετανάστες, την σκέφτομαι και την αναλύω. Ένα ωραίο παιχνίδι. Τη περασμένη βδομάδα παραλίγο να μας πιάσουν στα πράσα. Αυτό σίγουρα κι αν θα ήταν ενδιαφέρον. Ένα σκηνικό μπροστά στον δικό της, σε μια γλώσσα που ούτε που θέλω να καταλάβω τι σημαίνει. Μπορεί και να μαχαιρωνόμασταν, αυτό κι αν θα είχε πλάκα. Είναι ένα από τα προνόμια του να είσαι επαγγελματίας τουρίστας. Βυθίζομαι αυτεπάγγελτα.
“..Στέκομαι χαμηλά σκυμμένος μπροστά από τον ανθισμένο κήπο της, με την αέναη ομορφιά να ρέει προς το μέρος μου, χωρίς καμιά στρατηγική κι αναμονή του πάθους. Ένας ασταμάτητος σταθερός μονόλογος βγαίνει από το στόμα της, γεμάτος από τις ίδιες φράσεις, σαν ν’ αδειάζει μπροστά της όλες τις διαδικασίες της σκέψης χωρίς ν’ απορρίπτει καθόλου τα ενδιάμεσα στάδια. Σταματάει μόνο κάποιες στιγμές, ξαφνικά, κοιτώντας με και σκάζοντας ένα χαμόγελο σαν μόλις να μ’ είχε δει μπροστά της. Μετά από λίγο, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, μου λέει πως την χώρισε ο φίλος της και πως φταίω εγώ γι’ αυτό. Η ώρα για να απομακρυνθώ”
Η νύχτα σωπαίνει βαθιά απόψε. Στέκομαι στο σκοτάδι, αφουγκράζομαι τον ίδιο μου τον εαυτό και δεν με διακόπτει τίποτα από αυτό. Οι περσίδες ριγούν για λίγο στο πέρασμα του αέρα, η ανάσα μου ακούγεται σιγανή στα σκοτεινά. Τριγυρνούν οι σκηνές της ημέρας στο μυαλό μου με το που κλείνω τα μάτια, σαν παροδικές εκλάμψεις. Είμαι πάνω στο τρένο, γυρίζω από τα προάστια. Παρατηρώ τους υπόλοιπους, όλοι δουλεύουν στην ίδια εταιρία με μένα. Κοιτάνε χλωμά έξω, διαβάζουν την εφημερίδα να ενημερωθούν καλύτερα τι τους γίνεται, τα αθλητικά οι στατιστικές και το δρομολόγιο των λεωφορείων. Το πρωί πάλι, όταν πηγαίνουν για τη δουλεία, το ίδιο είναι. Πλύσιμο δοντιών και διάβασμα της εφημερίδας. Και τους λατρεύω γι' αυτό. Σταθεροί ακλόνητοι βράχοι που με την αξιοπιστία της αρμοστής συμπεριφοράς τους στηρίζουν την οικονομία και ευημερία της επιχείρησης. Διαγράμματα, συναδελφική κουβέντα και καφές από το μηχάνημα. Μπουμπούκια, νεαρά τρυφερούδια που όταν δεν ξέρουν πως να συμμετάσχουν κάθονται και παρακολουθούν τα τεκταινόμενα. Κοιτάζομαι στο απέναντι τζάμι του βαγονιού πίσω από μια συνάδελφο που διαβάζει μια αναφορά. Μπρούτα Βάκα. Σφίγγει το στόμα, σηκώνει λίγο τα γυαλάκια και κοιτάει. Κοιτάει, κοιτάει ως τον αιώνα του άπαντα ένα διάγραμμα που ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό, κοιτάει μέχρι που οι ανασκαφές να την απελευθερώσουν και να την τιμήσουν με την έκθεσή της σε μουσείο, στο τμήμα της καθημερινής ζωής, πεπεισμένοι οι σύγχρονοι ότι να, έτσι και τότε περνούσαν την ώρα τους. Εν, δυο..!. πρωτόκολλο και αναφορά για την μελέτη της βαθιάς αναπνοής… ποια βήματα είναι τα σωστά … το διάγραμμα σκάει στο πάτωμα χορεύοντας για λίγο στον αέρα και κάνει πάταγο ξυπνώντας τον παραδίπλα που είχε κλείσει τα μάτια του από τη κούραση-ταλαιπωρήθηκε στη δουλειά και θέλει να πάει σπίτι, παλιοζωή…
Συνήθως το πρωί, όταν περπατάω στο μακρύ διάδρομο κάτω από τις γραμμές του τρένου, ανάμεσα στους τύπους που βλέπω συχνά είναι κι ένας-τον είδα κάνα δυο φορές καθώς πηγαίνει στη δουλειά του-και μου έκανε φοβερή εντύπωση. Ένα κράμα κωμικής φαντασίας, μια φιγούρα κάτι μεταξύ Μπιλ Χικοκ, τρελού προφέσορα και Δον Κιχώτη. Ψηλός, αδύνατος, μουστάκι στριμμένο με μούσι, μαλλί ταραχοποιό και βαθιά σακουλιασμένα μάτια που κοιτάνε συγκρατημένα, σαν να φοβούνται μη του χιμήξουν. Έτσι όπως τον βλέπω κάθε πρωί-πραγματική απόλαυση-μου κάνει την παλαβομάρα και τη παραφροσύνη να ξυπνάνε και μου έρχεται να στρίψω απότομα καμιά μέρα προς τα πάνω του, να του σφίξω το χέρι και να τον χαιρετήσω ταρακουνώντας τον, “Thank you, thank you my dear man..!!” κι αυτός να μην προλάβει να καταλάβει τι γίνεται, μόνο να στέκεται σαν αξιοθρήνητη φιγούρα και να με κοιτάει με το βλέμμα της απορίας που κουβαλάει πάντοτε. Σ’ ευχαριστώ άνθρωπε μου που υπάρχεις και κάνεις όλα αυτά τα κουνάβια που τρέχουν να πάνε στη δουλειά να μοιάζουν σαν να βγήκαν από εργοστάσιο χαρτοποιίας. Κατόπιν απλά θα συνεχίσω το δρόμο μου και θα ανεβώ τα σκαλιά για να πάρω το τρένο να πάω στη δουλειά.
Η καταιγίδα συνεχίζει να πέφτει βαριά, μεγαλοπρεπής, γεμάτη σιωπή. Πάνω απ' όλη τη χώρα, πάνω απ’ όλο τον γνωστό κόσμο. Κι εκεί που στεκόμουνα στο σκοτάδι, αφού είχα κάνει μπάνιο και στέγνωνα μπροστά στο παράθυρο με τον αέρα και τη βροχή, μου ήρθε. Ήρθε σαν κεραυνός, σχεδόν σαν δυσάρεστο ντεζαβου μέσα στο δωμάτιο με τα έπιπλα και τις πολυθρόνες. Ήρθε σαν να έδωσε λόγω συνέχειας, μια ονείρωξη που δεν μπορώ παρά να μοιραστώ. Ένα παιχνίδι χωρίς όρια, χωρίς άκρα που ανέγγιχτα προσπερνιούνται εις το άπειρον. Πρόσωπο με πρόσωπο καρναβάλι, ενστικτώδες χορός των πουλιών πριν το ζευγάρωμα, έλξη κι απώθηση, χορευτικές κινήσεις, Μontage Fatal, επιβίωση και εποχή των βροχών, της ηλιαχτίδας, η απόλυτη πεπρωμένη χαρά, η σκληρή αλεγκρία της θλιμμένης συνειδητοποίησης. Ο απόλυτος άπιαστος έρωτας, κραυγών και άηχων χαμόγελων, ταξίδι και παιδικό παιχνίδι, εμορφία της μαγκιάς, Psycho, Psycho…Δώρα. Η τέλεια συνεύρεση, το γιατί υποψιάστηκα κάτι διαφορετικό κι ανώτερο σ’ αυτό που για λίγο συνέβη. Μια συνύπαρξη με τον τρόπο που δεν σκοτώνει κανέναν, ένας συνδυασμός που λύεται και ταυτόχρονα δεσμεύεται σφιχτά, η απόλυτη παράνοια μοιρασμένη στα δύο, ότι ανεβαίνει όπως και κατεβαίνει. Άγνωστο αν θα χτυπήσει το επόμενο δευτερόλεπτο το κουδούνι σου ή αν ξαφνικά θα αρχίσει να περπατάει παράλληλα στο δρόμο μαζί σου. Ήταν τόσο τέλειο και μεγαλοφυές στην έμπνευση του, τόσο αψεγάδιαστο που θα ήταν αδύνατο να γίνει και πραγματικότητα. Κι αυτό ακόμη περισσότερο αν σκεφτείς πως οφειλόταν σ' ένα παλιό ελληνικό δίσκο που βρήκα σε κάποιο παραχωμένο δισκοπωλείο, δυο δρόμους παρακάτω.
Άναψα πάλι τα φώτα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Απέναντι κρέμεται μια φωτογραφία που είχα τραβήξει σε μια πλατεία στη Φλωρεντία όπου κάποιος υπαίθριος ζωγράφιζε ένα κοριτσάκι. Μοιάζει η μικρή να ξεχωρίζει από τα αντικείμενα γύρω της, από το ζωγράφο που στεκόταν στα 3/4 μπροστά της, από τη κολώνα παραπίσω, από τις πλάκες στο έδαφος, όλα απομακρύνονται από κοντά της και την άφηναν μόνη να κοιτάει πλάγια περιμένοντας να τη ζωγραφίσουν. Τα μαλλιά της είναι γεμάτα ήλιο και το πρόσωπο από εκείνα που δεν γνωρίζουν εποχή. Η φιγούρα που αναίμακτα ευχαριστούσε την οπτική δίχως να συνειδητοποιεί τι είναι αυτό ακριβώς που προκαλεί έλξη και οι ευγενείς του 16ου αιώνα τη διάλεγαν για να γεμίσουν το διάκοσμο των θέρετρών τους ως μορφή νεαρού αγγέλου.
Πρωτύτερα στο μπάνιο, θυμήθηκα τη Κριστίνα, πίσω στη Vitoria, και το καστάνιο της που το κουβαλούσε πάντα μαζί. Τη θυμήθηκα γιατί ήθελα ν’ αγοράσω κάστανα, όμως δε θα έπαιρνα γιατί ήταν ακριβά και δεν θυμόμουνα πως λέγονται στ’ αγγλικά. Αυτό το κάστανο που είχε βρει η Κριστίνα ήταν το γούρι της. Θυμόμουνα όταν μου το είχε δείξει για πρώτη φορά και ήταν πέρα για πέρα τρέλα πως το παρουσίασε. Περπατούσαμε και μου έλεγε για το συνάχι της και ξαφνικά βγάζει μια γρήγορα το κάστανο και μου το δείχνει με παρατεταμένο το χέρι κι ένα πιτσιρικίστικο μονόλογο για το πως αισθανότανε άσχημα και πως μετά βρήκε το “καστάνιο” και μετά δεν τη ξανάπιασε κρύωμα παρόλο που κάθε χρόνο την έπιανε και ότι είναι τυχερό και, και, και μένα μ’ είχαν ανάψει τα μηνίγγια από τη παλαβομάρα και μου έρχεται να τη πλακώσω στις μπάφλες έτσι καραγκιοζάκος που είναι όπως τα λέει…”Cosa?”, Τίποτα.
Είμαι σίγουρος ότι πίσω, στη πατρίδα, οι δρόμοι έχουν γεμίσει ομίχλη, κατευθείαν από το λιμάνι. Περιβάλει όλη την παλιά πόλη με το μαυσωλείο των Μουσουλμάνων και τις σκυφτές ταβέρνες, την πλατεία με τα στενά δρομάκια που κατέβαινα κάθε φορά προς το μπαλκόνι της και με κάνανε να αισθάνομαι χαρούμενος γιατί εκεί είχαμε περπατήσει αδιαίρετοι. Ο λαβύρινθος του Μπακόλα όπου εκτελείται η παρανοϊκή του καντάδα σε μια Εβραία και κατόπιν τον αρχίζουνε σε ιλιγγιώδες κυνηγητό. Η οδός Μορέας. Κάπου εδώ χανόμαστε με το μηχανάκι και με αγγίζει με το στήθος της στην πλάτη, το νιώθω απόλυτα γιατί τα αισθητήρια όργανα μου εκεί είναι περισσότερο ευαίσθητα. Πριν βγω από το σπίτι ανεβαίνω στη ταράτσα και κοιτάω τα φώτα των δρόμων. Αργά το απόγευμα άνθρωποι με τα χέρια στις τσέπες των παλτών τους περπατάνε δίπλα στη παραλιακή, μικρές βάρκες γεμίζουν το λιμάνι. Μια τελική βροχή πέφτει. Η ομίχλη κινείται, σαν μυθικό θηρίο που οδεύει προς την θάλασσα. Είναι αρκετό για τώρα. Κατεβαίνω.
Όταν την βλέπω να με περιμένει μέσα στο πλήθος δεν μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, κάθε φορά είναι το ίδιο και ξεχνάω να χαρώ τη στιγμή που είμαι μαζί της. Εγώ είμαι μόνος μου κι αυτή φτιάχνει παιχνίδια με τα δάκτυλα για να με διασκεδάσει. Παραμιλάει για όλες αυτές τις λεπτομέρειες που δεν γνωρίζει. Μου ζητάει να μεγεθύνω τις αισθήσεις που έτσι κι αλλιώς αμβλύνει η νύχτα. Τώρα θυμάμαι ότι αυτό δεν θα ήθελα ποτέ να τελειώσει. Πρέπει να είσαι αρκετά κρετίνος για να μην εκτιμάς έστω και παροδικά αυτό που φτιάχνει την ιστορία σου, κι εγώ έχω όλο το ταλέντο για να το κάνω, με τις συνέπειες που συνεπάγεται. Εντωμεταξύ βρίσκω χρόνο για τη κοροϊδεύω κι αυτή με τη σειρά της να παίζει τον ρόλο που επιλέγει. It’s a long-long night...Για έκπληξη μου κρατάει μια κάρτα που λέει ότι θα μου την δώσει λίγο πριν φύγω.
Μετακινούμαστε στα πράσινα καφέ και βρίσκουμε βολικά καθίσματα για τις ατέλειωτες κουβέντες μας και τα βίαια ξεσπάσματα έρωτα μέσα στο αυτοκίνητο της. Το σκηνικό μου φαίνεται σαν να το έχω ξαναζήσει αλλά χωρίς να έχω προλάβει να το αποτελειώσω. Θα δοκιμάσω να το αποτελειώσω τώρα.

