12 Δεκ 2006

Αβαρέϊ

Βρήκα ένα ρολόϊ κινέζικο. Δεν έχει αριθμούς, έχει ιδεογράμματα. Τσέπης. Σπασμένο στη μια άκρη. Το υιοθέτησα αμέσως, ως εικαστική παπαριά. Αν καποιος γνωρίζει τον ιδιοκτήτη... Θέλω να τον ρωτησω. Πως το "αβαρέϊ" μεταφράζεται ως "στιγμιαίο πικρό συναίσθημα που προκαλει η συνειδητοποίηση της παροδικότητας της ομορφιας" ....;

8 Δεκ 2006

Primavera Oscura del Sur

Gulizim..
Στα μέρη του νότου να
ξαναβρεθούμε
και το χρώμα της άμμου να μας καίει τα μάτια
τίποτα άλλο.

4 Δεκ 2006

"Μάνα μ' δε θέλω κλάματα"

…Είχαν μαζευτεί από νωρίς στο καφενέ στο χωριό. Ήταν τέσσερις. Θα τρώγαν και θα πίναν πριν να φύγουν οι δύο απο τη παρέα. Θα τραβούσαν για κάτω, μια μέρα μέχρι να κατέβουν από το κακόδρομο στη πόλη και μετά άλλο τόσο “για τ’ Λαρσα”.. Καλοκαίρι ’43, αργά τ’ απόγιομα, Αύγουστος. Είχε δροσιά. Ήπιαν τσίπουρα. Μετά είπαν τον Τάκη να φέρει τη μια τη προβατίνα, την είχαν από πριν παραγγελιά, τα μανάρια ήταν όλα κατασχεμένα...

Αυτό που θυμάμαι είναι ότι 16 χρονών είχα κάτσει παράμερα στο πανηγύρι, χόρευαν οι γεροντότεροι τον χορό του χωριού. Με κούραζε ο ήλιος. Ήταν πιο πέρα μια παρέα “κιουσουρήδες”, παππούδες και μιλούσαν για παλιά συμβάντα. Τότε ακόμα είχαν πρόβατα. Ανέβαιναν από νωρίς, Μάη, και μένανε μέχρι Οκτώβρη, μπορεί μέχρι Άη-Δημήτρη. Θυμάμαι αυτόν που μιλούσε. Κοιτούσε τον άλλο στα μάτια. Δεν μ’ είχε δει που ήμαν δίπλα. Και να μ’ έβλέπε πάλι που να με γνώριζε. Μιλούσε για τον παππού, για την μέρα πριν γίνει.. Η Λευτεριά τέτοια μέρα κάθε χρόνο δε μιλιόταν.

…Πήραν και τρώγανε. Είχαν κάνει λίγο κέφι, αλλά βαρύ. Δεν τσ' έβγαινε. Και τα στόματα ήταν πολλά. Αλλά θα το τραβούσαν όσο πήγαινε και μετά βλέπαν για κάτω, τον Οκτώβρη. Έτσι τα ΄φερνε. Όπως κερνούσαν, λέγανε κι από κανένα, περνούσε η ώρα...

Καλώς ανταμωθήκαμε
εμείς οι ντερτιλήδες
να κλάψουμε τα ντέρτια μας
και τα παράπονά μας
Τούτο τον χρόνο τον καλό
Τον άλλο ποιος τον ξέρει
Για ζούμε για πεθάνουμε
στον άλλο κόσμο πάμε...

Τον άκουγα που μίλαγε. Σε μια στιγμή είπε για τον πλάτη. Αυτό το σημείο δεν το ήξερα.. “Που λες κουσιουρή, αφού φάγαν τη προβατίνα, διάβασαν μετά τα κόκαλα τον πλάτη να δουν τι έμελλε. Ο Βασίλης τον πήρε και τον καθάριζε καλά. Τους κόπηκε το γέλιο. Είχε τρύπα στην μέση…Λέει ο Γιάννος: Φάτε ‘ρε τημπαναϊασας... θα ‘μαστε δε θα 'μαστε άλλη φορά.."

