21 Νοε 2006

Los indios de Europa bailamos Calypso-Reggae




Το σπίτι του Νίκο είναι τρελοκομείο. Ένα αρχαίο τριώροφο κάπου στο προάστιο Λούστναου, γεμάτο κατοικίες αστών που ανατρέφουν τις κόρες τους. Δώδεκα άτομα ζουν εκεί μέσα και όλοι τους, ένας προς ένας, παρανορμάλ δραστηριότητες. Με το που πρωτομπήκα κι ανέβηκα τα σκαλιά μια δυνατή μυρωδιά ινδικών αρωμάτων με είχε χτυπήσει καταπρόσωπο. Οφείλονταν στον Ρίτσι που έμενε εκεί και ήταν xίπης. Αυτός είχε πάει στο Κασμίρ, έπαιζε μπόνγκο και σε μια παλιά φωτογραφία επίσης τον είδα που είχε μαλλί μακρύ ως τη μέση. Στη πραγματικότητα όμως δεν ήταν καθόλου χίπης, ένας παλιονευρωτικός ήταν, σαν χοντρή κυράτσα, πλουσιόπαιδο καθηγητών που φορούσε πλατύγυρα καπέλα τώρα για να κρύψει τη φαλάκρα και έκανε κήρυγμα για το πόσο λάδι ξοδεύαμε στο μαγείρεμα και τη θέρμανση που άφηνα ανοιχτή. Τριάντα χρονών κι ακόμα σπούδαζε, μασουλούσε την επιδότηση- είχε μάλιστα παιδί με μια κακόμοιρη κοπελίτσα, παλιά του γκόμενα. Αυτήν που είχε τώρα-μια μικροκαμωμένη κωλοφωτιά που ξεπρόβαλε μπροστά μου την άλλη μέρα το πρωί, μισόγυμνη και με τη μούρη ζωγραφισμένη λουλούδια...’’..μόργκεν..”- τον είχε πάει μια μέρα στους παππούδες της που τον γνώριζαν καλά τι καπνό φουμάρει, για γεύμα. Απ’ ότι μου περιέγραφε ο Νίκο, κι όπως του είχε περιγράψει η γκόμενα του Ρίτσι-καθ’ όλη τη διάρκεια του φαγητού, τα παππούδια του κάνανε χοντρό κήρυγμα, τον λέγανε άχρηστο, ανεύθυνο και τα λοιπά ενώ ο προκομμένος είχε σκύψει το κεφάλι και ρουφούσε τη σούπα του. Εδώ και κάτι μέρες επίσης είχε πέσει και μια ψιλή γκρίνια στον όροφο και είχαν ψυχραθεί γιατί η πεταλουδίτσα ζητούσε από το Νίκο σώνει και καλά εκατό μάρκα για το φουρνάκι που θ’ άφηνε μιας και μετακόμιζε σε άλλη πόλη.
“…Τι να σου πω με τον ίχο πούτα…μ’ έχει φάει στη γκρίνια ο μαλάκας νιενιενιενιε..!! Έλα που είναι κι ο μοναδικός εδώ που ξέρει από τεχνικά και συνδέσεις και τον έχουμε κι ανάγκη…αλλά όπως πάει θα σκοτωθούμε μου φαίνεται καμιά μέρα εδώ μέσα.. ”
“..Βρες κάνα άλλον… βάλε καμιά αγγελία… ζητείται…(…)”
“Δε κάνω καλά που κάθομαι και σε ζαλίζω μ’ αυτά…αλλά μου ‘χει βγάλει τη ψυχή ο παλιομπάσταρδος…. δε κάνει τίποτα όλη μέρα, τα τελευταία δυο χρόνια το πολύ μια μέρα το μήνα τον έχω δει να δουλεύει. Κάθεται μέσα, βαράει το μπόνγκο και κατεβάζει προγράμματα από τον υπολογιστή, τουλάχιστο εγώ δουλεύω στη Βαβέλ και βγάζω τα έξοδα…(…) ε, με δαν άσκο κάτι τέτοιοι τύποι σου λέω"
(…..)