“…είμαστε από το υλικό που πλάθονται τα όνειρα
και η ζωή μας τυλίγεται στον ύπνο.”

Της το διαβάζω καθισμένοι στα γρασίδια της νιότης μου, όπως θα τα ονομάσω, γεμάτα ήλιο. Έχει ακουμπισμένο το καστανό κεφάλι της στα πόδια μου, με το χλωμό αυχένα τεντωμένο οριζόντια, κάτω από την κοφτερή δοξαριά των ήχων του μεσημεριού. Παρατηρώ το προφίλ της στο σχήμα και το μοτίβο που θ’ αποτυπωθεί ως η δεδομένη στάση του προσώπου που θα πρέπει να μείνει στη μνήμη μου. Χρόνια αργότερα αυτό το πρόσωπο της είναι που θα θυμάμαι και θα θεωρώ ως δεδομένο. “Ο θεός δεν συγχωρεί τη μοναξιά και την αλαζονεία.” Κάπου έχασα το δρόμο και εκεί δεν υπάρχει νόμος. Poco dura la festa dei matti…σίγουρα. Και η apassionata ένας πόθος κρυφός ικανοποιημένος σε αχάτινους ήχους;…
Αν είναι της αστικής χαράς να μην ξεφύγω λοιπόν, ας την ζήσω σ’ όλο της το μεγαλείο. (Κατεβαίνουμε ένα πλατύ δρόμο με ψηλές σκιές, ο αέρας είναι ζεστός και τα χέρια μας ιδρώνουν στο ημίφως. Έχει μια ευγένεια τούτες τις ώρες. Δεν αφήνω να μου πούνε από τι είναι φτιαγμένο, δεν έχει μείνει και κάτι ν’ αποφύγει την τομή. Τελειώνει, σαν το φως. Αρχίζει, σαν την νύχτα των φώτων. Τα συστατικά αυτά που είδα ξεπροβάλουν σαν μαγικά, είναι χαρούμενα ψεύτικα, στην ονείρωξη μου μέσα απογειώνονται.)
Το βράδυ που θα φεύγω, με την πτήση των 5, σηκώνεται για να με πάει στο αεροδρόμιο. Είναι Οκτώβρης, μήνας που ο κόσμος δεν φεύγει. Είναι αργά για να φεύγεις τέτοια εποχή. Το κάνεις λίγο νωρίτερα, ή μερικούς μήνες μετά. Όμως όχι Οκτώβρη. Κάπου προς το Νότο περιμένει να φύγει κι αυτή. Έχει βρει αυτή τη δουλειά σε μια πόλη κοντά στον τόπο της. Μια δουλειά και μια ζωή. Ίσως τίποτα το πολύ ενδιαφέρον. Θα ήθελα να τη μοιραστώ αυτήν την εμπειρία, πάνω στο κορμί της, και τούτο υποψιάζομαι πως θα με κυνηγάει στα όνειρα μου. Para el fin del mundo. Μικρό, γλυκό κομμάτι σώματος που μ΄ αρέσει να το φιλάω εκεί κοντά που η λεκάνη της δίνει λίγο χώρο πριν τον οφαλό. Ωχρά ολοσκότεινα μάτια, σκούρα πηχτά μαλλιά δεμένα μόνα τους. Κοιτάζει τα αεροπλάνα που φεύγουν. Αυτό θυμάμαι. Αυτό κι ότι σκέφτομαι ποια είναι εκείνα τα πράγματα που θα με κάνουν να την απωθήσω. Φαντάζομαι να τη σώζω έτσι. Μου δίνει την κάρτα. Είναι το προσφιλές ανέκδοτο: “Philippe et Marie”, δραματική κωμωδία Γαλλικής παραγωγής. Αστείο, Αστείο..
-Τώρα που θα φεύγω μη γυρίσεις να δεις.
-Γιατί;
-Έτσι… Μου λέει με παραπονιάρικο παιδικό τρόπο
Τα μεγάφωνα φωνάζουν. Ο κόσμος προχωράει. Όταν γυρίζω να κοιτάξω έχει ήδη απομακρυνθεί. Δακρύζει δυνατά, και μένα μου φαίνεται χαζό. Χαζή κι όλη η κατάσταση με τις ανάγκες μου. Ανεβαίνω στο αεροπλάνο. Εφημερίδες διπλωμένες στην είσοδο και ζώνες προσδέσεως. Έτοιμο για εκτόξευση. Ξημερώνει πέρα από τους λόφους, πάνω από τις οροσειρές της Καλάβρια. Ή έτσι μου φαίνεται. Κούραση. Το πρόσωπο μου είναι άσπρο. Lift yr skinny fists, like antennas to heaven. Νύχτα που έχει πέσει. Για τα καλά. Βλέπω τ’ αστέρια από το ύψος τους.

