21 Νοε 2006

Στριαατ


“Στριαατ Μαγκαζιιινν!! Φαν Ροτερντααμ!!”, “Νιεε!!”.
Έξω από το σταθμό βρίσκεται σχεδόν κάθε απόγευμα μια κακομοίρα, από το στρατό των κακομοίρηδων που επιστράτευσε ένα περιοδικό για να πουλάει τα τεύχη του. Είναι ένα περιοδικό τύπου “Δρομολόγιο” Δεν ξέρω ποιο ανώτερο στέλεχος είχε αυτή την ιδέα ως αποτελεσματικότερο τρόπο πώλησης, σίγουρα όμως δεν είχε υπολογίσει καλά το πως θα ήταν στη πράξη. Ένα σωρό πεινασμένοι και άστεγοι είχαν μαζευτεί ευελπιστώντας στο ποσοστό που θα παίρνανε από τις πωλήσεις του περιοδικού, οι περισσότεροι από αυτούς ήταν συνήθως μικροκαμωμένοι, μελαψοί από τις αποικίες που στα αρχεία του δημαρχείου και της αστυνομίας καταγράφονταν ως ημιαπασχολούμενοι. Άλλους, παρόμοιους πωλητές που είχα δει σε διάφορα σημεία της πόλης ήτανε: Έναν τεράστιο ογκώδη μαύρο που στέκονταν πάντοτε ακούνητος, αμίλητος με το περιοδικό στο στήθος, σαν να κρατάει θαυματουργή εικόνα, έναν Ισπανό αλάνι που μαζί με το περιοδικό είχε στήσει δίπλα του και πάγκο πρόχειρο, με χαϊμαλιά και δαχτυλίδια-να βγάλει και κάτι έξτρα-και τέλος έναν ψηλέα Ολλανδό, τρελιάρη που φορούσε συνέχεια ένα σκούφο τζόκερ με κουδουνάκια κι έριχνε που και που καμιά γυροβολιά για να ξεμουδιάσει από το κρύο.
“Στριααατ”, ”Νιεεε”. Αυτή η γυναίκα ήταν η μοναδική απ’ όλους που διαλαλούσε το εμπόρευμα. Ωστόσο δεν είχε και πολύ επιτυχία με αυτό. Τραβούσε πολύ το “ααα” και το “ιεεε” όταν φώναζε κι από μακριά ακουγότανε σαν γατί που το δέρνανε ενώ από τη άλλη ο τρόπος που ανοιγόκλεινε το μισοφαφούτικο στόμα της μάλλον δεν τράβαγε τη πελατεία. Μου αρέσανε πολύ αυτοί οι άνθρωποι γιατί δείχνανε τη κυρίαρχη φθορά, την ανίκητη εντροπία σε όλο της το μεγαλείο. Οι κοκόνες περνούσαν από δίπλα μου τακ, τουκ με τις τακούνες, τα αρώματα, προέλαυναν με ύφος δέκα μαρκησίων και με το που σκάγανε μούρη έξω στο δρόμο: ”Νιεεεε!!!” πέφτανε πάνω στο περιοδικό και ξινίζανε τα μούτρα.