Στο ισόγειο μένει ο Άντυ Σάντουιτς, εισάγει κοσμήματα από την Ινδία και τα πουλάει στους σταθμούς των τρένων το χειμώνα. Όταν στρώνει ο καιρός κατεβαίνει προς τη Μασσαλία και τη Λιγουρία, στα κοσμοπολίτικα θέρετρα. Σ’ ένα δωματιάκι, πίσω, καλλιεργεί και κάνιαμο, με λάμπες, βιολογικό λίπασμα κι όλα. Η δικιά του γκόμενα είναι μια όξινη ξανθιά Πολάκα που ήρθε να τον δει για τις γιορτές. Όποτε μαζευόμαστε για κρασί, κάθεται συνήθως και μας χαζεύει όλους με τη σειρά. Όπως τη κόψαμε μάλλον έχει διπλαρώσει τον Άντυ για να έχει πρόσβαση στη χώρα. Άσε που κοιτάει όλη την ώρα τα πράγματα του Νίκο και τον ίδιο λες και είναι η πλήρη έκφραση της καλλιτεχνικής ζωής αυτού του τόπου. Αυτός δίνει παράσταση.. "Το βράδυ θα δούμε τα φειερβερκ..Μπουμ Μπουμ Μπουμ!!! Σουπερζόμερ…!!"
Ξάφνου στο διάδρομο βλέπω μια μελαχρινή που πάει για τον πάνω όροφο. “…Τα είχε μ’ έναν που είναι παντρεμένος με μια μπραζιλιένα-Τώρα έμεινε έγκυος κι αυτός δε το θέλει…αλλά αυτή θα το κρατήσει. Όταν έρχονται και κάνουν έρωτα…σκούζουν όλο το βράδυ σα τα γουρούνια και δε μας αφήνουν να κοιμηθούμε” Μετά από λίγο τη βλέπω που κατεβαίνει και περνάει. μπροστά από τη πόρτα “Τσιούς, Κάτια!!” πετάγεται ο Νίκο, ξέρει να είναι χαριτωμένος από μπροστά. Το σπίτι είναι σίγουρα τρελοκομείο. Ο Ρίτσι γκρινιάζει και κρυφοκοιτάζει πόσο λάδι ρίχνουμε στη σαλάτα, ο Άντυ στρίβει συνέχεια γάρους, η γκόμενα του η Πατρίσια-η Πολισία γιεγγό- στέκει αμίλητη. Μετά από κάνα δυο μέρες έφτασε κι ο Φάννη, φίλος του Άντυ, με το σαρδόνιο χαμόγελο και τη τετράγωνη μούρη που έχει σπάσει κάθε ρεκόρ γάρων και οινοποσίας. Που και που πετάει κάτι μακρόσυρτα μακάβρια γέλια που μας στέλνουν όλους στο πάτωμα. Είναι παραγωγός ερυθρών οίνων κοντά στο Φράιμπουργκ και συνάμα πεπειραμένος δοκιμαστής. Παίρνει το ποτήρι το κουνάει λίγο και πίνει μια γουλιά…”Αυτό το κρασί…ναι…μου θυμίζει… δενξέρω…..κυριακάτικο απόγευμα…ίσως…συνοδεία ελαφρού δείπνου…αλλά μπορεί να συνοδεύσει και άλλες παρόμοιες κοινωνικές περιστάσεις….” Κάθε απόγευμα αδειάζουμε κάμποσες μπουκάλες καλό Χιλιανό κρασί, αράζουμε αρχοντικά στο σοφά που είχε βρει παρατημένο πριν κάμποσο καιρό, βάζουμε Μασέο Πάρκερ και αναλύουμε βαθυστόχαστα το βάθος και το νόημα των κόνιων. Το τελευταίο καιρό έχει κολλήσει στη βιβλιοθήκη της Βαβέλ. Για τον ίδιο λόγο έχει κολλήσει και το ίδιο όνομα στη πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη που δουλεύει. Το έχει δει ως την ύστατη έκφραση της εξήγησης του σύμπαντος. Κάνει πως δεν θέλει ν' ακούσει κουβέντα για τους Προ-σωκρατικούς. “Ojala.” μου λέει. Είναι η αγαπημένη του λέξη. “Φαντάσου, με μια κοπελιά-βρισκόμαστε μόνο κάθε Χριστούγεννα παραμονή και απλά φιλιόμαστε για το χρόνια πολλά… ε, τη πέτυχα και πριν λίγες μέρες. Ήπιαμε πολύ, ξέρεις τώρα, παραμονή, και μετά για πρώτη φορά εδώ και χρόνια πήγαμε από το σπίτι μου…αλλά ήμουν πολύ μεθυσμένος, δεν έγινε τίποτα καθόμασταν όλο το βράδυ και της εξηγούσα για τη βιβλιοθήκη της Βαβέλ…”