Los indios de Europa bailamos Calypso-Reggae




Το σπίτι του Νίκο είναι τρελοκομείο. Ένα αρχαίο τριώροφο κάπου στο προάστιο Λούστναου, γεμάτο κατοικίες αστών που ανατρέφουν τις κόρες τους. Δώδεκα άτομα ζουν εκεί μέσα και όλοι τους, ένας προς ένας, παρανορμάλ δραστηριότητες. Με το που πρωτομπήκα κι ανέβηκα τα σκαλιά μια δυνατή μυρωδιά ινδικών αρωμάτων με είχε χτυπήσει καταπρόσωπο. Οφείλονταν στον Ρίτσι που έμενε εκεί και ήταν xίπης. Αυτός είχε πάει στο Κασμίρ, έπαιζε μπόνγκο και σε μια παλιά φωτογραφία επίσης τον είδα που είχε μαλλί μακρύ ως τη μέση. Στη πραγματικότητα όμως δεν ήταν καθόλου χίπης, ένας παλιονευρωτικός ήταν, σαν χοντρή κυράτσα, πλουσιόπαιδο καθηγητών που φορούσε πλατύγυρα καπέλα τώρα για να κρύψει τη φαλάκρα και έκανε κήρυγμα για το πόσο λάδι ξοδεύαμε στο μαγείρεμα και τη θέρμανση που άφηνα ανοιχτή. Τριάντα χρονών κι ακόμα σπούδαζε, μασουλούσε την επιδότηση- είχε μάλιστα παιδί με μια κακόμοιρη κοπελίτσα, παλιά του γκόμενα. Αυτήν που είχε τώρα-μια μικροκαμωμένη κωλοφωτιά που ξεπρόβαλε μπροστά μου την άλλη μέρα το πρωί, μισόγυμνη και με τη μούρη ζωγραφισμένη λουλούδια...’’..μόργκεν..”- τον είχε πάει μια μέρα στους παππούδες της που τον γνώριζαν καλά τι καπνό φουμάρει, για γεύμα. Απ’ ότι μου περιέγραφε ο Νίκο, κι όπως του είχε περιγράψει η γκόμενα του Ρίτσι-καθ’ όλη τη διάρκεια του φαγητού, τα παππούδια του κάνανε χοντρό κήρυγμα, τον λέγανε άχρηστο, ανεύθυνο και τα λοιπά ενώ ο προκομμένος είχε σκύψει το κεφάλι και ρουφούσε τη σούπα του. Εδώ και κάτι μέρες επίσης είχε πέσει και μια ψιλή γκρίνια στον όροφο και είχαν ψυχραθεί γιατί η πεταλουδίτσα ζητούσε από το Νίκο σώνει και καλά εκατό μάρκα για το φουρνάκι που θ’ άφηνε μιας και μετακόμιζε σε άλλη πόλη.
“…Τι να σου πω με τον ίχο πούτα…μ’ έχει φάει στη γκρίνια ο μαλάκας νιενιενιενιε..!! Έλα που είναι κι ο μοναδικός εδώ που ξέρει από τεχνικά και συνδέσεις και τον έχουμε κι ανάγκη…αλλά όπως πάει θα σκοτωθούμε μου φαίνεται καμιά μέρα εδώ μέσα.. ”
“..Βρες κάνα άλλον… βάλε καμιά αγγελία… ζητείται…(…)”
“Δε κάνω καλά που κάθομαι και σε ζαλίζω μ’ αυτά…αλλά μου ‘χει βγάλει τη ψυχή ο παλιομπάσταρδος…. δε κάνει τίποτα όλη μέρα, τα τελευταία δυο χρόνια το πολύ μια μέρα το μήνα τον έχω δει να δουλεύει. Κάθεται μέσα, βαράει το μπόνγκο και κατεβάζει προγράμματα από τον υπολογιστή, τουλάχιστο εγώ δουλεύω στη Βαβέλ και βγάζω τα έξοδα…(…) ε, με δαν άσκο κάτι τέτοιοι τύποι σου λέω"
(…..)
Στο ισόγειο μένει ο Άντυ Σάντουιτς, εισάγει κοσμήματα από την Ινδία και τα πουλάει στους σταθμούς των τρένων το χειμώνα. Όταν στρώνει ο καιρός κατεβαίνει προς τη Μασσαλία και τη Λιγουρία, στα κοσμοπολίτικα θέρετρα. Σ’ ένα δωματιάκι, πίσω, καλλιεργεί και κάνιαμο, με λάμπες, βιολογικό λίπασμα κι όλα. Η δικιά του γκόμενα είναι μια όξινη ξανθιά Πολάκα που ήρθε να τον δει για τις γιορτές. Όποτε μαζευόμαστε για κρασί, κάθεται συνήθως και μας χαζεύει όλους με τη σειρά. Όπως τη κόψαμε μάλλον έχει διπλαρώσει τον Άντυ για να έχει πρόσβαση στη χώρα. Άσε που κοιτάει όλη την ώρα τα πράγματα του Νίκο και τον ίδιο λες και είναι η πλήρη έκφραση της καλλιτεχνικής ζωής αυτού του τόπου. Αυτός δίνει παράσταση.. "Το βράδυ θα δούμε τα φειερβερκ..Μπουμ Μπουμ Μπουμ!!! Σουπερζόμερ…!!"
Ξάφνου στο διάδρομο βλέπω μια μελαχρινή που πάει για τον πάνω όροφο. “…Τα είχε μ’ έναν που είναι παντρεμένος με μια μπραζιλιένα-Τώρα έμεινε έγκυος κι αυτός δε το θέλει…αλλά αυτή θα το κρατήσει. Όταν έρχονται και κάνουν έρωτα…σκούζουν όλο το βράδυ σα τα γουρούνια και δε μας αφήνουν να κοιμηθούμε” Μετά από λίγο τη βλέπω που κατεβαίνει και περνάει. μπροστά από τη πόρτα “Τσιούς, Κάτια!!” πετάγεται ο Νίκο, ξέρει να είναι χαριτωμένος από μπροστά. Το σπίτι είναι σίγουρα τρελοκομείο. Ο Ρίτσι γκρινιάζει και κρυφοκοιτάζει πόσο λάδι ρίχνουμε στη σαλάτα, ο Άντυ στρίβει συνέχεια γάρους, η γκόμενα του η Πατρίσια-η Πολισία γιεγγό- στέκει αμίλητη. Μετά από κάνα δυο μέρες έφτασε κι ο Φάννη, φίλος του Άντυ, με το σαρδόνιο χαμόγελο και τη τετράγωνη μούρη που έχει σπάσει κάθε ρεκόρ γάρων και οινοποσίας. Που και που πετάει κάτι μακρόσυρτα μακάβρια γέλια που μας στέλνουν όλους στο πάτωμα. Είναι παραγωγός ερυθρών οίνων κοντά στο Φράιμπουργκ και συνάμα πεπειραμένος δοκιμαστής. Παίρνει το ποτήρι το κουνάει λίγο και πίνει μια γουλιά…”Αυτό το κρασί…ναι…μου θυμίζει… δενξέρω…..κυριακάτικο απόγευμα…ίσως…συνοδεία ελαφρού δείπνου…αλλά μπορεί να συνοδεύσει και άλλες παρόμοιες κοινωνικές περιστάσεις….” Κάθε απόγευμα αδειάζουμε κάμποσες μπουκάλες καλό Χιλιανό κρασί, αράζουμε αρχοντικά στο σοφά που είχε βρει παρατημένο πριν κάμποσο καιρό, βάζουμε Μασέο Πάρκερ και αναλύουμε βαθυστόχαστα το βάθος και το νόημα των κόνιων. Το τελευταίο καιρό έχει κολλήσει στη βιβλιοθήκη της Βαβέλ. Για τον ίδιο λόγο έχει κολλήσει και το ίδιο όνομα στη πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη που δουλεύει. Το έχει δει ως την ύστατη έκφραση της εξήγησης του σύμπαντος. Κάνει πως δεν θέλει ν' ακούσει κουβέντα για τους Προ-σωκρατικούς. “Ojala.” μου λέει. Είναι η αγαπημένη του λέξη. “Φαντάσου, με μια κοπελιά-βρισκόμαστε μόνο κάθε Χριστούγεννα παραμονή και απλά φιλιόμαστε για το χρόνια πολλά… ε, τη πέτυχα και πριν λίγες μέρες. Ήπιαμε πολύ, ξέρεις τώρα, παραμονή, και μετά για πρώτη φορά εδώ και χρόνια πήγαμε από το σπίτι μου…αλλά ήμουν πολύ μεθυσμένος, δεν έγινε τίποτα καθόμασταν όλο το βράδυ και της εξηγούσα για τη βιβλιοθήκη της Βαβέλ…”
Μετά από κάμποσες μέρες αργού κατρακυλίσματος κολλημένοι στο σπίτι ο κολλητός νιώθει τύψεις. “Δεν είναι σωστό" μου λέει, είσαι τόσες μέρες εδώ και δεν πήγαμε πουθενά να σου δείξω τα μέρη” Θέλει και να περπατήσει λίγο. Αποφασίζουμε λοιπόν να βγούμε και τραβάμε προς τα εκεί που τελειώνει η πόλη κι αρχίζει το δάσος. Έπρεπε να κάνω αυτόν τον περίπατο εκεί για να καταλάβω πως είναι κάμποσοι μήνες που έχω να δω βουνά, έστω λόφο. Περπατώ ανάμεσα στα δέντρα, στο ξεκίνημα του βουνού και αυτό μου κάνει καλό. Έχουν πάθει τα νεύρα μου, σίγουρα. Και το βλέπω καθαρά. Εκείνη η χαμηλή χώρα που πήγα και βρέθηκα είναι μια πρόταση που μου υποσκάπτει τους πνεύμονες. Είτε σε κερδίζει είτε σε απωθεί. Εμένα με τραβαλάει αδιάπαυστα και είμαι σχεδόν σίγουρος πως τη μισώ. Το αγαπητό μου Vlaardingen, η αξιοσέβαστη μου εργασία, μια πολιτεία που όσο εφησυχασμένη είναι άλλο τόσο με κάνει και αγανακτώ. Μου έρχεται στο μυαλό μια Κυριακή μεσημέρι, Γενάρης, ομίχλη. Όλοι οι δρόμοι είναι άδειοι, λίγα αυτοκίνητα που περνάνε και σχεδόν να φαίνεται περίεργο το να περπατάει κάποιος στο δρόμο. Η Ολλανδία, τα σπίτια τα χτισμένα με κοκκινότουβλα, όλα ίδια μεταξύ τους, κολλημένα στη σειρά, με μεγάλα χαμηλά παράθυρα αυτοεπιδεικτικά απ’ όπου μπορείς και βλέπεις στο εσωτερικό. Γέρικα ζευγάρια μπροστά στη τηλεόραση, μελαψοί μετανάστες και οικογένειες ποδηλατιστών…σε όλα τα παράθυρα τα περβάζια είναι γεμάτα απαίσια μικρά πήλινα, ανθρωπόμορφα μπιμπελό. Νάνοι, σκυλάκια, χαρούμενες χωριατοπούλες, άψυχες ποικίλες χαρές που σε κοιτάνε γκροτέσκα. Σ΄ ένα παράθυρο, στέκεται ένας πήλινος κακόγουστος φαλλός. Μια γάτα παχουλή σεργιανάει στο καναπέ. Και το κρύο, ύπουλο, γλοιώδες, τρυπάει. Οργανωμένη, ευπρεπής χαμηλόφωνη ζωή, εξευγενισμένη. Πολλά νέα προϊόντα που κατακλύζουν την αγορά κάνουν τη ζωή μας ευκολότερη. Νιώθω σχεδόν θυμωμένος. Αυτό που με απωθεί είναι κανόνας. Δεκαετίες, αιώνες ευπρεπούς συμπεριφοράς και συγκρατημένου πάθους έχουν συσσωρευτεί ο ένας πάνω στον άλλον. Κανένα ουρλιαχτό δεν ακούστηκε σε απόσταση χιλιάδων μιλίων από τη εποχή του Γιον φαν Λάϊντεν μήπως κι ενοχλήσει τους γείτονες…. Μεταφέρομαι παραπέρα. Οχτώ το πρωί, ημίφως και περπατάω στο δρόμο, στο πεζοδρόμιο. Ατέλειωτες ουρές σκεπών και για μια στιγμή στέκομαι και κοιτάζω μέσα από ένα παράθυρο το εσωτερικό ενός διαμερίσματος. Το νοικοκυριό, το πρωινό άγχος να ξεκινήσει η μέρα, το σαλόνι, τα έπιπλα, κρυσταλλικά. Και πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι το θέαμα που με κάνει να μη κοιμάμαι τις νύχτες. Ένα μωρό δεμένο στο κάθισμα του και αφημένο κολλητά μπροστά στη τηλεόραση που παίζει ατέλειωτες σαπουνόπερες. Το βλέμμα του είναι σχεδόν υπνωτισμένο, ακίνητο, σαν νεκρό. Τέλειο έγκλημα, τρόπος ζωής. 100 χρόνια νωρίτερα, τον μήνα της συγκομιδής αφήνονταν κάτω από τα δέντρα, τα φύλλα νανούριζαν και λιοντάρια ερχότανε να τα κλέψουν. Ύστερα από καιρό τα έβρισκαν εξαγριωμένα κι ανήθικα.
Μπροστά μου το ερευνητικό κέντρο υψώνεται απειλητικό. Εσωτερικές διαφημίσεις παροτρύνουν για απόδοση. Όλοι κρατάνε μια πλαστική κούπα με σούπα μηχανήματος. Κανένας δεν είναι εμφανέστατα κακός, όλοι τους θα σου χαμογελάσουνε, δίχως προσωποποίηση. Και αμέσως μετά το άρθρο που η μοίρα του είναι ν’ αποτύχει γιατί δεν καταδείχνει καμιά ασχήμια, μαυριδερά πρόσωπα και τριτοκοσμικούς δικτάτορες…“Κύριοι ηλίθιοι… μάθετε λοιπόν ότι για την ιδιαίτερη προτίμηση σας προς απαλές γεύσεις ξοδεύονται εκατομμύρια ώσπου να βρεθεί το πως θα ικανοποιηθείτε πλήρως. Τρόφιμα λαίδη Φρανκεστάιν, flavours από το πουθενά ξαφνικά στη σαλάτα του πιάτου σας. Βαριέστε να ετοιμάσετε τη σάλτσα κι αυτό γίνεται μπίζνες. Μπίζνες. Το κέρδος που θα βγει όταν όλοι μαζί καταναλώνετε δεν σφυράει μια μπροστά στα λεφτά που μου δίνουν, που τους δίνουν, που τα δίνουν, συσκευές εκχύλισης και χημικά αντιδραστήρια, πιλοτικά ένζυμα, συστήματα ασφάλειας, κονφιντένσιαλ ριπόρτ σιρκουλάσιον ουάν, τόπ σήκρετ…” Τα υπολείμματα ηθικής, εντελώς άσχετα δεν ξέρω από πού, πετάνε τη ξεκάρφωτη λέξη “τιμιότης”. Ο συναρπαστικός νέος κόσμος δεν θέλει λέξεις, μόνο λογότυπα. Φιλικά προς το περιβάλλον, ακίνδυνο για τις παπαρούνες, την γάγγραινα και τη ζωή στον Άρη. Είμαστε πολιτικώς ορθοί, παρακαλώ αγοράστε μας. Στηρίζουμε την οικονομία της Νιγερίας ανοίγοντας εργοστάσιο εκεί-και μη ρωτάτε γιατί εκεί- επιδοτήσαμε προγράμματα εκμάθησης υπολογιστών και διοίκησης επιχειρήσεων στη Σρι Λάνκα (ρωτήσαμε, δεν τον θέλουν τον αγροτουρισμό). Στη Βρετανία δώσαμε γκαλερί σε καλλιτέχνες, το έγραψε κι ο τύπος. Είμαστε σωστοί γαμώτι!! Παγκόσμιοι όμιλοι δικηγόρων θα χειριστούν τις υποθέσεις μας. Διαλέξεις για τους εργαζόμενους, ο ρόλος του σεξ στη προώθηση προϊόντων με δώρα στις γιορτές και κάρτα ευχαριστιών από το πρόεδρο για την αφοσίωση που επιδείξατε.
Ideal, ideal ideal. Knowledge, knowledge, knowledge. Boomboom, boomboom, boomboom!!!
Όμως…όμως. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία. Αρκεί κάθε φορά ένα χαμόγελο, μια παρέα κι ένα μπουκάλι κρασί για να περάσει ευχάριστα η ώρα. Κάμποσα από τα βράδια που γυρίζω αποθαρρυμένος και χωρίς καμία ελπίδα ζωγραφισμένη στις γέφυρες και το μπετόν των κτιρίων, αποτείνομαι και προσπαθώ να δω τι είναι αυτό που δικαιολογεί τη κίνηση των αυτοκινήτων στους δρόμους, τις φωτεινές επιγραφές και τα μηχανήματα που ακυρώνουν τα εισιτήρια. Τίποτα από όλα αυτά δε μου εξηγεί τη παρανοϊκή αντίκρουση που κοροϊδεύει τα ρολόγια και το μόνο που στέκεται χωρίς να σαρώνεται από ανέμους της ερήμου είναι η γοητεία, η γοητεία και η συνείδηση αυτής. Για χάρη της είναι ικανός να καταστραφεί ολάκερος ο κόσμος, να κοπούν κεφάλια και να καταπατηθούν τάφοι. Λειτουργίες απλές, λειτουργίες σύνθετες. Ένστικτο και ματαιοδοξία. Η έλξη γεννιέται ακόμη και μέσα σε μια λίμνη τοξικών απολείποντας την αγωνία από τη πραγματικότητα, παρόλο που δεν υπαρχει καμιά τέτοια λίμνη εδώ έξω, μόνο ένα βουνό, στο οποίο εγώ θα περπατάω για λίγο και ποτέ μου ξανά, ποτέ ξανά τα ίδια βήματα, την ίδια αγωνία, το ίδιο πάθος. Η γιορτή κρατάει λίγο, όσο για να χαμογελάσω. Mit meiner hertz.
Το δάσος του Τούμπινγκεν είναι σκεπασμένο με χιόνι. Πορφυρά φύλλα στέκονται ακόμη στα κλωνάρια σ' έντονη αντίθεση με τους μαύρους κορμούς και το λευκό έδαφος. Έχει σχεδόν μια μαγεία απόκοσμη τέτοια ώρα που παίρνει να σκοτεινιάζει. Δεν είναι κανένας εκεί γύρω. Όπως συζητάμε, σχεδόν φωνάζοντας, μου λέει “Αυτό το τοπίο είναι ο Καθεδρικός της Φύσης, επιδεικνύει το δέος σ' όλο του το μεγαλείο...”, “Πρώτη φορά σ’ ακούω μιλάς έτσι.”, “Ε, γιατί;” λέει “Είμαστε κι εμείς εξπρεσιονιστές….” Όπως τραβάμε για την ανηφόρα να βγούμε από την άλλη πλευρά για το σπίτι, έχει αρχίζει να σκοτεινιάζει και να κάνει κρύο για τα καλά. Ακόμη και για φυσιοδίφες εξπρεσιονιστές. Στρίβουμε από ένα χωματόδρομο και μπαίνουμε στα πρώτα δρομάκια προς καμιά καλή καφετέρια να ζεσταθούμε.
