21 Νοε 2006

Η Οριάνα


Κάπου στα τέλη του Φλεβάρη πήρα μια πρόσκληση από την Οριάνα. Μου έγραφε ότι σε δυο βδομάδες θα έφευγε για τα καλά από το Βέλγιο οπότε θα ήταν καλή ευκαιρία να κατέβαινα τώρα μια βόλτα προς τα εκεί, όπως έλεγε. Ετοίμασα τα πράγματα κι έφυγα με το απογευματινό τρένο. Ήμουνα στο Gare du Nord νωρίς το βράδυ. Στο σταθμό δεν με περίμενε κανείς και αυτό μ’ έκανε να τα χάνω λίγο. Οι Βρυξέλλες το βράδυ ήτανε σαν υπόγεια πόλη. Τα Κιόσκια και τα εστιατόρια στη σειρά στο χώρο αναμονής κάτω από τις γραμμές……. Η Οριάνα έφτασε μετά από λίγο φορώντας ένα καπέλο που έκανε όλα τα μάτια να πέφτουνε πάνω της.

…Στη κουζίνα βρίσκεται ήδη ο ιδιοκτήτης, ο Φρανσουά, και συζητούν με τον Σέρτζιο τα του ενοικίου. Τούτος ο Φρανσουά που, δεν ήταν πάνω από 35, τον έβλεπα έτσι που στεκότανε μπροστά μου, όρθιος με τα χαρτιά σφιχτά κρατημένα λίγο πάνω από τη κοιλιά, το φαρδύ σκελετό, το μάλλινο γιλέκο και το χρυσό δαχτυλίδι και μου θύμιζε όλο και περισσότερο τη φιγούρα του εμπόρου σε φωτογραφίες του Αυγούστου Σάντερς. Κάθομαι και τους παρατηρώ που κανονίζουν για το ενοίκιο, μιας και η Οριάνα είναι έτοιμη ήδη να φύγει και ο Σέρτζιο ψάχνει να βρει σπίτι για τους επόμενους 4 μήνες. Ο έμπορας όμως θέλει για τουλάχιστον 6 και προσπαθεί να τον αναγκάσει είτε να μείνει ολόκληρο το διάστημα είτε να βρει κάποιον άλλο για το υπόλοιπο των μηνών. Δεν χορταίνω να τον καμαρώνω αυτόν τον Φρανσουά. Νόμιζα πως τύποι σαν του λόγου εξαφανίστηκαν μεταπολεμικώς, πως τους είχαν κρεμάσει όλους για μαύρη αγορά ή ξέφυγαν στη Νότιο Αμερική. Όμως νατονα, που παζαρεύει για δυο μήνες παραπάνω φοβούμενος μη χάσει τη διορία. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Οριάνας είχε τόσα λεφτά που θ’ αρκούσαν για να πληρώσει ενοίκια περαστικών φοιτητών για τα επόμενα 50 χρόνια. Είχε και δυο γραφεία στους πύργους πριν πέσουν και προφανώς τώρα αισθανότανε ανασφαλής για το κεφάλαιο του, τόσο ανασφαλής που όση ώρα μιλάμε μπροστά του γι' αυτόν και του κάνουμε σχεδόν άγρια πλάκα αυτός δε δίνει σημασία, σα να θεωρούσε την ύπαρξη μας όχι τόσο σημαντική, μιας και εκείνη την ώρα κάνει μπίζνες, κλείνει το ενοίκιο των επόμενων 6 μηνών. Τέτοιους απίθανους τύπους δυστυχώς είχανε εκλείψει από καιρό στο χωρίο μου και δεν τους συναντούσα συχνά πια. Ένας μεγαλομπακάλης που είχαμε κάποτε και κατείχε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο μπροστά από τη πλατεία, είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια αφήνοντας ορφανό το μέρος από σπάγκους. Οι γιοι του συμπληρώσαν τη ζημιά φεύγοντας και πουλώντας τα περισσότερα κτίρια του τετραγώνου και το μόνο που έμενε να θυμίζει την ένδοξη αυτοκρατορία του ήταν μια κυρά γεροντοκόρη ανιψιά του, που έμενε κλεισμένη όλη μέρα με τη μάνα της, έχοντας ερμητικά σφραγίσει τα παντζούρια που βλέπανε στη πλατεία, ράβοντας με μνησικακία στο πίσω δωμάτιο και βάζοντας ναφθαλίνη στα τραπεζομάντιλα και τα ρούχα που σάπιζαν στα συρτάρια. Αυτή κάποτε όταν ήμουν μικρός είχε προσπαθήσει να πουλήσει στη μάνα μου ένα ναυτικό κοστουμάκι, για μένα, το οποίο πρέπει ήταν στις δόξες του τουλάχιστο 3 δεκαετίες πριν γεννηθώ, τις εποχές που ο μπακαλέμπορας έκλεινε το μαγαζί του για μεσημεριανό όταν οι άλλοι χωριάτες γύριζαν από τα καπνά για ν΄αρματιάσουν. Έτσι, καμάρωνα τον Φρανσουά που ακόμη κατείχε το παλιό αέρα του μαυραγορίτη όπου καμιά τεχνολογία και νέα τάση δε θα μπορούσε να πτοήσει. Τελικά συμφώνησαν και ο Σέρτζιο θα έρχονταν τη Δευτέρα.