Μετά από κάμποσες μέρες αργού κατρακυλίσματος κολλημένοι στο σπίτι ο κολλητός νιώθει τύψεις. “Δεν είναι σωστό" μου λέει, είσαι τόσες μέρες εδώ και δεν πήγαμε πουθενά να σου δείξω τα μέρη” Θέλει και να περπατήσει λίγο. Αποφασίζουμε λοιπόν να βγούμε και τραβάμε προς τα εκεί που τελειώνει η πόλη κι αρχίζει το δάσος. Έπρεπε να κάνω αυτόν τον περίπατο εκεί για να καταλάβω πως είναι κάμποσοι μήνες που έχω να δω βουνά, έστω λόφο. Περπατώ ανάμεσα στα δέντρα, στο ξεκίνημα του βουνού και αυτό μου κάνει καλό. Έχουν πάθει τα νεύρα μου, σίγουρα. Και το βλέπω καθαρά. Εκείνη η χαμηλή χώρα που πήγα και βρέθηκα είναι μια πρόταση που μου υποσκάπτει τους πνεύμονες. Είτε σε κερδίζει είτε σε απωθεί. Εμένα με τραβαλάει αδιάπαυστα και είμαι σχεδόν σίγουρος πως τη μισώ. Το αγαπητό μου Vlaardingen, η αξιοσέβαστη μου εργασία, μια πολιτεία που όσο εφησυχασμένη είναι άλλο τόσο με κάνει και αγανακτώ. Μου έρχεται στο μυαλό μια Κυριακή μεσημέρι, Γενάρης, ομίχλη. Όλοι οι δρόμοι είναι άδειοι, λίγα αυτοκίνητα που περνάνε και σχεδόν να φαίνεται περίεργο το να περπατάει κάποιος στο δρόμο. Η Ολλανδία, τα σπίτια τα χτισμένα με κοκκινότουβλα, όλα ίδια μεταξύ τους, κολλημένα στη σειρά, με μεγάλα χαμηλά παράθυρα αυτοεπιδεικτικά απ’ όπου μπορείς και βλέπεις στο εσωτερικό. Γέρικα ζευγάρια μπροστά στη τηλεόραση, μελαψοί μετανάστες και οικογένειες ποδηλατιστών…σε όλα τα παράθυρα τα περβάζια είναι γεμάτα απαίσια μικρά πήλινα, ανθρωπόμορφα μπιμπελό. Νάνοι, σκυλάκια, χαρούμενες χωριατοπούλες, άψυχες ποικίλες χαρές που σε κοιτάνε γκροτέσκα. Σ΄ ένα παράθυρο, στέκεται ένας πήλινος κακόγουστος φαλλός. Μια γάτα παχουλή σεργιανάει στο καναπέ. Και το κρύο, ύπουλο, γλοιώδες, τρυπάει. Οργανωμένη, ευπρεπής χαμηλόφωνη ζωή, εξευγενισμένη. Πολλά νέα προϊόντα που κατακλύζουν την αγορά κάνουν τη ζωή μας ευκολότερη. Νιώθω σχεδόν θυμωμένος. Αυτό που με απωθεί είναι κανόνας. Δεκαετίες, αιώνες ευπρεπούς συμπεριφοράς και συγκρατημένου πάθους έχουν συσσωρευτεί ο ένας πάνω στον άλλον. Κανένα ουρλιαχτό δεν ακούστηκε σε απόσταση χιλιάδων μιλίων από τη εποχή του Γιον φαν Λάϊντεν μήπως κι ενοχλήσει τους γείτονες…. Μεταφέρομαι παραπέρα. Οχτώ το πρωί, ημίφως και περπατάω στο