Η πόλη είναι όμορφη. Εδώ ζήσανε κατά περιόδους διάφοροι σπουδαίοι. Καθώς περνάμε δίπλα από το Προτεσταντικό ναό, παίρνει τ’ αυτί μου μέσα το όργανο που παίζει. Στο σκοτάδι ακούγεται σχεδόν ανατριχιαστικό, γεμάτο επιβλητικότητα. Έτσι όπως στεκόμαστε του λέω πως μου θυμίζει τον Πιστόριους, “Ποιόνα;”, λέει. Του εξηγάω τη σκηνή. ”Απίστευτο!” μου κάνει έκπληκτος, “Έλα να σου δείξω”. Με τραβάει προς την πλατεία κάτω από τον ναό, μπροστά από ένα βιβλιοπωλείο. Στο τοίχο, πάνω από τη βιτρίνα, υπάρχει μια χάλκινη επιγραφή ”Εδώ έζησε ο Χέρμαν Έσσε, γράφοντας κάποια από τα καλύτερα του έργα”. Νιώθω ένα ρίγος να με διαπερνάει. “Πάμε να φύγουμε” του κάνω. Το μέρος παραείναι επίφοβο για συνειρμούς.
Παραπέρα, καθώς προχωράμε, στο τοίχο ενός ογκώδους αρχαίου σπιτιού είναι κρεμασμένη μιαν άλλη επιγραφή:”Εδώ έζησε ο Γκαίτε το τάδε έτος”. “Στη πραγματικότητα” λέει ο Νίκο, “είχε μείνει μόνο τρεις μέρες, αλλά το έχουν βάλει για τους τουρίστες” και μου δείχνει μιαν άλλη πινακίδα παραδίπλα στο τοίχο ενός διώροφου που το είχαν μετατρέψει σε ανεξάρτητο στέκι, κι έγραφε:”Εδώ ξέρασε ο Γκαίτε”.
Τριγυρνάμε από μπαρ σε μπαρ, τα περισσότερα όμως είναι απελπιστικά άδεια λόγω της μέρας. Τελικά καταλήγουμε σ’ ένα καφέ, γεμάτο ζευγαράκια. Καθόμαστε στο μπαρ και αρχίζουμε κουβέντα στα ισπανικά που τραβά τη προσοχή. Αυτή η γλώσσα φαίνεται γοητεύει τους Βησιγότθους. Το ίδιο βράδυ θα το συνειδητοποιούσα και στη πράξη. Καθόμαστε και μιλάμε για τη “μάγισσα” από τη Βενεζουέλα. Κόρη σαμάνου ο οποίος είχε 20 παιδιά. Αυτή ήταν η 15η και είχε με τη σειρά της άλλα πέντε-δυο κόρες και τρεις γιους. “ Στη πραγματικότητα είναι πιο πολύ ινδιάνα παρά ισπανίδα. Με είχε καλέσει στο σπίτι της γιατί ήθελε να μου δείξει κάτι πέτρες, «Τα πράγματα έχουν ζωή, κι εμείς πρέπει να τη φέρουμε στην επιφάνεια», έτσι μου έλεγε. Είχα φέρει ένα κρασί εγώ και πίναμε…ξέρεις, ωραία κι άνετα ”
“Και μετά τι έγινε, τη πήδηξες;”
“Τη πήδηξα; Με πήδηξε θέλεις να πεις. Είχε σ’ ένα βαζάκι μια ουσία κάτι από ένα κάκτο, του μεγάλου Ναγουάλ δε ξέρω τι, μου είπε. Το ήπιαμε κι εκείνη μετά άρχισε «Νίκο θέλω να σε φιλήσω» και τέτοια. Μου έβγαλε τα ρούχα κι αρχίσαμε. Εγώ δεν αισθανόμουν άνετα, στο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν τα παιδιά. Ξέρεις…”
“Είναι όμορφη τουλάχιστο;”
“Τι όμορφη… σπασμένη…σαραντάρα, έχει ωστόσο θαυμάσιο χαρακτήρα. Μετά από μερικές μέρες μου τηλεφώνησε και με ξανακάλεσε, για φαΐ. Πήγα πάλι με ένα κρασί, της εξήγησα όμως ότι δεν γίνεται άλλο και ότι πρέπει να μείνουμε φίλοι. Έτσι δεν προχωρήσαμε παραπέρα. Τώρα που θα γυρίζουμε θα σου δείξω που μένει…”
“Εδώ τι δουλεία κάνει;”
“Τι δουλειά, καθαρίζει σπίτια, κρατάει μωρά τέτοια. Τη γλώσσα δεν την έχει μάθει ακόμα, τα μικρά όμως μιλάνε πολύ καλά. Φαντάσου έχει γιο γύρω στα δεκαοχτώ, μένει στη Βενεζουέλα”
“Και τώρα;”
“Τώρα, τίποτα. Κουράστηκα, πάμε για το σπίτι;”
Καμιά φορά ανοίγουμε κάτι συζητήσεις με τον Νίκο σαν να θέλουμε να προσβάλουμε κάπως ο ένας τον άλλον. Αυτό γίνεται για να αποφορτίζεται κάπως η ατμόσφαιρα. Συνήθως αυτή η κουβέντα ξεκινάει με ένα “Και δε μου λες ρε μάγκα…” εμπεριέχοντας κάμποση περιπαιχτική ειρωνεία. Το είχαμε πάρει με φιλολογία από νωρίς το απόγευμα οπότε αρχίζω να του μιλάω για τα προσχεδιάσματα από δραματικές ιστορίες για να τον τσιγκλήσω λιγάκι και να έχουμε κάτι να λέμε.
Του λέω για το Perre Lachaise το νεκροταφείο στο 20ο του Παρισιού, εκεί που ήταν θαμμένοι ο Modigliani, o Bizet κι άλλοι. Τριγυρίζοντας τη τελευταία μέρα πριν φύγω ανάμεσα στα μνήματα και χαζεύοντας τα ονόματα με τις ημερομηνίες είχα δει κι ένα που παρουσίαζε λίγο πολύ την ιστορία μιας οικογένειας του μεσοπολέμου. Αυτό γινότανε γιατί οι περισσότεροι τάφοι ήταν οικογενειακοί και πάνω στον ίδιο τάφο αναγράφονταν όλα τα μέλη που απεβίωναν.
Βρισκόμουν μπροστά στον τάφο της οικογένειας Getal, με τα 4 της μέλη, πατέρα, μητέρα κόρη και γιο. Το πρώτο μέλος της οικογένειας που πέθανε ήταν η κορούλα Denise, το 1929 σε ηλικία 6 ετών. Ο πατέρας Paul τότε ήταν 35 χρονών, η μητέρα Julia 31 και ο γιος, Paul ο νεώτερος μόλις 9. Μπορούσα και τους έβλεπα με τη φαντασία μου κάποια κρύα Φθινοπωρινή ημέρα να στέκονται στο ίδιο μέρος που στεκόμουν κι εγώ, μπροστά από το τάφο της κορούλας τους, της Denise, μικροκαμωμένη ίσως, ξανθιά με φιλάσθενο κορμάκι, η μάνα μ' ένα σκούρο παλτό που κλαίει σιγανά, ο πατέρας που προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος κρατώντας το γιο από το χέρι, σιγόκλαιει κι αυτός, περισσότερο γιατί νιώθει ότι οι στιγμή είναι φορτισμένη και όλοι λυπημένοι παρά για το ότι καταλαβαίνει πως δε θα ξαναδεί την αδερφή του. Η επιγραφή ήταν επιμελής με καθαρά, βαθιά γράμματα. Denise Getal, 1923-1929.
Η μοίρα έπαίξε άσχημο παιχνίδι φαίνεται γιατί το επόμενο μέλος της οικογένειας που είχε ταφεί ήταν ο γιος και μάλιστα με δραματικό τρόπο. Η επιγραφή, με μεγάλα απλωτά γράμματα στο χαμηλότερο μέρος της πλάκας το έλεγε καθαρά: Paul Getal ο νεώτερος, 1920-1944, δολοφονήθηκε υπό κράτηση. Εn captivite. Διπλά από την τελευταία λέξη ήταν σκαλισμένο ένα μετάλλιο ανδρείας.
Μετά από 6 χρόνια πέθανε η μητέρα σε ηλικία 52 ετών. Julia Getal, 1898-1950, δεν άντεξε φαίνεται τον θάνατο και των δυο παιδιών της. Τελευταίος ήταν ο πατέρας, Paul Getal, που είχε πεθάνει σχετικά πρόσφατα σε ηλικία 86 χρονών, 30 χρόνια μετά το θάνατο της γυναίκας του. Paul Getal λοιπόν, 1894-1980. Η επιγραφή του ήταν μικρότερη από τις άλλες και τα γράμματα σκαλισμένα σε μικρότερο βάθος, σαν απλό χάραγμα. Δύο θάνατοι των παιδιών. Η μικρή κόρη και ο γιος, en captivite. Κατόπιν η γυναίκα του και τέλος 30 χρόνια μοναξιάς σε κάποια συνοικία του Παρισιού. Η εικόνα αυτή μου είχε αποτυπωθεί βαθιά. Και να που 20 χρόνια μετά το θάνατο του να περνάω εγώ από το τάφο τους τυχαία, για να διαβάσω μέσα σε ένα λεπτό κι πάνω σε μια πλάκα δυο τετραγωνικών, τη ιστορία ολόκληρης οικογένειας για να τη διηγηθώ τελικά μια πρωτοχρονιάτικη νύχτα, περπατώντας στους δρόμους της παγωμένης νότιας Γερμανίας.
Του Νίκο, αν και κάνει πως του αρέσει η ιστορία καταλαβαίνω πως δεν έχει και πολύ όρεξη να μ’ ακούσει. Άλλο που δεν θέλω εγώ βέβαια να δω τι σόι υπομονές έχει και μέχρι που μπορεί να φτάσει η ανέχεια της Ευρωπαϊκής του ανατροφής. Αρχίζω να του διηγούμαι μια άλλη ιστορία, της Αφροδίτης, αυτής της κοπελιάς που είχα γνωρίσει δυο χρόνια πριν στη Κρήτη, εκεί που δούλευα.
Την είχα καλέσει μια μέρα να πάμε για μπάνιο και μου είχε παίξει ένα μυστήριο παιχνίδι με ναι και όχι και θα δούμε, που με είχε ξενερώσει και μ’ έκανε να τη θεωρώ χαζή και στημένη. Αυτό βέβαια μέχρι και μερικές μέρες μετά που πρόσεξα ότι τα μαλλιά της και τα φρύδια της είχαν κάτι το περίεργο. Η Αφροδίτη έπασχε από μια κληρονομική ασθένεια, από αυτές που δεν σου αφήνουν καθόλου τρίχωμα σ' ολόκληρο το σώμα. Το μαλλί της δεν ήταν παρά περούκα, επιδέξια τοποθετημένη, ενώ τα φρύδια της ζωγραφισμένες γραμμές με μολύβι όπως συνηθίζεται να τα βγάζουν έντονα και να τα ζωγραφίζουν. Κι εγώ της έλεγα για μπάνια και βόλτες με το μηχανάκι όταν αυτή ντρεπόταν και προσπαθούσε να μη φανεί τίποτα, ακόμη κι όταν στεκόταν σε απόσταση. Είχε κάτι πικρό το όλο σκηνικό.
Με τη δεύτερη ιστορία δεν ήθελε πολύ ο φιλαράκος ο Νίκο ν΄ αρχίσει να διπλώνεται σπασμωδικά και να ξερνάει στη μέση του δρόμου. Πάνω στο πατημένο χιόνι και κάτω από τα παγωμένα κι απαστράπτουσα άστρα.. Ξερνούσε το κρασί που είχαμε πιει το μεσημέρι, τις πατάτες με τα λουκάνικα που είχαμε μαγειρέψει, τον καφέ κατόπιν κι ότι άλλο είχε βαθιά μέσα του. Τέλος, άρχισε να βγάζει κομμάτια από βιβλία, βλέννες καλής ανατροφής χαρτζιλίκια των γονιών του και υποτροφίες του Γερμανικού κράτους. Αυτό μ' έκανε να πανικοβληθώ λίγο γιατί ήταν μια εσωτερική του όψη που δεν είχα υποψιασθεί. Ευτυχώς ήμασταν κοντά στο σπίτι και μπόρεσα να τον κουβαλήσω γρήγορα, γρήγορα μέχρι το δωμάτιο του. Ως το βράδυ, με λίγη περιποίηση κι ενέσεις αλκοόλ Χιλής, είχε γίνει μια χαρά και μάλλον πανέτοιμος για να υποδεχθεί το Νέο Έτος μαζί με τα λοιπά μέλη του ετερόκλητου πληρώματος του Λούστναου.
Το βράδυ πήγαμε τελικά να δούμε τα περίφημα φεϊερβερκ σ' ένα από τα ύψωματα που βλέπανε πάνω από τη πόλη. Το Τούμπινγκεν τη νύχτα έμοιάζε με ξεχασμένη πολιτεία παραμυθιού του Ντίκενς. Σειρές ανάκατες από μυτερές αρχαίες σκεπές απλώνονταν παντού σαν ξύστρα της γης, οι ίδιες σκεπές που είδαν ιστορίες και αυστροουγγρικούς πολέμους να περνάνε, χειμώνες γεμάτοι πανώλη, Βαυαρική λογοτεχνία και συσσωρεύσεις βιβλίων. Όλα απλώνονταν μπροστά μου σε μια παράσταση που ήταν έτοιμη να υποδεχτεί τη χιλιετία. Ευτυχώς που η διαδικασία δεν θα κρατούσε πολύ γιατί το κρύο ήταν τόσο ανυπόφορο που αρχίσαμε να χοροπηδάμε και να χαλβαδιάζουμε με τον υπόλοιπο κόσμο για να ζεσταθούμε. Το θέαμα ωστόσο μας αποζημίωσε πλήρως και σίγουρα θα θυμάμαι για καιρό τη συγκίνηση που βίωνα. Κεραυνοί και ιπτάμενοι ελέφαντες φεύγανε δεξιά κι αριστερά φωτίζοντας με φανταχτερά χρώματα τα αιωνόβια μυτερά σπίτια που σίγουρα είχαν δει και σκοτεινότερες μέρες, πράσινο εκθαμβωτικό πορτοκάλι και ευδαιμονία, μια σύνθεση που θα έκανε το ανθρώπινο γένος άξιο δόξας και γοητείας για τα ψεύτικα φώτα που λαμπραίνουν παρωδικά την αιώνια νύχτα και για όλη τη χαρά που τα συνοδεύει. Ο Φάννυ για να γιορτάσει το γεγονός είχε ετοιμάσει ένα πολύφυλλο από το σπίτι, χωρίς να μας πει, και το άναψε τη στιγμή που αρχίσανε να βαράνε οι καμπάνες υπό τις επιδοκιμασίες των υπολοίπων. Όλοι ήμασταν ευτυχισμένοι κι αρχίσαμε να σταυροφιλιόμαστε και να μας ευχόμαστε ότι καλύτερο για το νέο χρόνο. Ευχηθήκαμε μεταξύ μας, ξαναευχηθήκαμε και μετά αρχίσαμε να ευχόμαστε και τους υπόλοιπους παραδίπλα, όποτε γίναμε όλοι μια μεγάλη Γερμανόφωνη οικογένεια που γλεντούσε τον ερχομό του νέου έτους. Σε κάποια φάση μας πλησίασαν δυο τορτολίτας μέσα στο γενικότερο ιλαρό, χαρμόσυνο κλίμα για να μας πιάσουν ψιλή ανιχνευτική κουβεντούλα, όμως ακόμη και μεθυσμένοι και με μοναδικό φως αυτό των βεγγαλικών δεν κατάφεραν να μας ξεγελάσουν. Για τα χρόνια πολλά ωστόσο δεν παραλείψαμε να τις κεράσουμε λίγο γκάντζα και μπόλικη σαμπάνια που τα δέχτηκαν με χαρά, κι ευτυχώς που καταφέραμε να ξεκολλήσουμε διακριτικά με λιγοστές απώλειες γιατί το κρύο γινόταν αβάσταχτο κι αυτές ακόμη πιο πιεστικές.
Μετά από λίγο πήραμε να κατεβαίνουμε στο κέντρο για το σπίτι κάποιων φίλων του Άντυ που σχεδίαζαν πάρτι. Όταν φτάσαμε εκεί κι ανεβήκαμε στον όροφο που ήταν το διαμέρισμα, η φόρα μας κόπηκε στιγμιαία γιατί βρήκαμε τη πόρτα κλειστή κι ένα ηλίθιο μήνυμα κολλημένο που έλεγε ν 'αφήσουμε ένα παπούτσι στην είσοδο. Στην αρχή εκνευριστήκαμε και ήμασταν έτοιμοι να γυρίσουμε στο σπίτι και στα μπουκάλια που είχαμε αφήσει μισά, ευτυχώς όμως μετά από λίγο όμως κατέφτασαν οι ένοικοι με τους υπόλοιπους που ετοίμαζαν το γεγονός
Απ' ότι μου είχε πει πρωτύτερα ο Νίκο, εκεί ήταν όλοι τους αλτέρνατιβ. Η καινούργια γενιά του νέου αιώνα αν είχα καταλάβει καλά. Παρατηρώντας τους λοιπόν έβλεπα ότι είχε αλλάξει κι η μόδα, που από διαίρεση είχε καταλήξει τελικά σ' ένα μέλτινγκ ποτ του ότι τραβούσε το μάτι και τον χαρακτηρισμό. Τούτοι οι τύποι αυτοπροσδιορίζονταν ως νέο-μποέμηδες με ότι άλλο ήθελες. Λίγο εβδομήντα, αυθάδεια και ειρωνεία μέχρι εκεί που τους παίρνει για μαγκιές, βέλβετ αντεργκράουντ, εμ-πι-τρία, ράστα και ελεκτρόνικα, μπόνγκος να βαράνε, androgyny, ινδική κουζίνα, υποβόσκουσα σεξουαλικότητα και όλα τα λοιπά που εξ απ' ανέκαθεν εκτρέφανε οι φοιτητές που διέθεταν ευκατάστατους, αστούς μπαμπάδες. Για μας, por supuesto, ήταν ότι καλύτερο. Αυτά θέλαμε να φτιάξουμε κέφι. Εισήλθαμε και απλωθήκαμε στο χώρο.