Εντωμεταξύ η κουβέντα έδινε κι έπαιρνε για όλα αυτά τα ζητήματα που είχαμε αναλύσει και παλιότερα

Για ‘κείνο το βράδυ όλα ήταν κανονισμένα. Υποτίθεται ότι θα γινόταν ένα πάρτυ αποχαιρετισμού ειδικά για την Οριάνα σε κάποια μονοκατοικία από τις πολλές που πλημμύριζαν τις Βρυξέλλες που αυτό το βράδυ γυαλίζανε από τη βροχή που ‘χε πέσει νωρίτερα. Πήραμε το τραμ και κινήσαμε προς τις δυτικές συνοικίες της πόλης ανάμεσα από γειτονιές γεμάτες Μουσουλμάνους και παντοπωλεία. Μερικούς μήνες πριν σ’ αυτές τι γειτονιές είχαμε χαθεί μαζί με τον Παντελή και τον Ισπανό προσπαθώντας να βρούμε που θα κοιμηθούμε. Τώρα έδειχναν πιο φιλήσυχες και η βόλτα μου έδινε την ευκαιρία να γνωριστώ καλύτερα με τους Σέρτζιο και την Οριάνα. Και οι δυο ήταν γόνοι πλουσίων οικογενειών κι αυτό γινόταν αμέσως αντιληπτό από την ενοχή τους στις απαντήσεις που δίνανε για τη δουλειά των πατεράδων τους. Το διασκέδαζα λιγάκι. Μου φαινότανε σαν να είχα μπροστά μου τον χαρακτηριστικό τύπο της νέας επερχόμενης τάξης διανοούμενων της Ιταλικής χερσονήσου. Οι μορφωμένοι, ευκατάστατοι και αντιφρονούντες γόνοι αστικών οικογενειών που ήξεραν να διασχίζουν τα μονοπάτια της κολεκτιβιστικής αντίληψης παράλληλα με τις λεωφόρους της αναλυτικής ακαδημαϊκής γνώσης. Οι Γαλλομαθείς αναλύσεις τους κινούτανε γύρω από θέματα ανάλυσης Ευρωπαϊκού δικαίου και κοινωνιολογικής προσέγγισης φαινομένων όπως η εισροή λαθρομεταναστών στην Ενωμένη Ευρώπη και το αντίκτυπο στις Δυτικές οικονομίες, όλα χρηματοδοτούμενα από πανεπιστημιακούς οργανισμούς που συνεργαζότανε άμεσα με την κυβέρνηση των Βρυξελλών. Η συνέχεια βέβαια ήταν προβλεπόμενη. Συνέδρια και παρουσιάσεις στο Παρίσι και τη Γενεύη. Επαγγελματική αποκατάσταση και καριέρα κάπου στα μέσα σε μια δεκαετία, συμπράξεις έρευνας παρά τω πρύτανει και αντιπροσώπευση σε διεθνείς οργανισμούς που θα εύρισκαν κάποτε την λύση ή μήπως είμαι εγώ ο κακός; Όπως και να ’χε γρήγορα φτάσαμε στο πάρτι, γεμάτο Ιταλούς και Γαλλόφωνους όπως ανακάλυψα με το που διέσχισα τη πόρτα.

Φυσικά το όλο σκηνικό ήταν ένα χάος καπνού και αλκοόλ. Κύριο κλου της βραδιάς μια τρελαμένη ψηλή Ιταλίδα-που πρέπει να ήταν και η πραγματική ένοικος του σπιτιού- η οποία περιδιάβαινε χαρούμενη μ’ ένα πλακάτ της σε άπταιστα Γαλλικά που απαιτούσε την Αλβανία πλήρως ισόνομο μέλος της Ε.Ε.. Απ’ ότι είχα προσέξει επίσης το δωμάτιο της ήταν γεμάτο εκπαιδευτικό υλικό για την εκμάθηση της Αλβανικής κουλτούρας και γλώσσας με πολιτιστικές βιντεοκασέτες, μουσική και λεξικά. Μετά από καμιά ώρα κουβέντας με ρώτησε ευθέως αν τα είχαμε με την Οριάνα. Η colleague Οριάνα βέβαια τα περνούσε μια χαρά και είχε γίνει κινητή γιορτή ρίχνοντας που και που ματιές να δει αν τα περνούσα εντάξει. Βέβαια τι είχα καταβρεί. Το κρασί ήταν εξαίσιο και το είχαν φέρει από ένα γειτονικό παντοπωλείο που άνηκε σε Έλληνες και μαζί με αυτό είχε έρθει και η κόρη τους, μια μελαχρινή μετανάστρια δεύτερης γενιάς η οποία βάλθηκε αργότερα να δείξει ότι δεν είχε ξεχάσει τη μητρική γλώσσα και ακόμη κρατούσαν τις παραδόσεις που είχαν φέρει οι γονείς της από κάποιο χωριό της Δυτικής Μακεδονίας.