δρόμο, στο πεζοδρόμιο. Ατέλειωτες ουρές σκεπών και για μια στιγμή στέκομαι και κοιτάζω μέσα από ένα παράθυρο το εσωτερικό ενός διαμερίσματος. Το νοικοκυριό, το πρωινό άγχος να ξεκινήσει η μέρα, το σαλόνι, τα έπιπλα, κρυσταλλικά. Και πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι το θέαμα που με κάνει να μη κοιμάμαι τις νύχτες. Ένα μωρό δεμένο στο κάθισμα του και αφημένο κολλητά μπροστά στη τηλεόραση που παίζει ατέλειωτες σαπουνόπερες. Το βλέμμα του είναι σχεδόν υπνωτισμένο, ακίνητο, σαν νεκρό. Τέλειο έγκλημα, τρόπος ζωής. 100 χρόνια νωρίτερα, τον μήνα της συγκομιδής αφήνονταν κάτω από τα δέντρα, τα φύλλα νανούριζαν και λιοντάρια ερχότανε να τα κλέψουν. Ύστερα από καιρό τα έβρισκαν εξαγριωμένα κι ανήθικα.
Μπροστά μου το ερευνητικό κέντρο υψώνεται απειλητικό. Εσωτερικές διαφημίσεις παροτρύνουν για απόδοση. Όλοι κρατάνε μια πλαστική κούπα με σούπα μηχανήματος. Κανένας δεν είναι εμφανέστατα κακός, όλοι τους θα σου χαμογελάσουνε, δίχως προσωποποίηση. Και αμέσως μετά το άρθρο που η μοίρα του είναι ν’ αποτύχει γιατί δεν καταδείχνει καμιά ασχήμια, μαυριδερά πρόσωπα και τριτοκοσμικούς δικτάτορες…“Κύριοι ηλίθιοι… μάθετε λοιπόν ότι για την ιδιαίτερη προτίμηση σας προς απαλές γεύσεις ξοδεύονται εκατομμύρια ώσπου να βρεθεί το πως θα ικανοποιηθείτε πλήρως. Τρόφιμα λαίδη Φρανκεστάιν, flavours από το πουθενά ξαφνικά στη σαλάτα του πιάτου σας. Βαριέστε να ετοιμάσετε τη σάλτσα κι αυτό γίνεται μπίζνες. Μπίζνες. Το κέρδος που θα βγει όταν όλοι μαζί καταναλώνετε δεν σφυράει μια μπροστά στα λεφτά που μου δίνουν, που τους δίνουν, που τα δίνουν, συσκευές εκχύλισης και χημικά αντιδραστήρια, πιλοτικά ένζυμα, συστήματα ασφάλειας, κονφιντένσιαλ ριπόρτ σιρκουλάσιον ουάν, τόπ σήκρετ…” Τα υπολείμματα ηθικής, εντελώς άσχετα δεν ξέρω από πού, πετάνε τη ξεκάρφωτη λέξη “τιμιότης”. Ο συναρπαστικός νέος κόσμος δεν θέλει λέξεις, μόνο λογότυπα. Φιλικά προς το περιβάλλον, ακίνδυνο για τις παπαρούνες, την γάγγραινα και τη ζωή στον Άρη. Είμαστε πολιτικώς ορθοί, παρακαλώ αγοράστε μας. Στηρίζουμε την οικονομία της Νιγερίας ανοίγοντας εργοστάσιο εκεί-και μη ρωτάτε γιατί εκεί- επιδοτήσαμε προγράμματα εκμάθησης υπολογιστών και διοίκησης επιχειρήσεων στη Σρι Λάνκα (ρωτήσαμε, δεν τον θέλουν τον αγροτουρισμό). Στη Βρετανία δώσαμε γκαλερί σε καλλιτέχνες, το έγραψε κι ο τύπος. Είμαστε σωστοί γαμώτι!! Παγκόσμιοι όμιλοι δικηγόρων θα χειριστούν τις υποθέσεις μας. Διαλέξεις για τους εργαζόμενους, ο ρόλος του σεξ στη προώθηση προϊόντων με δώρα στις γιορτές και κάρτα ευχαριστιών από το πρόεδρο για την αφοσίωση που επιδείξατε.