Στριαατ


“Στριαατ Μαγκαζιιινν!! Φαν Ροτερντααμ!!”, “Νιεε!!”.
Έξω από το σταθμό βρίσκεται σχεδόν κάθε απόγευμα μια κακομοίρα, από το στρατό των κακομοίρηδων που επιστράτευσε ένα περιοδικό για να πουλάει τα τεύχη του. Είναι ένα περιοδικό τύπου “Δρομολόγιο” Δεν ξέρω ποιο ανώτερο στέλεχος είχε αυτή την ιδέα ως αποτελεσματικότερο τρόπο πώλησης, σίγουρα όμως δεν είχε υπολογίσει καλά το πως θα ήταν στη πράξη. Ένα σωρό πεινασμένοι και άστεγοι είχαν μαζευτεί ευελπιστώντας στο ποσοστό που θα παίρνανε από τις πωλήσεις του περιοδικού, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν συνήθως μικροκαμωμένοι, μελαψοί από τις αποικίες που στα αρχεία του δημαρχείου και της αστυνομίας καταγράφονταν ως ημιαπασχολούμενοι. Άλλους, παρόμοιους πωλητές που είχα δει σε διάφορα σημεία της πόλης ήτανε: Έναν τεράστιο ογκώδη μαύρο που στέκονταν πάντοτε ακούνητος, αμίλητος με το περιοδικό στο στήθος, σαν να κρατάει θαυματουργή εικόνα, έναν Ισπανό αλάνι που μαζί με το περιοδικό είχε στήσει δίπλα του και πάγκο πρόχειρο, με χαϊμαλιά και δαχτυλίδια-να βγάλει και κάτι έξτρα-και τέλος έναν ψηλέα Ολλανδό, τρελιάρη που φορούσε συνέχεια ένα σκούφο τζόκερ με κουδουνάκια κι έριχνε που και που καμιά γυροβολιά για να ξεμουδιάσει από το κρύο.
“Στριααατ”, ”Νιεεε”. Αυτή η γυναίκα ήταν η μοναδική απ’ όλους που διαλαλούσε το εμπόρευμα. Ωστόσο δεν είχε και πολύ επιτυχία με αυτό. Τραβούσε πολύ το “ααα” και το “ιεεε” όταν φώναζε κι από μακριά ακουγότανε σαν γατί που το δέρνανε ενώ από τη άλλη ο τρόπος που ανοιγόκλεινε το μισοφαφούτικο στόμα της μάλλον δεν τράβαγε τη πελατεία. Μου αρέσανε πολύ αυτοί οι άνθρωποι γιατί δείχνανε τη κυρίαρχη φθορά, την ανίκητη εντροπία σε όλο της το μεγαλείο. Οι κοκόνες περνούσαν από δίπλα μου τακ, τουκ με τις τακούνες, τα αρώματα, προέλαυναν με ύφος δέκα μαρκησίων και με το που σκάγανε μούρη έξω στο δρόμο: ”Νιεεεε!!!” πέφτανε πάνω στο περιοδικό και ξινίζανε τα μούτρα.
Στο σταθμό μαζεύονταν κάθε μέρα όλη η αφρόκρεμα. Κάμποσες φορές που έτυχε να περιμένω εκεί, μου την πέφτανε αμέσως για λεφτά, ποδήλατο ή χόρτο. Θυμάμαι έναν άραβα πιτσιρικά με μασέλα-που όταν μιλούσε η μασέλα του κουνιότανε ξέχωρα από το στόμα και μ’ έκανε να ξερνάω-ο οποίος μου είχε πιάσει από ώρα ψιλή κουβέντα και ήταν έτοιμος να βρει ότι του ζητούσα, κόκες, γυναίκες, ποδήλατο. Εγώ μαζοχιστικά δε ξεκολλούσα γιατί ήθελα να απολαύσω να δω τι έχει να πει. Έστριψε κι έγινε άφαντος στο λεπτό μόνο σαν φάνηκε αστυνομία να πηγαινοέρχεται. Όμως απ’ όλους αυτή που έδινε συνέχεια το παρών, ακλόνητη στη θέση της, ήταν η “Στριαατ”. Μια μέρα την είχα δει από μακριά που στέκονταν στη πόρτα και πέρασα από δίπλα της, κοντύτερα από ότι άλλες φορές για να τη δω καλύτερα-είχε όπως πάντα, το ίδιο άπλυτο μπουφάν και τα φθηνά κίτρινα κοκαλάκια, που μάζευε μ’ αυτά το μαλλί της, πλοκάρι και ξεβαμμένο. “Στριααατ!!” Τη στιγμή που ήμουνα ένα μόλις ένα βήμα μακριά της, όπως τη κοιτούσα καλύτερα στο πρόσωπο, πρόσεξα πως είχε κάτι που φαινότανε γνώριμο αλλά δε μπορούσα να καταλάβω τι. Μόνο σαν προχώρησα λίγο και σταμάτησα να τη κοιτάω κατάλαβα τι ήταν αυτό στην όψη της, το οποίο με ενοχλούσε. Είχε ακριβώς τα ίδια μάτια με τη Θάλεια.
Τα φέρνει καμιά φορά έτσι το πράγμα που φτάνει ένα απλοϊκό γεγονός για να λειτουργήσει σαν το σύμβολο που δημιουργεί άμεσες ψυχικές εκκενώσεις. Εκεί, στη μέση του πουθενά σταμάτησα. Λες και είχα θυμηθεί ξαφνικά κάποια συνταρακτική λεπτομέρεια, ένα κατοικίδιο, ας πούμε, κλειδωμένο στο σπίτι τις διακοπές, ή ένα γκάζι ανοιχτό από κάποιον που φεύγει σε ταξίδι 80 ημερών. Μου κόπηκε το χαμόγελο. Σταμάτησε να κινείται ο κόσμος.
Όταν με κοιτούσε παλιά η Θάλεια στα μάτια δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο σε αυτή. Γινότανε ολόκληρη ένα ζευγάρι τεράστιοι οφθαλμοί που απλά περιβάλλονταν από τα ίσα καστανά μαλλιά που πέφτανε στους ώμους και στηρίζονταν πάνω στο λεπτό της βυζαντινό πρόσωπο. Ήταν μάτια που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν σε κοιτούσανε λυπημένα κι ανήμπορα ή την επόμενη στιγμή θα βγάλουν ένα μαχαίρι χαράζοντας σε-συνεχίζοντας να σε κοιτάνε το ίδιο απλανή. Τα μάτια της Στριαατ δεν ήταν ακριβώς τα μάτια της Θάλειας, ήταν μάλλον μια παρωδία των ματιών που ήξερα. Όμως πάλι, ήταν ίδια. Το ίδιο μεγάλα με τις ίδιες μακριές βλεφαρίδες.
Όλη αυτή η ιστορία μου έκοψε τη διάθεση. Περπατώντας και μέχρι να φτάσω σπίτι είχαν περάσει από το μυαλό μου όλα τα σκοτεινά Φθινόπωρα, τη φιγούρα με το μακρύ παλτό που περπατούσε στο πάρκο γεμάτο πεσμένα φύλλα και τη σονάτα Νο 14 που ακούγονταν.
Ανέβηκα στο δωμάτιο και δεν χρειάστηκε πολύ. Πήρα ένα άσπρο χαρτί και άρχιζα να τη ζωγραφίζω, έκανα δυο πελώρια μάτια μέσα σ’ ένα πρόσωπο του Μοντιλιάνι που έκλινε το κεφάλι της σαν παναγία, ανεπαίσθητα προς το ένα μέρος. Τις επόμενες μέρες τ’ απογεύματα δεν έκανα τίποτα άλλο από το να συμπληρώνω και να διορθώνω το πρόσωπο. Έφτιαξα έξι διαφορετικά πρότυπα με μικρές μόνο διαφορές μεταξύ τους. Σε όλα όμως ήταν η ίδια Θάλεια. Αφού τα τελείωσα και τα έξι τα κρέμασα δίπλα από το τραπέζι, τα κοιτούσα και περιέργως είχαν μια θετική επίδραση πάνω μου. Στην αρχή νόμισα πως οφείλονταν σε καμιά ψευτοχαρά τεχνικής. Κοιτώντας καλύτερα όμως, διέκρινα τι ήταν στ’ αλήθεια. Η Θάλεια βλέποντας την από απόσταση έμοιαζε να με κοιτάζει ικετευτικά. Κάθε μια από τις εικόνες παρόλο που μιλούσανε διαφορετικά, από μακριά δείχνανε το ίδιο πράγμα. Θλίψη, σχεδόν απόγνωση. Όταν όμως πλησίαζα στις εικόνες και τις κοιτούσα καλά στα μάτια μπορούσα να δω τι ήταν αυτό που πραγματικά άφηναν να διακρίνεται. Ένας χαρακτήρας σκυφτός που οι απόηχοι των εσωτερικών λεπτομερειών του εξέπεμπαν πολύ αχνά προς τα έξω το λέγειν τους. Ένα λέγειν κοφτό και φορές αλαζονικό Κι αυτό ήταν που μ’ έφαγε, κοιτούσα την εικόνα εξ αποστάσεως.
Ύστερα από κάμποσες μέρες πέτυχα πάλι τη Στριαατ στο σταθμό. Τη πλησίασα και της μίλησα. Πρόσωπο με πρόσωπο έμοιαζε με ξεπεσμένη δούκισσα, σαν εστέτ της παρακμής, καταρρακωμένη από την αϋπνία και πείνα.
“Και τι περιοδικό είναι αυτό ακριβώς;” της είπα κατευθείαν κι ευδιάθετα. Με κοίταξε σαν να μη άκουσε καλά, μα με το που κατάλαβε ότι είμαι ξένος απάντησε: "Είναι για τους άστεγους" κι αμέσως μετά, σαν να νόμισε ότι δεν μ’ έπεισε, ξαναείπε σχεδόν ρωτώντας: “..Για το έθνος…;” Έτσι όπως το ξεφούρνισε το δεύτερο μου θύμισε για μια στιγμή πρόεδρο κοινότητας σ' εθνική γιορτή να βγάζει λόγο και αμέσως μου ξέφυγε ένα γέλιο που ίσα κατάφερα να πνίξω. “Και πόσο κάνει…;” ρώτησα ακόμα πιο ευδιάθετος. “Δύο μισή γκίλντες…”-πολλά ήταν, με δυόμισι γκίλντες αγόρασα πατάτες δέκα ημερών. “Ξες τι…; δεν έχω τώρα τόσα πολλά- να καταλάβαινα και τι γράφει, τέλος πάντων…” έβγαλα και της έδωσα μια γκίλντα. Τη πήρε, την έβαλε στη τσέπη, με κοίταξε για λίγο και μετά γύρισε προς την άλλη να διαλαλήσει το περιοδικό.. “Στριααατ…!”
Φόρεσα τα γάντια και βγήκα από το σταθμό. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι είχε ξαναρχίσει να βρέχει, όπως έκανε συχνά αυτές τις μέρες. Δε μου πήρε και πολύ για να φτάσω. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου, έβγαλα το παλτό, άνοιξα το ραδιόφωνο και μετά από λίγο πήρα να ξεκρεμάω τις ζωγραφιές από το τοίχο. Τις δίπλωσα-όλες εκτός από μία, αυτή που κοιτούσε μοιραία-και τις έβαλα μέσα σ’ ένα πλαστικό φάκελο. Μετά κατέβηκα στη κουζίνα, σιγοσφυρίζωντας το τραγούδι που έπαιζε, άνοιξα το κουβά, πέταξα τις ζωγραφιές μέσα και άρχισα να μαγειρεύω. Πεινούσα και ήμουνα κουρασμένος. Έξω είχε βραδιάσει για τα καλά και η βροχή είχε γυρίσει σε ελαφριά ψιχάλα. Όσο για τα μάτια της Θάλειας…ε, αρκετά μηρυκάσανε...κάποια άλλη φορά πάλι, ίσως.