Στο σταθμό μαζεύονταν κάθε μέρα όλη η αφρόκρεμα. Κάμποσες φορές που έτυχε να περιμένω εκεί, μου την πέφτανε αμέσως για λεφτά, ποδήλατο ή χόρτο. Θυμάμαι έναν άραβα πιτσιρικά με μασέλα-που όταν μιλούσε η μασέλα του κουνιότανε ξέχωρα από το στόμα και μ’ έκανε να ξερνάω-ο οποίος μου είχε πιάσει από ώρα ψιλή κουβέντα και ήταν έτοιμος να βρει ότι του ζητούσα, κόκες, γυναίκες, ποδήλατο. Εγώ μαζοχιστικά δε ξεκολλούσα γιατί ήθελα να απολαύσω να δω τι έχει να πει. Έστριψε κι έγινε άφαντος στο λεπτό μόνο σαν φάνηκε αστυνομία να πηγαινοέρχεται. Όμως απ’ όλους αυτή που έδινε συνέχεια το παρών, ακλόνητη στη θέση της, ήταν η “Στριαατ”. Μια μέρα την είχα δει από μακριά που στέκονταν στη πόρτα και πέρασα από δίπλα της, κοντύτερα από ότι άλλες φορές για να τη δω καλύτερα-είχε όπως πάντα, το ίδιο άπλυτο μπουφάν και τα φθηνά κίτρινα κοκαλάκια, που μάζευε μ’ αυτά το μαλλί της, πλοκάρι και ξεβαμμένο. “Στριααατ!!” Τη στιγμή που ήμουνα ένα μόλις ένα βήμα μακριά της, όπως τη κοιτούσα καλύτερα στο πρόσωπο, πρόσεξα πως είχε κάτι που φαινότανε γνώριμο αλλά δε μπορούσα να καταλάβω τι. Μόνο σαν προχώρησα λίγο και σταμάτησα να τη κοιτάω κατάλαβα τι ήταν αυτό στην όψη της, το οποίο με ενοχλούσε. Είχε ακριβώς τα ίδια μάτια με τη Θάλεια.
Τα φέρνει καμιά φορά έτσι το πράγμα που φτάνει ένα απλοϊκό γεγονός για να λειτουργήσει σαν το σύμβολο που δημιουργεί άμεσες ψυχικές εκκενώσεις. Εκεί, στη μέση του πουθενά σταμάτησα. Λες και είχα θυμηθεί ξαφνικά κάποια συνταρακτική λεπτομέρεια, ένα κατοικίδιο, ας πούμε, κλειδωμένο στο σπίτι τις διακοπές, ή ένα γκάζι ανοιχτό από κάποιον που φεύγει σε ταξίδι 80 ημερών. Μου κόπηκε το χαμόγελο. Σταμάτησε να κινείται ο κόσμος.
Όταν με κοιτούσε παλιά η Θάλεια στα μάτια δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο σε αυτή. Γινότανε ολόκληρη ένα ζευγάρι τεράστιοι οφθαλμοί που απλά περιβάλλονταν από τα ίσα καστανά μαλλιά που πέφτανε στους ώμους και στηρίζονταν πάνω στο λεπτό της βυζαντινό πρόσωπο. Ήταν μάτια που δεν μπορούσες να καταλάβεις αν σε κοιτούσανε λυπημένα κι ανήμπορα ή την επόμενη στιγμή θα βγάλουν ένα μαχαίρι χαράζοντας σε-συνεχίζοντας να σε κοιτάνε το ίδιο απλανή. Τα μάτια της Στριαατ δεν ήταν ακριβώς τα μάτια της Θάλειας, ήταν μάλλον μια παρωδία των ματιών που ήξερα. Όμως πάλι, ήταν ίδια. Το ίδιο μεγάλα με τις ίδιες μακριές βλεφαρίδες.
Όλη αυτή η ιστορία μου έκοψε τη διάθεση. Περπατώντας και μέχρι να φτάσω σπίτι είχαν περάσει από το μυαλό μου όλα τα σκοτεινά Φθινόπωρα, τη φιγούρα με το μακρύ παλτό που περπατούσε στο πάρκο γεμάτο πεσμένα φύλλα και τη σονάτα Νο 14 που ακούγονταν.