Ideal, ideal ideal. Knowledge, knowledge, knowledge. Boomboom, boomboom, boomboom!!!
Όμως…όμως. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει σημασία. Αρκεί κάθε φορά ένα χαμόγελο, μια παρέα κι ένα μπουκάλι κρασί για να περάσει ευχάριστα η ώρα. Κάμποσα από τα βράδια που γυρίζω αποθαρρυμένος και χωρίς καμία ελπίδα ζωγραφισμένη στις γέφυρες και το μπετόν των κτιρίων, αποτείνομαι και προσπαθώ να δω τι είναι αυτό που δικαιολογεί τη κίνηση των αυτοκινήτων στους δρόμους, τις φωτεινές επιγραφές και τα μηχανήματα που ακυρώνουν τα εισιτήρια. Τίποτα από όλα αυτά δε μου εξηγεί τη παρανοϊκή αντίκρουση που κοροϊδεύει τα ρολόγια και το μόνο που στέκεται χωρίς να σαρώνεται από ανέμους της ερήμου είναι η γοητεία, η γοητεία και η συνείδηση αυτής. Για χάρη της είναι ικανός να καταστραφεί ολάκερος ο κόσμος, να κοπούν κεφάλια και να καταπατηθούν τάφοι. Λειτουργίες απλές, λειτουργίες σύνθετες. Ένστικτο και ματαιοδοξία. Η έλξη γεννιέται ακόμη και μέσα σε μια λίμνη τοξικών απολείποντας την αγωνία από τη πραγματικότητα, παρόλο που δεν υπαρχει καμιά τέτοια λίμνη εδώ έξω, μόνο ένα βουνό, στο οποίο εγώ θα περπατάω για λίγο και ποτέ μου ξανά, ποτέ ξανά τα ίδια βήματα, την ίδια αγωνία, το ίδιο πάθος. Η γιορτή κρατάει λίγο, όσο για να χαμογελάσω. Mit meiner hertz.
Το δάσος του Τούμπινγκεν είναι σκεπασμένο με χιόνι. Πορφυρά φύλλα στέκονται ακόμη στα κλωνάρια σ' έντονη αντίθεση με τους μαύρους κορμούς και το λευκό έδαφος. Έχει σχεδόν μια μαγεία απόκοσμη τέτοια ώρα που παίρνει να σκοτεινιάζει. Δεν είναι κανένας εκεί γύρω. Όπως συζητάμε, σχεδόν φωνάζοντας, μου λέει “Αυτό το τοπίο είναι ο Καθεδρικός της Φύσης, επιδεικνύει το δέος σ' όλο του το μεγαλείο...”, “Πρώτη φορά σ’ ακούω μιλάς έτσι.”, “Ε, γιατί;” λέει “Είμαστε κι εμείς εξπρεσιονιστές….” Όπως τραβάμε για την ανηφόρα να βγούμε από την άλλη πλευρά για το σπίτι, έχει αρχίζει να σκοτεινιάζει και να κάνει κρύο για τα καλά. Ακόμη και για φυσιοδίφες εξπρεσιονιστές. Στρίβουμε από ένα χωματόδρομο και μπαίνουμε στα πρώτα δρομάκια προς καμιά καλή καφετέρια να ζεσταθούμε.
Η πόλη είναι όμορφη. Εδώ ζήσανε κατά περιόδους διάφοροι σπουδαίοι. Καθώς περνάμε δίπλα από το Προτεσταντικό ναό, παίρνει τ’ αυτί μου μέσα το όργανο που παίζει. Στο σκοτάδι ακούγεται σχεδόν ανατριχιαστικό, γεμάτο επιβλητικότητα. Έτσι όπως στεκόμαστε του λέω πως μου θυμίζει τον Πιστόριους, “Ποιόνα;”, λέει. Του εξηγάω τη σκηνή. ”Απίστευτο!” μου κάνει έκπληκτος, “Έλα να σου δείξω”. Με τραβάει προς την πλατεία κάτω από τον ναό, μπροστά από ένα βιβλιοπωλείο. Στο τοίχο, πάνω από τη βιτρίνα, υπάρχει μια χάλκινη επιγραφή ”Εδώ έζησε ο Χέρμαν Έσσε, γράφοντας κάποια από τα καλύτερα του έργα”. Νιώθω ένα ρίγος να με διαπερνάει. “Πάμε να φύγουμε” του κάνω. Το μέρος παραείναι επίφοβο για συνειρμούς.