Η Οριάνα


Κάπου στα τέλη του Φλεβάρη πήρα μια πρόσκληση από την Οριάνα. Μου έγραφε ότι σε δυο βδομάδες θα έφευγε για τα καλά από το Βέλγιο οπότε θα ήταν καλή ευκαιρία να κατέβαινα τώρα μια βόλτα προς τα εκεί, όπως έλεγε. Ετοίμασα τα πράγματα κι έφυγα με το απογευματινό τρένο. Ήμουνα στο Gare du Nord νωρίς το βράδυ. Στο σταθμό δεν με περίμενε κανείς και αυτό μ’ έκανε να τα χάνω λίγο. Οι Βρυξέλλες το βράδυ ήτανε σαν υπόγεια πόλη. Τα Κιόσκια και τα εστιατόρια στη σειρά στο χώρο αναμονής κάτω από τις γραμμές……. Η Οριάνα έφτασε μετά από λίγο φορώντας ένα καπέλο που έκανε όλα τα μάτια να πέφτουνε πάνω της.

…Στη κουζίνα βρίσκεται ήδη ο ιδιοκτήτης, ο Φρανσουά, και συζητούν με τον Σέρτζιο τα του ενοικίου. Τούτος ο Φρανσουά που, δεν ήταν πάνω από 35, τον έβλεπα έτσι που στεκότανε μπροστά μου, όρθιος με τα χαρτιά σφιχτά κρατημένα λίγο πάνω από τη κοιλιά, το φαρδύ σκελετό, το μάλλινο γιλέκο και το χρυσό δαχτυλίδι και μου θύμιζε όλο και περισσότερο τη φιγούρα του εμπόρου σε φωτογραφίες του Αυγούστου Σάντερς. Κάθομαι και τους παρατηρώ που κανονίζουν για το ενοίκιο, μιας και η Οριάνα είναι έτοιμη ήδη να φύγει και ο Σέρτζιο ψάχνει να βρει σπίτι για τους επόμενους 4 μήνες. Ο έμπορας όμως θέλει για τουλάχιστον 6 και προσπαθεί να τον αναγκάσει είτε να μείνει ολόκληρο το διάστημα είτε να βρει κάποιον άλλο για το υπόλοιπο των μηνών. Δεν χορταίνω να τον καμαρώνω αυτόν τον Φρανσουά. Νόμιζα πως τύποι σαν του λόγου εξαφανίστηκαν μεταπολεμικώς, πως τους είχαν κρεμάσει όλους για μαύρη αγορά ή ξέφυγαν στη Νότιο Αμερική. Όμως νατονα, που παζαρεύει για δυο μήνες παραπάνω φοβούμενος μη χάσει τη διορία. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Οριάνας είχε τόσα λεφτά που θ’ αρκούσαν για να πληρώσει ενοίκια περαστικών φοιτητών για τα επόμενα 50 χρόνια. Είχε και δυο γραφεία στους πύργους πριν πέσουν και προφανώς τώρα αισθανότανε ανασφαλής για το κεφάλαιο του, τόσο ανασφαλής που όση ώρα μιλάμε μπροστά του γι' αυτόν και του κάνουμε σχεδόν άγρια πλάκα αυτός δε δίνει σημασία, σα να θεωρούσε την ύπαρξη μας όχι τόσο σημαντική, μιας και εκείνη την ώρα κάνει μπίζνες, κλείνει το ενοίκιο των επόμενων 6 μηνών. Τέτοιους απίθανους τύπους δυστυχώς είχανε εκλείψει από καιρό στο χωρίο μου και δεν τους συναντούσα συχνά πια. Ένας μεγαλομπακάλης που είχαμε κάποτε και κατείχε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο μπροστά από τη πλατεία, είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια αφήνοντας ορφανό το μέρος από σπάγκους. Οι γιοι του συμπληρώσαν τη ζημιά φεύγοντας και πουλώντας τα περισσότερα κτίρια του τετραγώνου και το μόνο που έμενε να θυμίζει την ένδοξη αυτοκρατορία του ήταν μια κυρά γεροντοκόρη ανιψιά του, που έμενε κλεισμένη όλη μέρα με τη μάνα της, έχοντας ερμητικά σφραγίσει τα παντζούρια που βλέπανε στη πλατεία, ράβοντας με μνησικακία στο πίσω δωμάτιο και βάζοντας ναφθαλίνη στα τραπεζομάντιλα και τα ρούχα που σάπιζαν στα συρτάρια. Αυτή κάποτε όταν ήμουν μικρός είχε προσπαθήσει να πουλήσει στη μάνα μου ένα ναυτικό κοστουμάκι, για μένα, το οποίο πρέπει ήταν στις δόξες του τουλάχιστο 3 δεκαετίες πριν γεννηθώ, τις εποχές που ο μπακαλέμπορας έκλεινε το μαγαζί του για μεσημεριανό όταν οι άλλοι χωριάτες γύριζαν από τα καπνά για ν΄αρματιάσουν. Έτσι, καμάρωνα τον Φρανσουά που ακόμη κατείχε το παλιό αέρα του μαυραγορίτη όπου καμιά τεχνολογία και νέα τάση δε θα μπορούσε να πτοήσει. Τελικά συμφώνησαν και ο Σέρτζιο θα έρχονταν τη Δευτέρα.

Εντωμεταξύ η κουβέντα έδινε κι έπαιρνε για όλα αυτά τα ζητήματα που είχαμε αναλύσει και παλιότερα

Για ‘κείνο το βράδυ όλα ήταν κανονισμένα. Υποτίθεται ότι θα γινόταν ένα πάρτυ αποχαιρετισμού ειδικά για την Οριάνα σε κάποια μονοκατοικία από τις πολλές που πλημμύριζαν τις Βρυξέλλες που αυτό το βράδυ γυαλίζανε από τη βροχή που ‘χε πέσει νωρίτερα. Πήραμε το τραμ και κινήσαμε προς τις δυτικές συνοικίες της πόλης ανάμεσα από γειτονιές γεμάτες Μουσουλμάνους και παντοπωλεία. Μερικούς μήνες πριν σ’ αυτές τι γειτονιές είχαμε χαθεί μαζί με τον Παντελή και τον Ισπανό προσπαθώντας να βρούμε που θα κοιμηθούμε. Τώρα έδειχναν πιο φιλήσυχες και η βόλτα μου έδινε την ευκαιρία να γνωριστώ καλύτερα με τους Σέρτζιο και την Οριάνα. Και οι δυο ήταν γόνοι πλουσίων οικογενειών κι αυτό γινόταν αμέσως αντιληπτό από την ενοχή τους στις απαντήσεις που δίνανε για τη δουλειά των πατεράδων τους. Το διασκέδαζα λιγάκι. Μου φαινότανε σαν να είχα μπροστά μου τον χαρακτηριστικό τύπο της νέας επερχόμενης τάξης διανοούμενων της Ιταλικής χερσονήσου. Οι μορφωμένοι, ευκατάστατοι και αντιφρονούντες γόνοι αστικών οικογενειών που ήξεραν να διασχίζουν τα μονοπάτια της κολεκτιβιστικής αντίληψης παράλληλα με τις λεωφόρους της αναλυτικής ακαδημαϊκής γνώσης. Οι Γαλλομαθείς αναλύσεις τους κινούτανε γύρω από θέματα ανάλυσης Ευρωπαϊκού δικαίου και κοινωνιολογικής προσέγγισης φαινομένων όπως η εισροή λαθρομεταναστών στην Ενωμένη Ευρώπη και το αντίκτυπο στις Δυτικές οικονομίες, όλα χρηματοδοτούμενα από πανεπιστημιακούς οργανισμούς που συνεργαζότανε άμεσα με την κυβέρνηση των Βρυξελλών. Η συνέχεια βέβαια ήταν προβλεπόμενη. Συνέδρια και παρουσιάσεις στο Παρίσι και τη Γενεύη. Επαγγελματική αποκατάσταση και καριέρα κάπου στα μέσα σε μια δεκαετία, συμπράξεις έρευνας παρά τω πρύτανει και αντιπροσώπευση σε διεθνείς οργανισμούς που θα εύρισκαν κάποτε την λύση ή μήπως είμαι εγώ ο κακός; Όπως και να ’χε γρήγορα φτάσαμε στο πάρτι, γεμάτο Ιταλούς και Γαλλόφωνους όπως ανακάλυψα με το που διέσχισα τη πόρτα.

Φυσικά το όλο σκηνικό ήταν ένα χάος καπνού και αλκοόλ. Κύριο κλου της βραδιάς μια τρελαμένη ψηλή Ιταλίδα-που πρέπει να ήταν και η πραγματική ένοικος του σπιτιού- η οποία περιδιάβαινε χαρούμενη μ’ ένα πλακάτ της σε άπταιστα Γαλλικά που απαιτούσε την Αλβανία πλήρως ισόνομο μέλος της Ε.Ε.. Απ’ ότι είχα προσέξει επίσης το δωμάτιο της ήταν γεμάτο εκπαιδευτικό υλικό για την εκμάθηση της Αλβανικής κουλτούρας και γλώσσας με πολιτιστικές βιντεοκασέτες, μουσική και λεξικά. Μετά από καμιά ώρα κουβέντας με ρώτησε ευθέως αν τα είχαμε με την Οριάνα. Η colleague Οριάνα βέβαια τα περνούσε μια χαρά και είχε γίνει κινητή γιορτή ρίχνοντας που και που ματιές να δει αν τα περνούσα εντάξει. Βέβαια τι είχα καταβρεί. Το κρασί ήταν εξαίσιο και το είχαν φέρει από ένα γειτονικό παντοπωλείο που άνηκε σε Έλληνες και μαζί με αυτό είχε έρθει και η κόρη τους, μια μελαχρινή μετανάστρια δεύτερης γενιάς η οποία βάλθηκε αργότερα να δείξει ότι δεν είχε ξεχάσει τη μητρική γλώσσα και ακόμη κρατούσαν τις παραδόσεις που είχαν φέρει οι γονείς της από κάποιο χωριό της Δυτικής Μακεδονίας.

(…………….)