..Σηκώθηκε πριν φέξει. Ποιος ξέρει τι να είπαν πριν σελώσει. Tο κρεβάτι που θα έμενε πίσω ακόμα ζεστό, ξέστρωτο, το αν φίλησε τα μικρά που κοιμόνταν. Σηκώνονταν αργά η αυγούλα του Αυγούστου πάνω από τις κορφές. Οι τσομπάνηδες θα ανέβαιναν από τα μονοπάτια να σαλαγήσουν ενώ αυτός θα κατέβαινε, κομπανία, με τ’ άλογα.. ομίχλες που διαλύονταν προς το πεντάλοφο…

Τριών χρονών θυμάμαι μόνο ασπρόμαυρα. Είμαστε στο νεκροταφείο. Τέλη Μάη, έχουμε ανέβει νωρίς. Η μάνα με κρατάει απ’ το χέρι και η μπάμπω με τα μαύρα μπροστά. Πάνω στη ράχη, δεξιά κι αριστερά κορφές που χαμηλώνουν, το ένα ντουβάρι γκρεμισμένο και μια βαλανιδιά καμένη από τους κεραυνούς. Όλα ασπρόμαυρα. Περπατάμε προς το κτίσμα που έχουν τα λείψανα. Δεν ξέρω γιατί. Θυμάμαι μόνο ότι ανοίγουν την πόρτα και αυτό που βλέπουμε είναι ότι το πάτωμα έχει σαπίσει από τις βροχές και έπεσε με όλα τα κουτιά με τα οστά να έχουν ανοίξει διαλυμένα. Τα χτίσμα αυτό δεν είναι πια οστεοφυλάκιο. Είναι ένας λάκκος γεμάτος κόκαλα κι η γιαγιά με ένα κλαρί μακρύ τα ανακατώνει, προσπαθεί να βρει..

“Νύφη ακόμα τον είχα δει στο όνειρο.. Φορούσε τα ίδια ρούχα που φορούσε κείνη τη μέρα, το σακάκι και τις μπότες, όπως τα ‘λεγε η συχωρεμένη. Στέκονταν σε μια ράχη και με κοιτούσε..” Τα διηγιόταν η μάνα, όμορφο απόγευμα που ρόδιζε στο μπαλκόνι. Γλυκιά μέρα τέλη Ιούνη, σαν γυναίκα εαρινή, που τα πλατάνια στο ποτάμι θρόιζαν. Πράσινο χορτάρι στο αγέρι. Τόσο φως που με σκοτείνιαζε. “..Στα χέρια, είχε ένα κόκκινο κουβάρι. Εγώ τον κοιτούσα. Αυτός είπε: Πάρε νύφη..!”

…Είχαν σκοτώσει δυο γερμανούς στρατιώτες τη προηγούμενη. Τους είχαν κοψει τα όργανα και τους τα είχαν βάλει στο στόμα. Όποιον βρίσκαν να κινείται εκείνη τη μέρα τον εκτελούσαν. Δεν ήξεραν τίποτα. Φτάσανε κατά το μεσημέρι στη γέφυρα που κινούσε για τα μονοπάτια. Είδαν φρουρά, δεν είχαν να φοβηθούν. Τα χαρτιά εντάξει.. Τους κατεβάσαν απ’ τ’ άλογα. Τα ‘ρίξαν όλα κάτω, κι αρχίσαν ψάχναν..

Κάπου σ’ αυτό το σημείο η ιστορία συσκοτίζεται. Το μόνο που ‘ναι γνωστό ότι ειδοποίησαν οι κιρατζήδες. Τι έγινε εκείνη τη μέρα Λευτεριά; Τριάντα χρονώ ήσαν. Πως κατέβηκες μέχρι κάτω με τ’ άλογο, πως μαύρισε ο κόσμος; Ούτε θυμάται κανείς μες στο θανατικό κείνες τις μέρες.. Ανέβασες το σώμα. Αυτό που ξέρω είναι πως ο γιος σου δεν έκλαψε, 7 χρονώ. Έτσι είχε πει και για την δικιά σου την κηδεία. Άλλο τι έκανε..

Μανά μ’ δε θέλω κλάματα
Δε θέλω μοιρολόγια
‘μενα με κλαίνε τα πουλιά
με κλαιν τα χελιδόνια..

“..Μετά όταν είπα τη μάνα για το όνειρο συγκινήθηκε. Tο κόκκινο το κουβάρι είναι καλοτυχία, μ' είπε..” Εγώ έκανα πως δεν άκουγα. Κοιτούσα προς το ποτάμι, γλύκαινε η νύχτα. Σε δυο μέρες έφευγα πάλι.