(…………….)

Ευτυχώς μετά το πάρτι αποχαιρετισμού του συναρπαστικού κόσμου των φοιτητών πήγαμε όλοι μαζί, σαν κοπάδι, στο σπίτι κάποιας που τη λέγανε Τρανς, Τη λέγανε Τρανς γιατί ήτανε Τρανς και το σπίτι της ήταν Τρανς. Ένα υπόγειο όπου οι τοίχοι ήταν σκέτα τούβλα μπογιατισμένα, ενώ παντού ήταν κολλημένες σελίδες από περιοδικά με Γαλλικά μοντέλα, τη θεά Κάλι και πινακίδες σήμανσης για τους τυφλούς. Όταν κατεβήκαμε τους βρήκαμε μαζεμένους σε χειμερία νάρκη, μ’ ένα πυκνό σύννεφο να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας. Αναγκαστήκαμε να ανοίξουμε τα παράθυρα για να διώξουμε το καπνό και να τους κατεβάσουμε από το ταβάνι. Οι περισσότεροι ήταν ήδη κουρασμένοι κι νιώθανε άβολα έτσι, μαζί με κάνα δυο σικέ που ήταν ήδη εκεί, έφυγαν από νωρίς μένοντας μόνο όσοι ήμασταν διατεθειμένοι για το πρωινό τραμ. Μέχρι να κατακάτσουμε και να δούμε ποιοι ήμασταν η Τρανς είχε σηκωθεί ήδη σοβαρή, έβαζε μουσική-κάτι άγνωστα μυστήρια κάντρι και Μαροκινά τραγούδια της ερήμου-κι άρχισε να χορεύει. Χόρευε μπροστά μας λες και δεν ήμασταν εκεί, όλο πάθος και κίνηση. Όμως πάλι μπορεί και να χόρευε γιατί ήμασταν εκεί. Τη Τρανς δε μπορούσες να τη πεις όμορφη. Τη κοιτάω μπροστά μου έτσι που χορεύει, κοντοκομμένη και γεμάτη, με αυτιά κάπως πεταχτά κι ελαφρύ αλληθωρισμό, μοιάζει με άσχημη ανατολίτισσα. Όμως έχει κουλ χαρακτήρα και μ’ αυτό και μόνο ελκύει, πραγματώνεται από μόνη της, χωρίς ομορφιές. Ένας άλλος που έβοσκε εκεί ήταν ο Μανουέλ, με γονείς Χιλιανούς. Στην αρχή δεν το πρόσεξα καλά και νόμισα πως ήταν κοπέλα, με τη ράστα, τις φακίδες κι έτσι αδύναμος που ήταν, σαν τον Λούκη Live. Μαζί του κι ένας άλλος Βέλγος καλαναθρεμένος, που όπως τον έκοψα πρέπει να ήταν ο γκόμενος της Τρανς. Η αλήθεια βέβαια είναι πως όλοι εκεί μέσα είναι καλαναθρεμένοι. Οι ραγκατσίνες από τη Πούλια, η τσιφλάδα Οριάνα, ο φλωροΦάμπιο και οι κουλ ένοικοι του σπιτιού. Όλοι έχουν σηκωθεί και χορεύουν, διάφορα stone rock, Marley και Μαροκινά. Ήμουνα πολύ κουρασμένος γι’ οτιδήποτε έχοντας κλείσει 45 ώρες αϋπνίας αλλά η Dub φάση άξιζε για λίγο χορό, εναλλάξ με κάθε άτομο εκεί μέσα. Η σκηνή πήγαινε μακριά, μέσα στη υγρή νύχτα των Βρυξελλών, απλωμένοι σ΄ όλα τα δωμάτια κι εντελώς παρασυρμένοι από το ρυθμό. Παρόλο που κινιόμουν, μέσα στο μυαλό μου ρέμβαζα εντόνως, αποκομμένος σχεδόν από το περίγυρο των σωλήνών της αποχέτευσης που ξετρύπωναν μέσα από τους τοίχους. Βρισκόμαστε στη πρωτεύουσα της Ευρώπης, στο υπόγειο μιας ανατροφής που περιελάμβανε τα Γαλλικά και να που βαθιά κάτω από το πεζοδρόμιο αναβιώνουμε το ρυθμό της Ευρασίας. Στο τέλος καταλήγουμε να βαράμε τις καρέκλες και τα τραπέζια σα ταμπούρλο και τα κορίτσια να χορεύουν ανατολίτικα μαζί με τον φλωροιταλό κι έναν άλλο, Γαλλοκαναδό, σε κάποιο Αλγερινό κομμάτι Κασίντα 30 λεπτών που υμνεί τον Allah.