Ευτυχώς μετά το πάρτι αποχαιρετισμού του συναρπαστικού κόσμου των φοιτητών πήγαμε όλοι μαζί, σαν κοπάδι, στο σπίτι κάποιας που τη λέγανε Τρανς, Τη λέγανε Τρανς γιατί ήτανε Τρανς και το σπίτι της ήταν Τρανς. Ένα υπόγειο όπου οι τοίχοι ήταν σκέτα τούβλα μπογιατισμένα, ενώ παντού ήταν κολλημένες σελίδες από περιοδικά με Γαλλικά μοντέλα, τη θεά Κάλι και πινακίδες σήμανσης για τους τυφλούς. Όταν κατεβήκαμε τους βρήκαμε μαζεμένους σε χειμερία νάρκη, μ’ ένα πυκνό σύννεφο να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας. Αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε τα παράθυρα για να διώξουμε το καπνό και να τους κατεβάσουμε από το ταβάνι. Οι περισσότεροι ήταν ήδη κουρασμένοι κι νιώθανε άβολα έτσι, μαζί με κάνα δυο σικέ που ήταν ήδη εκεί, έφυγαν από νωρίς μένοντας μόνο όσοι ήμασταν διατεθειμένοι για το πρωινό τραμ. Μέχρι να κατακάτσουμε και να δούμε ποιοι ήμασταν η Τρανς είχε σηκωθεί ήδη σοβαρή, έβαζε μουσική-κάτι άγνωστα μυστήρια κάντρι και Μαροκινά τραγούδια της ερήμου-κι άρχισε να χορεύει. Χόρευε μπροστά μας λες και δεν ήμασταν εκεί, όλο πάθος και κίνηση. Όμως πάλι μπορεί και να χόρευε γιατί ήμασταν εκεί. Τη Τρανς δε μπορούσες να τη πεις όμορφη. Τη κοιτάω μπροστά μου έτσι που χορεύει, κοντοκομμένη και γεμάτη, με αυτιά κάπως πεταχτά κι ελαφρύ αλληθωρισμό, μοιάζει με άσχημη ανατολίτισσα. Όμως έχει κουλ χαρακτήρα και μ’ αυτό και μόνο ελκύει, πραγματώνεται από μόνη της, χωρίς ομορφιές. Ένας άλλος που έβοσκε εκεί ήταν ο Μανουέλ, με γονείς Χιλιανούς. Στην αρχή δεν το πρόσεξα καλά και νόμισα πως ήταν κοπέλα, με τη ράστα, τις φακίδες κι έτσι αδύναμος που ήταν, σαν τον Λούκη Live. Μαζί του κι ένας άλλος Βέλγος καλαναθρεμένος, που όπως τον έκοψα πρέπει να ήταν ο γκόμενος της Τρανς. Η αλήθεια βέβαια είναι πως όλοι εκεί μέσα είναι καλαναθρεμένοι. Οι ραγκατσίνες από τη Πούλια, η τσιφλάδα Οριάνα, ο φλωροΦάμπιο και οι κουλ ένοικοι του σπιτιού. Όλοι έχουν σηκωθεί και χορεύουν, διάφορα stone rock, Marley και Μαροκινά. Ήμουνα πολύ κουρασμένος γι’ οτιδήποτε έχοντας κλείσει 45 ώρες αϋπνίας αλλά η Dub φάση άξιζε για λίγο χορό, εναλλάξ με κάθε άτομο εκεί μέσα. Η σκηνή πήγαινε μακριά, μέσα στη υγρή νύχτα των Βρυξελλών, απλωμένοι σ΄ όλα τα δωμάτια κι εντελώς παρασυρμένοι από το ρυθμό. Παρόλο που κινιόμουν, μέσα στο μυαλό μου ρέμβαζα εντόνως, αποκομμένος σχεδόν από το περίγυρο των σωλήνών της αποχέτευσης που ξετρύπωναν μέσα από τους τοίχους. Βρισκόμαστε στη πρωτεύουσα της Ευρώπης, στο υπόγειο μιας ανατροφής που περιελάμβανε τα Γαλλικά και να που βαθιά κάτω από το πεζοδρόμιο αναβιώνουμε το ρυθμό της Ευρασίας. Στο τέλος καταλήγουμε να βαράμε τις καρέκλες και τα τραπέζια σα ταμπούρλο και τα κορίτσια να χορεύουν ανατολίτικα μαζί με τον φλωροιταλό κι έναν άλλο, Γαλλοκαναδό, σε κάποιο Αλγερινό κομμάτι Κασίντα 30 λεπτών που υμνεί τον Allah.

Όπως λικνίζονται μπροστά μου τις κοιτάω και ανάμεσα τους διακρίνω φαντάσματα ερήμων με νομαδικές φωτιές και τεντωμένα δέρματα που πάλλονται ρυθμικά. Γυναίκες με μακριά, πολύχρωμα λινά και σκεπασμένο πρόσωπο να δοξολογούν “Yallah”. Η Τρανς έχει ξεφύγει από το έδαφος, “Yallah”, οι υπόλοιπες αν και είναι πιο όμορφες δείχνουν λιγότερο εντυπωσιακές, σα να έχουν χλομιάσει από την ανατροφή, “Yallah”…Ο ρυθμός κατόπιν αλλάζει σ’ ένα αναρχικό φλαμένκο. Ο Λούκη Live και ο Βέλγος με τα γυαλάκια το κατέχουν καλύτερα το πράγμα και βαράνε παλαμάκια φλαμένκικα. Τα κορμιά κινούνται, η θηλυκότητα που οσμίζεται ξανά Ανατολή και οι ρυθμοί του Ouahran. Σε μια στιγμή που αποκόβομαι συνειδητοποιώ πως έχουμε ξεφύγει όλοι σε ρυθμό θρησκείας “YallahYallahYallah…” Αυτό κράτησε λίγο, πολύ ως τις 6 το πρωί όποτε και συνειδητοποιήσαμε ότι έξω ο ντόπιος πληθυσμός έχει αρχίσει να κυκλοφορεί στους δρόμους. Έπρεπε να φύγουμε σιγά-σιγά για το σπίτι.

(…….…..……….)

Στο σπίτι μένει και μια νευρωτική ξανθιά που η Οριάνα αρέσκεται στο να τη καλεί “Ξανθιά σκύλα”, και κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε. Δεν είχε προλάβει να πάει 10 το πρωί, έχοντας κοιμηθεί το πολύ 3 ώρες και την ακούω να βάζει τέρμα κάτι άριες που να σου πιάνεται η καρδιά και που μόνο σε πολεμικές ταινίες, στις σκηνές επιθέσεων θα περίμενες ν’ ακούσεις. Δε γινόταν αλλιώς, σηκώθηκα από το κρεβάτι και ανέβηκα στη κουζίνα όλο ευγένεια και τακτ για να της μιλήσω. “Συγγνώμη, γίνεται να χαμηλώσει λιγάκι η μουσική;” Πριν προλάβω να δω τη Ξανθιά Σκύλα να με κοιτά, άρχισε με υψωμένη τη φωνή: “Αυτό είναι το σπίτι μου και θα κάνω ότι θέλω!!!” Ο κακομοίρης ο Ρενέ, που ήταν παρών, κάτι πήγε να της πει προς ένσταση να μην φωνάζει, άλλά αυτή ήδη είχε πάρει αμπάριζα. Δε χρειάστηκε να μιλήσω, γύρισα μόνο τη πλάτη και κατέβηκα τα σκαλιά. Αυτή συνέχιζε από πίσω μου, μουρμουρίζοντας κάτι στα Γαλλικά ενώ ο Ρενέ της μιλούσε με σταθερή, ήρεμη φωνή, εξηγώντας της προφανώς κάτι. Πήγα και ξανάπεσα προσπαθώντας να ζεσταθώ δίπλα στην Οριάνα που δεν ήθελε και πολύ να τυλιχτεί πάνω μου. Ωραία λοιπόν, από τη μία είχα το απύθμενο βάθος κι από πάνω μου ολόκληρο το κόμπλεξ της Βελγικής πρωτεύουσας να μαγειρεύει μουρμουρίζοντας και πετώντας κάτι δυνατά βαφακούλο για να τ' ακούσουμε και να νομίσει πως θα με κάνει να νευριάσω. Ευτυχώς μετά από λίγο ησύχασε και κατέβηκε για να χαμηλώσει τη μουσική.

Όταν ξυπνήσαμε αργότερα για τα καλά η Οριάνα πήρε να μου διηγείται την ιστορία της σκύλας. “Έχει περάσει τα τριάντα εδώ και κάμποσο, όμως λέει ότι είναι 28. Έχει κάτι χρόνια που δουλεύει γραμματέας. Άκου, που της προάλλες μου έλεγε για το καιρό που πήγαινε ακόμη γυμνάσιο, είχε ένα ειδικό μέρος, μου είπε, όπου πήγαινε και αυνανιζότανε… και τώρα αυνανίζεται μου το δήλωσε… κάθε Παρασκευή βγαίνει βόλτα με τις φιλενάδες της, για καμάκι, άκουσον, άκουσον λέμε ότι η γυναίκα είναι εκτός…” Όση ώρα μου τα λέει αυτά ακούγεται από μέσα η Μπλοντ μπιτς να μιλάει στο τηλέφωνο, πετώντας δυνατά γέλια, επιδεικτικά, σα σε θέατρο. Περπατάει πέρα, δώθε στο σαλόνι με τόση φόρα που νομίσω πως θ’ ανοίξει ξαφνικά τη πόρτα από το δωμάτιο και θ' αρχίζει να αλωνίζει πέρα, δώθε ανάμεσα στα πεταμένα ρούχα, πάνω από τα κεφάλια μας και το ξεχαρβαλωμένο στρώμα όπου βρισκόμαστε κομματιασμένοι.

“Μα πρέπει να είναι ευαίσθητος χαρακτήρας στη πραγματικότητα, για να ζωγραφίζει τόσο…” Και πράγματι, οι πίνακες που ήταν αραδιασμένοι σ' όλο το σπίτι δείχνανε κάτι λεπτό στο χειρισμό. Οι φύσεις βέβαια ήταν εντελώς πεθαμένες και τα χρώματα είχαν γράψει τις διαθήκες τους πριν του καιρού μου, ωστόσο μου είχε κάνει εντύπωση ο Καραβάτζιο που ‘χε σε μια περίοπτη θέση. Η Οριάνα πήρε να γελάει με αυτό το παλαβό γέλιο που ώρες μ’ έκανε να θέλω να τη χαστουκίσω για να συνέλθει. “Χε, χε αυτά;” μου λέει, “Όλα είναι αντιγραφές από καρτ-ποσταλ και αφίσες που αγόραζε σε μουσεία, στο Πράδο και στη Βαρκελώνη…” (….)

Ευτυχώς μετά από κάμποση ώρα θυμάται ότι δεν έχουμε φάει τίποτα για πρωινό και φιλοτιμείται να πάει ν’ αγοράσει. Οριάνα, γλυκιά μου Οριάνα τι καλή που είσαι, δεν μ’ αφήνεις ούτε να πεινάσω, ούτε να βαρεθώ. Χθες πριν ακόμη της πω οτιδήποτε είχε ξεπετάξει δυο αβγά και ρύζι με σαλάτα και τα είχε απλώσει στο τραπέζι. Δε πρόλαβα κατόπιν ούτε το πιάτο να σηκώσω, να το βάλω στο νεροχύτη, και αυτή το είχε ήδη πλύνει. Ήξερε καλά πως να περιποιείται τον επισκέπτη. Πως να σου το πω λοιπόν Οριάνα ότι δεν μου αρέσεις και δε μπορώ ούτε να σε βλέπω, πως να σου πω ότι είσαι άσχημη και προτιμώ να πολεμήσω τις καύλες μου που μου δίνεις καθώς ξυπνάμε, με το να σ’ έχω να τρίβεσαι πάνω μου, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνω για να μη σε προσβάλω. Κι όμως παρόλα αυτά σε προτιμώ γιατί πάω πολύ αυτό που κουβαλάς μέσα στο κεφαλάκι σου. Για το ότι δεν είσαι απλά ένα μικροκαμωμένο, μαυριδερό, παλαβιάρικο μουνάκι με συμπεριφορά παρανοϊκής καμπαρετζούς του μεσοπολέμου, αλλά γιατί όταν ησυχάζεις κι αρχίζεις να μιλάς, φανερώνεις μπροστά μου μια απέραντη μάγκνα μάτερ που κάνει το μυαλό μου ν’ ανθίζει από ερεθίσματα. Κυοφορώ τις ιδέες που μου σπέρνεις και με ωθείς στα γεμάτα να φτιάξω. Σίγουρα αυτό είναι ανώτερο από τον έρωτα, όπως τον θέλεις από μένα κι εγώ δε σου το δίνω.

Η αλήθεια είναι πως ήμουνα έτοιμος να χωθώ την ώρα που είχε κολλήσει πάνω μου και βρισκόμασταν στη κατάλληλη θέση, όμως με το που γύρισε και τη κοίταξα μου έφυγε κάθε όρεξη. Ήξερα ήδη από πριν πως αν ξεκινούσαμε θα ήθελε πιο πολύ και θα μας έπαιρνε το βράδυ νηστικούς κι εγώ θα σιχαινόμουνα τον εαυτό μου.

Όση ώρα καταβροχθίζουμε τα κρουασάν με τη μαρμελάδα και το βιολογικό γάλα που είχε φέρει, έξω από το παράθυρο μαίνεται μια χιονοθύελλα πάνω από τις αμφίσημες σκεπές της rue dAmericain. Στενά παράθυρα φανερώνουν το εσωτερικό εξευγενισμένων σοφίτων και παλιούς καναπέδες. Το δωμάτιο μας είναι σαν βομβαρδισμένο. Παντού βρίσκονται ρολόγια, όλα σταματημένα σε διαφορετική ώρα. Και πράγματι ο χρόνος έχει σταματήσει αυτό το απόγευμα, μόνο το χιόνι που πέφτει δείχνει κάποια διαδικασία ροής μέχρι που να σταματήσει κι αυτό και ο αέρας να καθαρίσει τον ουρανό. Οι κουβέντες μας είναι χαλαρές, σαν φορέματα περιπάτου σε ζεστό βροχερό απόγευμα της Τοσκάνης. Συνεχίζουμε να μιλάμε, για το σύμπαν, τη σκοτεινή ύλη και την εντροπία ξαπλωμένοι νωχελικά στο κρεβάτι, αποφεύγοντας ανά διαστήματα με βασανιστικούς ελιγμούς τα υπονοούμενα για σωματική επαφή, μασάζ στη πλάτη και τα λοιπά κόλπα. Την αφήνω και μου αναλύει όλη τη κοινωνική δομή της μιζέριας που βασανίζει το Ρέτζιο ντι Καλάβρια, το πως οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Πούλια θα σβήσουν σε πενήντα χρόνια-όποτε δε θα βρίσκεις ούτε κατσίκα στις κορφές να μιλά γκρεκάνικα-καθώς και για την αμφιλογία της Εράσμιας προφοράς.

(…..)