Ανέβηκα στο δωμάτιο και δεν χρειάστηκε πολύ. Πήρα ένα άσπρο χαρτί και άρχιζα να τη ζωγραφίζω, έκανα δυο πελώρια μάτια μέσα σ’ ένα πρόσωπο του Μοντιλιάνι που έκλινε το κεφάλι της σαν παναγία, ανεπαίσθητα προς το ένα μέρος. Τις επόμενες μέρες τ’ απογεύματα δεν έκανα τίποτα άλλο από το να συμπληρώνω και να διορθώνω το πρόσωπο. Έφτιαξα έξι διαφορετικά πρότυπα με μικρές μόνο διαφορές μεταξύ τους. Σε όλα όμως ήταν η ίδια Θάλεια. Αφού τα τελείωσα και τα έξι τα κρέμασα δίπλα από το τραπέζι, τα κοιτούσα και περιέργως είχαν μια θετική επίδραση πάνω μου. Στην αρχή νόμισα πως οφείλονταν σε καμιά ψευτοχαρά τεχνικής. Κοιτώντας καλύτερα όμως, διέκρινα τι ήταν στ’ αλήθεια. Η Θάλεια βλέποντας την από απόσταση έμοιαζε να με κοιτάζει ικετευτικά. Κάθε μια από τις εικόνες παρόλο που μιλούσανε διαφορετικά, από μακριά δείχνανε το ίδιο πράγμα. Θλίψη, σχεδόν απόγνωση. Όταν όμως πλησίαζα στις εικόνες και τις κοιτούσα καλά στα μάτια μπορούσα να δω τι ήταν αυτό που πραγματικά άφηναν να διακρίνεται. Ένας χαρακτήρας σκυφτός που οι απόηχοι των εσωτερικών λεπτομερειών του εξέπεμπαν πολύ αχνά προς τα έξω το λέγειν τους. Ένα λέγειν κοφτό και φορές αλαζονικό Κι αυτό ήταν που μ’ έφαγε, κοιτούσα την εικόνα εξ αποστάσεως.
Ύστερα από κάμποσες μέρες πέτυχα πάλι τη Στριαατ στο σταθμό. Τη πλησίασα και της μίλησα. Πρόσωπο με πρόσωπο έμοιαζε με ξεπεσμένη δούκισσα, σαν εστέτ της παρακμής, καταρρακωμένη από την αϋπνία και πείνα.
“Και τι περιοδικό είναι αυτό ακριβώς;” της είπα κατευθείαν κι ευδιάθετα. Με κοίταξε σαν να μη άκουσε καλά, μα με το που κατάλαβε ότι είμαι ξένος απάντησε: "Είναι για τους άστεγους" κι αμέσως μετά, σαν να νόμισε ότι δεν μ’ έπεισε, ξαναείπε σχεδόν ρωτώντας: “..Για το έθνος…;” Έτσι όπως το ξεφούρνισε το δεύτερο μου θύμισε για μια στιγμή πρόεδρο κοινότητας σ' εθνική γιορτή να βγάζει λόγο και αμέσως μου ξέφυγε ένα γέλιο που ίσα κατάφερα να πνίξω. “Και πόσο κάνει…;” ρώτησα ακόμα πιο ευδιάθετος. “Δύο μισή γκίλντες…”-πολλά ήταν, με δυόμισι γκίλντες αγόρασα πατάτες δέκα ημερών. “Ξες τι…; δεν έχω τώρα τόσα πολλά- να καταλάβαινα και τι γράφει, τέλος πάντων…” έβγαλα και της έδωσα μια γκίλντα. Τη πήρε, την έβαλε στη τσέπη, με κοίταξε για λίγο και μετά γύρισε προς την άλλη να διαλαλήσει το περιοδικό.. “Στριααατ…!”
Φόρεσα τα γάντια και βγήκα από το σταθμό. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι είχε ξαναρχίσει να βρέχει, όπως έκανε συχνά αυτές τις μέρες. Δε μου πήρε και πολύ για να φτάσω. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου, έβγαλα το παλτό, άνοιξα το ραδιόφωνο και μετά από λίγο πήρα να ξεκρεμάω τις ζωγραφιές από το τοίχο. Τις δίπλωσα-όλες εκτός από μία, αυτή που κοιτούσε μοιραία-και τις έβαλα μέσα σ’ ένα πλαστικό φάκελο. Μετά κατέβηκα στη κουζίνα, σιγοσφυρίζωντας το τραγούδι που έπαιζε, άνοιξα το κουβά, πέταξα τις ζωγραφιές μέσα και άρχισα να μαγειρεύω. Πεινούσα και ήμουνα κουρασμένος. Έξω είχε βραδιάσει για τα καλά και η βροχή είχε γυρίσει σε ελαφριά ψιχάλα. Όσο για τα μάτια της Θάλειας…ε, αρκετά μηρυκάσανε...κάποια άλλη φορά πάλι, ίσως.