Όπως λικνίζονται μπροστά μου τις κοιτάω και ανάμεσα τους διακρίνω φαντάσματα ερήμων με νομαδικές φωτιές και τεντωμένα δέρματα που πάλλονται ρυθμικά. Γυναίκες με μακριά, πολύχρωμα λινά και σκεπασμένο πρόσωπο να δοξολογούν “Yallah”. Η Τρανς έχει ξεφύγει από το έδαφος, “Yallah”, οι υπόλοιπες αν και είναι πιο όμορφες δείχνουν λιγότερο εντυπωσιακές, σα να έχουν χλομιάσει από την ανατροφή, “Yallah”…Ο ρυθμός κατόπιν αλλάζει σ’ ένα αναρχικό φλαμένκο. Ο Λούκη Live και ο Βέλγος με τα γυαλάκια το κατέχουν καλύτερα το πράγμα και βαράνε παλαμάκια φλαμένκικα. Τα κορμιά κινούνται, η θηλυκότητα που οσμίζεται ξανά Ανατολή και οι ρυθμοί του Ouahran. Σε μια στιγμή που αποκόβομαι συνειδητοποιώ πως έχουμε ξεφύγει όλοι σε ρυθμό θρησκείας “YallahYallahYallah…” Αυτό κράτησε λίγο, πολύ ως τις 6 το πρωί όποτε και συνειδητοποιήσαμε ότι έξω ο ντόπιος πληθυσμός έχει αρχίσει να κυκλοφορεί στους δρόμους. Έπρεπε να φύγουμε σιγά-σιγά για το σπίτι.

(…….…..……….)

Στο σπίτι μένει και μια νευρωτική ξανθιά που η Οριάνα αρέσκεται στο να τη καλεί “Ξανθιά σκύλα”, και κατάλαβα αμέσως τι εννοούσε. Δεν είχε προλάβει να πάει 10 το πρωί, έχοντας κοιμηθεί το πολύ 3 ώρες και την ακούω να βάζει τέρμα κάτι άριες που να σου πιάνεται η καρδιά και που μόνο σε πολεμικές ταινίες, στις σκηνές επιθέσεων θα περίμενες ν’ ακούσεις. Δε γινόταν αλλιώς, σηκώθηκα από το κρεβάτι και ανέβηκα στη κουζίνα όλο ευγένεια και τακτ για να της μιλήσω. “Συγγνώμη, γίνεται να χαμηλώσει λιγάκι η μουσική;” Πριν προλάβω να δω τη Ξανθιά Σκύλα να με κοιτά, άρχισε με υψωμένη τη φωνή: “Αυτό είναι το σπίτι μου και θα κάνω ότι θέλω!!!” Ο κακομοίρης ο Ρενέ, που ήταν παρών, κάτι πήγε να της πει προς ένσταση να μην φωνάζει, άλλά αυτή ήδη είχε πάρει αμπάριζα. Δε χρειάστηκε να μιλήσω, γύρισα μόνο τη πλάτη και κατέβηκα τα σκαλιά. Αυτή συνέχιζε από πίσω μου, μουρμουρίζοντας κάτι στα Γαλλικά ενώ ο Ρενέ της μιλούσε με σταθερή, ήρεμη φωνή, εξηγώντας της προφανώς κάτι. Πήγα και ξανάπεσα προσπαθώντας να ζεσταθώ δίπλα στην Οριάνα που δεν ήθελε και πολύ να τυλιχτεί πάνω μου. Ωραία λοιπόν, από τη μία είχα το απύθμενο βάθος κι από πάνω μου ολόκληρο το κόμπλεξ της Βελγικής πρωτεύουσας να μαγειρεύει μουρμουρίζοντας και πετώντας κάτι δυνατά βαφακούλο για να τ' ακούσουμε και να νομίσει πως θα με κάνει να νευριάσω. Ευτυχώς μετά από λίγο ησύχασε και κατέβηκε για να χαμηλώσει τη μουσική.

Όταν ξυπνήσαμε αργότερα για τα καλά η Οριάνα πήρε να μου διηγείται την ιστορία της σκύλας. “Έχει περάσει τα τριάντα εδώ και κάμποσο, όμως λέει ότι είναι 28. Έχει κάτι χρόνια που δουλεύει γραμματέας. Άκου, που της προάλλες μου έλεγε για το καιρό που πήγαινε ακόμη γυμνάσιο, είχε ένα ειδικό μέρος, μου είπε, όπου πήγαινε και αυνανιζότανε… και τώρα αυνανίζεται μου το δήλωσε… κάθε Παρασκευή βγαίνει βόλτα με τις φιλενάδες της, για καμάκι, άκουσον, άκουσον λέμε ότι η γυναίκα είναι εκτός…” Όση ώρα μου τα λέει αυτά ακούγεται από μέσα η Μπλοντ μπιτς να μιλάει στο τηλέφωνο, πετώντας δυνατά γέλια, επιδεικτικά, σα σε θέατρο. Περπατάει πέρα, δώθε στο σαλόνι με τόση φόρα που νομίσω πως θ’ ανοίξει ξαφνικά τη πόρτα από το δωμάτιο και θ' αρχίζει να αλωνίζει πέρα, δώθε ανάμεσα στα πεταμένα ρούχα, πάνω από τα κεφάλια μας και το ξεχαρβαλωμένο στρώμα όπου βρισκόμαστε κομματιασμένοι.