Το απόγευμα είχαμε κουραστεί και δε μπορούσαμε να συνεχίσουμε άλλο, έτσι πήρε να λαγοκοιμάται κι εγώ βγήκα στο καθιστικό απ’ όπου είχαν ήδη φύγει οι υπόλοιποι. Αυτό το καθιστικό δε θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν μια τυπική Βελγική κάμαρα με χωριζόμενο προθάλαμο πριν το κυρίως δωμάτιο, στη μέση υπήρχε ένας μεγάλος αναπαυτικός καναπές μπροστά από το τεράστιο αψιδωτό παράθυρο που έβλεπε κατευθείαν στο αντικρινό πάρκο, στο ύψος των δέντρων.

Ανάμεσα από τα κλαδιά διακρίνονταν τα μονοπάτια και αρχαίοι τοίχοι σκεπασμένοι με βρύα. Ένα απαλό γκρίζο φως μπαίνει από το πολύχρωμο τζάμι και σκεπάζει τα έπιπλα και τα καναβάτσα της ζωγραφικής. Το δωμάτιο είναι ήσυχο, το απόγευμα έξω απαλά σκούρο, πάνω από το βόρειο Φλαμανδικό πάρκο. Τα διπλανά σπίτια έχουν άσπρα και κόκκινα τούβλα στη πρόσοψη. Σε μια γωνιά του δωματίου προσέχω ένα ηλεκτρικό πιάνο που δεν το είχα δει πρωτύτερα. Το ξεσκεπάζω και το ανοίγω. Να ‘μια λοιπόν, μέσα σ' ένα πλατύ, άδειο Βελγικό σπίτι, εκτός από την Οριάνα που χουζουρίζει, να έχω το πιάνο μπροστά μου και τη σιωπή ολόγυρα με τι νότες π’ αντηχούν ήσυχα. Ένα απαλό γκρίζο απόγευμα μπροστά από το πάρκο μέσα σ' ένα άδειο σπίτι και η μουσική του πιάνου που συμπληρώνει την ησυχία. Δεν μπορώ ν’ αφήσω τις στιγμές να περάσουν έτσι ανεπαίσθητα, προσπαθώ να τις επιμηκύνω όσο το δυνατό περισσότερο. Και πράγματι, το καταφέρνω, πάω και γυρνάω τους δείκτες των ρολογιών προς τα πίσω, παρόλο που είναι σταματημένα κι ακούρδιστα. Έτσι κι αλλιώς.

Κοιτάζω έξω από το τζάμι στο πάρκο. Ένα κοράκι κράζει στη κορφή μιας φλαμουριάς, λίγες κλίμακες πάλι, και το δωμάτιο κρατάει για μερικές ώρες, τόσο ώστε να νιώσω πως βρίσκομαι σε μια μοναδική στιγμή απόλυτου εναρμονισμένου σκηνικού όπου θα μπορούσα να στέκομαι χιλιετίες ακόμη. Μέσα στο απαλό απόγευμα, στο μεγάλο δωμάτιο αυτού του άδειου από κόσμο σπιτιού, μπροστά από το πάρκο που αφήνει το φως να περάσει ανάμεσα από τα κλαδιά.

Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να συνέλθω και να συνειδητοποιήσω ότι είχε πάρει πια να βραδιάζει. Η Οριάνα κοιμόταν κάτω από τα κουβέρτες, πάνω στο ξεχαρβαλωμένο στρώμα με τη πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μου. Το σπίτι συνέχισε να είναι σιωπηλό. Αισθανόμουν ολοκληρωμένος. Με κάποιο τρόπο ένιωθα σαν να είχα ζήσει μια εμπειρία που θα έπρεπε οπωσδήποτε να καταγράψω. Ένα σκηνικό που το έχω ξαναζήσει πολλαπλά και σε διάφορες παραλλαγές, και η μία και μοναδική καταγραφή θα κατάφερνε να το σώσει. Ο φόρος τιμής για τα σιωπηλά δωμάτια και το φως της μέρας που έφευγε σιγά-σιγά και μετά μουσικής και με άφηνε πάντοτε γεμάτο συνείδηση. Σε οποιαδήποτε ηλικία και οποιοδήποτε μέρος. Κάθισα στη άκρη του κρεβατιού και έσκυψα ελαφρά προς το μέρος των μαξιλαριών. Η Οριάνα με αντιλήφθηκε και γυρνώντας με το μισό κορμί της με κοίταξε και χαμογέλασε.

“Πρέπει να φύγω” είπα κοιτώντας την. Αυτό σαν να τη ξύπνησε λίγο. “Μα γιατί;” απάντησε σιγανά. “Μείνε μέχρι αύριο το μεσημέρι, μέχρι να φύγω. Από το αεροδρόμιο έχει κατευθείαν λεωφορείο για τον σταθμό”. “Το ξέρω, έχω κάποια πράγματα να κάνω”. Δεν ήθελα να μιλάω άλλο. Ήταν σαν να μη ταίριαζε εκείνη τη στιγμή. Η Οριάνα το κατάλαβε και δεν είπε τίποτα παραπάνω. Τεντώθηκε μόνο με τρόπο που να είναι γυρισμένη προς το μέρος μου και κοίταξε προς κάποιο σημείο πάνω από το κεφάλι μου, σαν να σκεφτότανε κάτι.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά για να με ξεπροβοδίσει, έριξα μια πολύ γρήγορα ματιά στο χολ και τα σκαλοπάτια αυτού του σπιτιού που δεν θα ξαναπήγαινα ποτέ πια ενώ άκουγα την διήγηση της για τα κλειδιά που είχαν χαθεί και τα σάλτα από το παράθυρο έξι το πρωί που κάνανε τη μπλόντ μπίτς να ωρύεται. Στάθηκα στο κατώφλι ενώ η Οριάνα στεκόταν δυο σκαλιά πιο πάνω από τη μέσα μεριά της πόρτας χαμογελώντας και φλυαρώντας για το αν πέρασα καλά. Είχα μια ηθελημένη τυπικότητα το όλο πράγμα αλλά το άφησα να συνεχίζεται. Φιληθήκαμε σαν φίλοι και κοιταχτήκαμε στα μάτια. Όσο έφευγα περίμενε να με χαιρετήσει για λίγο και μετά έκλεισε την πόρτα όταν εγώ ήδη έπαιρνα την στροφή προς την Ελληνική πρεσβεία, εκεί όπου σταματούσε το αστικό λεωφορείο.

Τη επόμενη φορά που θα ξανασυναντιόμασταν θα ήταν καλοκαίρι, στο πατρικό της στην Καλάβρια, θα περνούσα πάλι 3 μέρες χωρίς ύπνο, θα με σύστηνε στην πανέμορφη, με χρόνια κατάθλιψη, μητέρα της, στον-πρώην καθολικό ιερέα και νυν αντιπρόσωπο της θρησκείας Μπαχάι-πατέρα και στον κλασσικό φιλο-μαφιόζο παππού της. Θα ατενίζαμε τη Μεσσίνα από τα ψηλά λέγοντας μου λόγια που δεν θα ξεχάσω ποτέ, θα τη θαύμαζα για τον τρόπο που στήνεται σε μια συζήτηση για τον φονταμενταλισμό, θα με βολτάριζε στα Ελληνόφωνα χωριά των βουνών όπου παραλίγο να σκοτωθούμε, θα βολτάραμε στο passeo maritimο της πόλης με την τρομερή extreme intellectual παρέα της, θα κάναμε μπάνιο 3 το βράδυ με τα φώτα της Σικελίας απέναντι να με καίνε τα μάτια και θα καταλήγαμε τελικά συνειδητοποιημένοι εραστές κάνοντας με να τη καταλάβω ακόμα καλύτερα.

Είχα φτάσει ήδη στον Σταθμό και κατευθυνόμουν προς το τρένο που θα με γύριζε στο Ρότερνταμ.

(Στο Gare du Nord των Βρυξελλών, βράδυ Σαββάτου μια γυναίκα όχι πάνω από 30 περπατάει βιαστικά κι αλαφιασμένα στη γραμμή 12 μπροστά από την αίθουσα αναμονής. Είναι φανερά αδύνατη-ακόμη και με το ψευτοδερμάτινο παλτό που φοράει. Έχει κοντά, ξανθά μαλλιά που παίζουν νευρικά, σκεπάζοντας το χλωμό, ξεβαμμένο πρόσωπο και τη βόρεια ιδιοσυγκρασία της.

Τα ρούχα της και το στήσιμο δείχνουν εντάξει. Όλα δείχνουν εντάξει, μέχρι τη στιγμή που περνάει από μπροστά μου και την ακούω με νευρική φωνή να μιλάει μόνη της. άγρια, ψιθυριστά, λέει κάτι στο εαυτό της. Μπαίνει μέσα στην αίθουσα με του πάγκους και κάθεται φουριόζικα. Όπως μένει άπραγη για μια στιγμή, διακρίνω ανάμεσα από τα μαλλιά, τα μάτια της να με κοιτάνε. Για πρώτη φορά ίσως συνειδητοποιώ καθαρά τι σημαίνει η έκφραση που χιλιάδες φορές είχα ακούσει και διαβάσει για το “βλέμμα γεμάτο παράνοια”. Σχεδόν τρομάζω από τη ψύχρα και την οξεία ηλεκτρική ένταση που τριβολίζει.

Μετά από λίγο βγάζει με τρεμάμενα χέρια ένα πλαστικό μπολ γεμάτο σαλάτα, αγορασμένο από τη καφετέρια του σταθμού. Το ανοίγει με νευρικά χέρια και προσπαθεί να το στηρίξει όσο καλύτερα μπορεί πάνω στ’ αδύνατα γόνατα. Βγάζει ύστερα ένα πλαστικό πιρούνι και μαχαίρι μαζί μ’ ένα πλαστικό κουπάκι που έχει σάλτσα μέσα και αρχίζει να την αδειάζει πάνω στη σαλάτα. Προσπαθεί να την αδειάσει ολόκληρη, μένει όμως κάμποση κολλημένη στα πλαγιανά. Αυτό την εκνευρίζει κάπως, αρχίζει να κουνάει το κουπάκι με δύναμη πάνω από τη σαλάτα για να χυθεί. Βλέποντας ότι δε τα καταφέρνει αρπάζει γρήγορα ένα κομμάτι ντομάτα και μαζεύει τη σάλτσα που απέμεινε. Στο τέλος καταφέρνει πασαλείβεται και τ’ αφήνει όλα σκουπίζοντας γρήγορα τα δάχτυλα. Παίρνει κατόπιν το μαχαιροπίρουνο και αρχίζει με βεβιασμένη ανατροφή να κόβει τη σαλάτα σαν να είναι κομμάτι κρέας. Αυτή δεν κόβεται, ωστόσο η γυναίκα συνεχίζει να κόβει σαν να είναι μόνο έτσι ο τρόπος που μπορεί να γίνει. Συνεχίζει να κόβει για ώρες, ώσπου την ικανοποιεί τελικά το αποτέλεσμα και αρχίζει να τρώει. Παραδίπλα μου στέκεται κάποιος, αραβικής καταγωγής μάλλον, που περιμένει το τρένο να πάει σπίτι του, κάθεται και παρατηρεί με ενδιαφέρον το σκηνικό, κι εγώ κάθομαι και παρατηρώ αυτόν πως παρατηρεί.

Η όλη πράξη ίσως θα μου φαινότανε πεζή από την αρχή αν δεν υπήρχε μια λεπτομέρεια που έδινε τη πινελιά της διαφοράς. Η γυναίκα διαθέτει ευμορφία. Είναι όμορφη, με το τρόπο που θα τη έλεγε όμορφη και θα την ήθελε στη παρέα κάποια οικογένεια στο καθιστικό της Κυριακή απόγευμα. Όμως η γυναίκα είναι εντελώς παρανοϊκή και κάνει την αποδεκτή της εικόνα να φαντάζει παρωδία. Μια αποτυχία των ελπίδων που είχαν αποτεθεί στη πραγματικότητα του φαίνεσθαι και τώρα έχει τελειώσει τη σαλάτα της σκουπίζοντας το στόμα νευρικά, πρώτα με τα χέρια και κατόπιν γρήγορα, γρήγορα με το πολύχρωμο σάλι που φέρει γύρω από το λαιμό. Dementia praecox.

Ώσπου να προλάβω να τη ξανακοιτάξω, έχει βγει έξω, μπροστά στη γραμμή και κάνει πως περιμένει. Σχεδόν αμέσως έρχεται ένας με γένια και βρώμικα ρούχα και αρχίζει να της μιλάει. Της λέει κάτι πράγματα ψιθυριστά, σαν να τη φλερτάρει. Της χαμογελάει λιγούρικα και γίνεται αηδιαστικά ευχάριστος. Όπως κοιτάω τη γυναίκα που στέκεται, ακίνητη αρχικά, σα να μη δίνει σημασία, περιμένω πως όπου να’ ναι θα ξεσπάσει και θ’ αρχίζει να ξεφωνίζει πάνω στο βρομιάρη που τόλμησε να τη πειράξει. Όμως αυτή, σε μια στιγμή, γυρνάει προς το μέρος του και με ύφος Ιουλιέτας του χαμογελάει ερωτιάρικα, χαμηλώνει τα μάτια και κοκκινίζει σα σχολιοκόριτσο που το παίνεψαν. Από εκεί και πέρα αρχίζουν μια χαμηλή κουβεντούλα που διαρκεί μέχρι να έρθεί το τραίνο και να χαθούν μέσα στο πλήθος, τους ανθρώπους που κατεβαίνουν κι ανεβαίνουν βιαστικά παρασέρνοντας με τη φούρια τους το ειδύλλιο που εκτυλίχθηκε…)