“Μα πρέπει να είναι ευαίσθητος χαρακτήρας στη πραγματικότητα, για να ζωγραφίζει τόσο…” Και πράγματι, οι πίνακες που ήταν αραδιασμένοι σ' όλο το σπίτι δείχνανε κάτι λεπτό στο χειρισμό. Οι φύσεις βέβαια ήταν εντελώς πεθαμένες και τα χρώματα είχαν γράψει τις διαθήκες τους πριν του καιρού μου, ωστόσο μου είχε κάνει εντύπωση ο Καραβάτζιο που ‘χε σε μια περίοπτη θέση. Η Οριάνα πήρε να γελάει με αυτό το παλαβό γέλιο που ώρες μ’ έκανε να θέλω να τη χαστουκίσω για να συνέλθει. “Χε, χε αυτά;” μου λέει, “Όλα είναι αντιγραφές από καρτ-ποσταλ και αφίσες που αγόραζε σε μουσεία, στο Πράδο και στη Βαρκελώνη…” (….)

Ευτυχώς μετά από κάμποση ώρα θυμάται ότι δεν έχουμε φάει τίποτα για πρωινό και φιλοτιμείται να πάει ν’ αγοράσει. Οριάνα, γλυκιά μου Οριάνα τι καλή που είσαι, δεν μ’ αφήνεις ούτε να πεινάσω, ούτε να βαρεθώ. Χθες πριν ακόμη της πω οτιδήποτε είχε ξεπετάξει δυο αβγά και ρύζι με σαλάτα και τα είχε απλώσει στο τραπέζι. Δε πρόλαβα κατόπιν ούτε το πιάτο να σηκώσω, να το βάλω στο νεροχύτη, και αυτή το είχε ήδη πλύνει. Ήξερε καλά πως να περιποιείται τον επισκέπτη. Πως να σου το πω λοιπόν Οριάνα ότι δεν μου αρέσεις και δε μπορώ ούτε να σε βλέπω, πως να σου πω ότι είσαι άσχημη και προτιμώ να πολεμήσω τις καύλες μου που μου δίνεις καθώς ξυπνάμε, με το να σ’ έχω να τρίβεσαι πάνω μου, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνω για να μη σε προσβάλω. Κι όμως παρόλα αυτά σε προτιμώ γιατί πάω πολύ αυτό που κουβαλάς μέσα στο κεφαλάκι σου. Για το ότι δεν είσαι απλά ένα μικροκαμωμένο, μαυριδερό, παλαβιάρικο μουνάκι με συμπεριφορά παρανοϊκής καμπαρετζούς του μεσοπολέμου, αλλά γιατί όταν ησυχάζεις κι αρχίζεις να μιλάς, φανερώνεις μπροστά μου μια απέραντη μάγκνα μάτερ που κάνει το μυαλό μου ν’ ανθίζει από ερεθίσματα. Κυοφορώ τις ιδέες που μου σπέρνεις και με ωθείς στα γεμάτα να φτιάξω. Σίγουρα αυτό είναι ανώτερο από τον έρωτα, όπως τον θέλεις από μένα κι εγώ δε σου το δίνω.

Η αλήθεια είναι πως ήμουνα έτοιμος να χωθώ την ώρα που είχε κολλήσει πάνω μου και βρισκόμασταν στη κατάλληλη θέση, όμως με το που γύρισε και τη κοίταξα μου έφυγε κάθε όρεξη. Ήξερα ήδη από πριν πως αν ξεκινούσαμε θα ήθελε πιο πολύ και θα μας έπαιρνε το βράδυ νηστικούς κι εγώ θα σιχαινόμουνα τον εαυτό μου.

Όση ώρα καταβροχθίζουμε τα κρουασάν με τη μαρμελάδα και το βιολογικό γάλα που είχε φέρει, έξω από το παράθυρο μαίνεται μια χιονοθύελλα πάνω από τις αμφίσημες σκεπές της rue dAmericain. Στενά παράθυρα φανερώνουν το εσωτερικό εξευγενισμένων σοφίτων και παλιούς καναπέδες. Το δωμάτιο μας είναι σαν βομβαρδισμένο. Παντού βρίσκονται ρολόγια, όλα σταματημένα σε διαφορετική ώρα. Και πράγματι ο χρόνος έχει σταματήσει αυτό το απόγευμα, μόνο το χιόνι που πέφτει δείχνει κάποια διαδικασία ροής μέχρι που να σταματήσει κι αυτό και ο αέρας να καθαρίσει τον ουρανό. Οι κουβέντες μας είναι χαλαρές, σαν φορέματα περιπάτου σε ζεστό βροχερό απόγευμα της Τοσκάνης. Συνεχίζουμε να μιλάμε, για το σύμπαν, τη σκοτεινή ύλη και την εντροπία ξαπλωμένοι νωχελικά στο κρεβάτι, αποφεύγοντας ανά διαστήματα με βασανιστικούς ελιγμούς τα υπονοούμενα για σωματική επαφή, μασάζ στη πλάτη και τα λοιπά κόλπα. Την αφήνω και μου αναλύει όλη τη κοινωνική δομή της μιζέριας που βασανίζει το Ρέτζιο ντι Καλάβρια, το πως οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Πούλια θα σβήσουν σε πενήντα χρόνια-όποτε δε θα βρίσκεις ούτε κατσίκα στις κορφές να μιλά γκρεκάνικα-καθώς και για την αμφιλογία της Εράσμιας προφοράς.

(…..)

Το απόγευμα είχαμε κουραστεί και δε μπορούσαμε να συνεχίσουμε άλλο, έτσι πήρε να λαγοκοιμάται κι εγώ βγήκα στο καθιστικό απ’ όπου είχαν ήδη φύγει οι υπόλοιποι. Αυτό το καθιστικό δε θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν μια τυπική Βελγική κάμαρα με χωριζόμενο προθάλαμο πριν το κυρίως δωμάτιο, στη μέση υπήρχε ένας μεγάλος αναπαυτικός καναπές μπροστά από το τεράστιο αψιδωτό παράθυρο που έβλεπε κατευθείαν στο αντικρινό πάρκο, στο ύψος των δέντρων.

Ανάμεσα από τα κλαδιά διακρίνονταν τα μονοπάτια και αρχαίοι τοίχοι σκεπασμένοι με βρύα. Ένα απαλό γκρίζο φως μπαίνει από το πολύχρωμο τζάμι και σκεπάζει τα έπιπλα και τα καναβάτσα της ζωγραφικής. Το δωμάτιο είναι ήσυχο, το απόγευμα έξω απαλά σκούρο, πάνω από το βόρειο Φλαμανδικό πάρκο. Τα διπλανά σπίτια έχουν άσπρα και κόκκινα τούβλα στη πρόσοψη. Σε μια γωνιά του δωματίου προσέχω ένα ηλεκτρικό πιάνο που δεν το είχα δει πρωτύτερα. Το ξεσκεπάζω και το ανοίγω. Να ‘μια λοιπόν, μέσα σ' ένα πλατύ, άδειο Βελγικό σπίτι, εκτός από την Οριάνα που χουζουρίζει, να έχω το πιάνο μπροστά μου και τη σιωπή ολόγυρα με τι νότες π’ αντηχούν ήσυχα. Ένα απαλό γκρίζο απόγευμα μπροστά από το πάρκο μέσα σ' ένα άδειο σπίτι και η μουσική του πιάνου που συμπληρώνει την ησυχία. Δεν μπορώ ν’ αφήσω τις στιγμές να περάσουν έτσι ανεπαίσθητα, προσπαθώ να τις επιμηκύνω όσο το δυνατό περισσότερο. Και πράγματι, το καταφέρνω, πάω και γυρνάω τους δείκτες των ρολογιών προς τα πίσω, παρόλο που είναι σταματημένα κι ακούρδιστα. Έτσι κι αλλιώς.

Κοιτάζω έξω από το τζάμι στο πάρκο. Ένα κοράκι κράζει στη κορφή μιας φλαμουριάς, λίγες κλίμακες πάλι, και το δωμάτιο κρατάει για μερικές ώρες, τόσο ώστε να νιώσω πως βρίσκομαι σε μια μοναδική στιγμή απόλυτου εναρμονισμένου σκηνικού όπου θα μπορούσα να στέκομαι χιλιετίες ακόμη. Μέσα στο απαλό απόγευμα, στο μεγάλο δωμάτιο αυτού του άδειου από κόσμο σπιτιού, μπροστά από το πάρκο που αφήνει το φως να περάσει ανάμεσα από τα κλαδιά.

Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να συνέλθω και να συνειδητοποιήσω ότι είχε πάρει πια να βραδιάζει. Η Οριάνα κοιμόταν κάτω από τα κουβέρτες, πάνω στο ξεχαρβαλωμένο στρώμα με τη πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μου. Το σπίτι συνέχισε να είναι σιωπηλό. Αισθανόμουν ολοκληρωμένος. Με κάποιο τρόπο ένιωθα σαν να είχα ζήσει μια εμπειρία που θα έπρεπε οπωσδήποτε να καταγράψω. Ένα σκηνικό που το έχω ξαναζήσει πολλαπλά και σε διάφορες παραλλαγές, και η μία και μοναδική καταγραφή θα κατάφερνε να το σώσει. Ο φόρος τιμής για τα σιωπηλά δωμάτια και το φως της μέρας που έφευγε σιγά-σιγά και μετά μουσικής και με άφηνε πάντοτε γεμάτο συνείδηση. Σε οποιαδήποτε ηλικία και οποιοδήποτε μέρος. Κάθισα στη άκρη του κρεβατιού και έσκυψα ελαφρά προς το μέρος των μαξιλαριών. Η Οριάνα με αντιλήφθηκε και γυρνώντας με το μισό κορμί της με κοίταξε και χαμογέλασε.

“Πρέπει να φύγω” είπα κοιτώντας την. Αυτό σαν να τη ξύπνησε λίγο. “Μα γιατί;” απάντησε σιγανά. “Μείνε μέχρι αύριο το μεσημέρι, μέχρι να φύγω. Από το αεροδρόμιο έχει κατευθείαν λεωφορείο για τον σταθμό”. “Το ξέρω, έχω κάποια πράγματα να κάνω”. Δεν ήθελα να μιλάω άλλο. Ήταν σαν να μη ταίριαζε εκείνη τη στιγμή. Η Οριάνα το κατάλαβε και δεν είπε τίποτα παραπάνω. Τεντώθηκε μόνο με τρόπο που να είναι γυρισμένη προς το μέρος μου και κοίταξε προς κάποιο σημείο πάνω από το κεφάλι μου, σαν να σκεφτότανε κάτι.

Κατεβαίνοντας τα σκαλιά για να με ξεπροβοδίσει, έριξα μια πολύ γρήγορα ματιά στο χολ και τα σκαλοπάτια αυτού του σπιτιού που δεν θα ξαναπήγαινα ποτέ πια ενώ άκουγα την διήγηση της για τα κλειδιά που είχαν χαθεί και τα σάλτα από το παράθυρο έξι το πρωί που κάνανε τη μπλόντ μπίτς να ωρύεται. Στάθηκα στο κατώφλι ενώ η Οριάνα στεκόταν δυο σκαλιά πιο πάνω από τη μέσα μεριά της πόρτας χαμογελώντας και φλυαρώντας για το αν πέρασα καλά. Είχα μια ηθελημένη τυπικότητα το όλο πράγμα αλλά το άφησα να συνεχίζεται. Φιληθήκαμε σαν φίλοι και κοιταχτήκαμε στα μάτια. Όσο έφευγα περίμενε να με χαιρετήσει για λίγο και μετά έκλεισε την πόρτα όταν εγώ ήδη έπαιρνα την στροφή προς την Ελληνική πρεσβεία, εκεί όπου σταματούσε το αστικό λεωφορείο.

Τη επόμενη φορά που θα ξανασυναντιόμασταν θα ήταν καλοκαίρι, στο πατρικό της στην Καλάβρια, θα περνούσα πάλι 3 μέρες χωρίς ύπνο, θα με σύστηνε στην πανέμορφη, με χρόνια κατάθλιψη, μητέρα της, στον-πρώην καθολικό ιερέα και νυν αντιπρόσωπο της θρησκείας Μπαχάι-πατέρα και στον κλασσικό φιλο-μαφιόζο παππού της. Θα ατενίζαμε τη Μεσσίνα από τα ψηλά λέγοντας μου λόγια που δεν θα ξεχάσω ποτέ, θα τη θαύμαζα για τον τρόπο που στήνεται σε μια συζήτηση για τον φονταμενταλισμό, θα με βολτάριζε στα Ελληνόφωνα χωριά των βουνών όπου παραλίγο να σκοτωθούμε, θα βολτάραμε στο passeo maritimο της πόλης με την τρομερή extreme intellectual παρέα της, θα κάναμε μπάνιο 3 το βράδυ με τα φώτα της Σικελίας απέναντι να με καίνε τα μάτια και θα καταλήγαμε τελικά συνειδητοποιημένοι εραστές κάνοντας με να τη καταλάβω ακόμα καλύτερα.

Είχα φτάσει ήδη στον Σταθμό και κατευθυνόμουν προς το τρένο που θα με γύριζε στο Ρότερνταμ.

(Στο Gare du Nord των Βρυξελλών, βράδυ Σαββάτου μια γυναίκα όχι πάνω από 30 περπατάει βιαστικά κι αλαφιασμένα στη γραμμή 12 μπροστά από την αίθουσα αναμονής. Είναι φανερά αδύνατη-ακόμη και με το ψευτοδερμάτινο παλτό που φοράει. Έχει κοντά, ξανθά μαλλιά που παίζουν νευρικά, σκεπάζοντας το χλωμό, ξεβαμμένο πρόσωπο και τη βόρεια ιδιοσυγκρασία της.

Τα ρούχα της και το στήσιμο δείχνουν εντάξει. Όλα δείχνουν εντάξει, μέχρι τη στιγμή που περνάει από μπροστά μου και την ακούω με νευρική φωνή να μιλάει μόνη της. άγρια, ψιθυριστά, λέει κάτι στο εαυτό της. Μπαίνει μέσα στην αίθουσα με του πάγκους και κάθεται φουριόζικα. Όπως μένει άπραγη για μια στιγμή, διακρίνω ανάμεσα από τα μαλλιά, τα μάτια της να με κοιτάνε. Για πρώτη φορά ίσως συνειδητοποιώ καθαρά τι σημαίνει η έκφραση που χιλιάδες φορές είχα ακούσει και διαβάσει για το “βλέμμα γεμάτο παράνοια”. Σχεδόν τρομάζω από τη ψύχρα και την οξεία ηλεκτρική ένταση που τριβολίζει.

Μετά από λίγο βγάζει με τρεμάμενα χέρια ένα πλαστικό μπολ γεμάτο σαλάτα, αγορασμένο από τη καφετέρια του σταθμού. Το ανοίγει με νευρικά χέρια και προσπαθεί να το στηρίξει όσο καλύτερα μπορεί πάνω στ’ αδύνατα γόνατα. Βγάζει ύστερα ένα πλαστικό πιρούνι και μαχαίρι μαζί μ’ ένα πλαστικό κουπάκι που έχει σάλτσα μέσα και αρχίζει να την αδειάζει πάνω στη σαλάτα. Προσπαθεί να την αδειάσει ολόκληρη, μένει όμως κάμποση κολλημένη στα πλαγιανά. Αυτό την εκνευρίζει κάπως, αρχίζει να κουνάει το κουπάκι με δύναμη πάνω από τη σαλάτα για να χυθεί. Βλέποντας ότι δε τα καταφέρνει αρπάζει γρήγορα ένα κομμάτι ντομάτα και μαζεύει τη σάλτσα που απέμεινε. Στο τέλος καταφέρνει πασαλείβεται και τ’ αφήνει όλα σκουπίζοντας γρήγορα τα δάχτυλα. Παίρνει κατόπιν το μαχαιροπίρουνο και αρχίζει με βεβιασμένη ανατροφή να κόβει τη σαλάτα σαν να είναι κομμάτι κρέας. Αυτή δεν κόβεται, ωστόσο η γυναίκα συνεχίζει να κόβει σαν να είναι μόνο έτσι ο τρόπος που μπορεί να γίνει. Συνεχίζει να κόβει για ώρες, ώσπου την ικανοποιεί τελικά το αποτέλεσμα και αρχίζει να τρώει. Παραδίπλα μου στέκεται κάποιος, αραβικής καταγωγής μάλλον, που περιμένει το τρένο να πάει σπίτι του, κάθεται και παρατηρεί με ενδιαφέρον το σκηνικό, κι εγώ κάθομαι και παρατηρώ αυτόν πως παρατηρεί.

Η όλη πράξη ίσως θα μου φαινότανε πεζή από την αρχή αν δεν υπήρχε μια λεπτομέρεια που έδινε τη πινελιά της διαφοράς. Η γυναίκα διαθέτει ευμορφία. Είναι όμορφη, με το τρόπο που θα τη έλεγε όμορφη και θα την ήθελε στη παρέα κάποια οικογένεια στο καθιστικό της Κυριακή απόγευμα. Όμως η γυναίκα είναι εντελώς παρανοϊκή και κάνει την αποδεκτή της εικόνα να φαντάζει παρωδία. Μια αποτυχία των ελπίδων που είχαν αποτεθεί στη πραγματικότητα του φαίνεσθαι και τώρα έχει τελειώσει τη σαλάτα της σκουπίζοντας το στόμα νευρικά, πρώτα με τα χέρια και κατόπιν γρήγορα, γρήγορα με το πολύχρωμο σάλι που φέρει γύρω από το λαιμό. Dementia praecox.

Ώσπου να προλάβω να τη ξανακοιτάξω, έχει βγει έξω, μπροστά στη γραμμή και κάνει πως περιμένει. Σχεδόν αμέσως έρχεται ένας με γένια και βρώμικα ρούχα και αρχίζει να της μιλάει. Της λέει κάτι πράγματα ψιθυριστά, σαν να τη φλερτάρει. Της χαμογελάει λιγούρικα και γίνεται αηδιαστικά ευχάριστος. Όπως κοιτάω τη γυναίκα που στέκεται, ακίνητη αρχικά, σα να μη δίνει σημασία, περιμένω πως όπου να’ ναι θα ξεσπάσει και θ’ αρχίζει να ξεφωνίζει πάνω στο βρομιάρη που τόλμησε να τη πειράξει. Όμως αυτή, σε μια στιγμή, γυρνάει προς το μέρος του και με ύφος Ιουλιέτας του χαμογελάει ερωτιάρικα, χαμηλώνει τα μάτια και κοκκινίζει σα σχολιοκόριτσο που το παίνεψαν. Από εκεί και πέρα αρχίζουν μια χαμηλή κουβεντούλα που διαρκεί μέχρι να έρθεί το τραίνο και να χαθούν μέσα στο πλήθος, τους ανθρώπους που κατεβαίνουν κι ανεβαίνουν βιαστικά παρασέρνοντας με τη φούρια τους το ειδύλλιο που εκτυλίχθηκε…)