Παραπέρα, καθώς προχωράμε, στο τοίχο ενός ογκώδους αρχαίου σπιτιού είναι κρεμασμένη μιαν άλλη επιγραφή:”Εδώ έζησε ο Γκαίτε το τάδε έτος”. “Στη πραγματικότητα” λέει ο Νίκο, “είχε μείνει μόνο τρεις μέρες, αλλά το έχουν βάλει για τους τουρίστες” και μου δείχνει μιαν άλλη πινακίδα παραδίπλα στο τοίχο ενός διώροφου που το είχαν μετατρέψει σε ανεξάρτητο στέκι, κι έγραφε:”Εδώ ξέρασε ο Γκαίτε”.
Τριγυρνάμε από μπαρ σε μπαρ, τα περισσότερα όμως είναι απελπιστικά άδεια λόγω της μέρας. Τελικά καταλήγουμε σ’ ένα καφέ, γεμάτο ζευγαράκια. Καθόμαστε στο μπαρ και αρχίζουμε κουβέντα στα ισπανικά που τραβά τη προσοχή. Αυτή η γλώσσα φαίνεται γοητεύει τους Βησιγότθους. Το ίδιο βράδυ θα το συνειδητοποιούσα και στη πράξη. Καθόμαστε και μιλάμε για τη “μάγισσα” από τη Βενεζουέλα. Κόρη σαμάνου ο οποίος είχε 20 παιδιά. Αυτή ήταν η 15η και είχε με τη σειρά της άλλα πέντε-δυο κόρες και τρεις γιους. “ Στη πραγματικότητα είναι πιο πολύ ινδιάνα παρά ισπανίδα. Με είχε καλέσει στο σπίτι της γιατί ήθελε να μου δείξει κάτι πέτρες, «Τα πράγματα έχουν ζωή, κι εμείς πρέπει να τη φέρουμε στην επιφάνεια», έτσι μου έλεγε. Είχα φέρει ένα κρασί εγώ και πίναμε…ξέρεις, ωραία κι άνετα ”
“Και μετά τι έγινε, τη πήδηξες;”
“Τη πήδηξα; Με πήδηξε θέλεις να πεις. Είχε σ’ ένα βαζάκι μια ουσία κάτι από ένα κάκτο, του μεγάλου Ναγουάλ δε ξέρω τι, μου είπε. Το ήπιαμε κι εκείνη μετά άρχισε «Νίκο θέλω να σε φιλήσω» και τέτοια. Μου έβγαλε τα ρούχα κι αρχίσαμε. Εγώ δεν αισθανόμουν άνετα, στο διπλανό δωμάτιο κοιμόταν τα παιδιά. Ξέρεις…”
“Είναι όμορφη τουλάχιστο;”
“Τι όμορφη… σπασμένη…σαραντάρα, έχει ωστόσο θαυμάσιο χαρακτήρα. Μετά από μερικές μέρες μου τηλεφώνησε και με ξανακάλεσε, για φαΐ. Πήγα πάλι με ένα κρασί, της εξήγησα όμως ότι δεν γίνεται άλλο και ότι πρέπει να μείνουμε φίλοι. Έτσι δεν προχωρήσαμε παραπέρα. Τώρα που θα γυρίζουμε θα σου δείξω που μένει…”
“Εδώ τι δουλεία κάνει;”
“Τι δουλειά, καθαρίζει σπίτια, κρατάει μωρά τέτοια. Τη γλώσσα δεν την έχει μάθει ακόμα, τα μικρά όμως μιλάνε πολύ καλά. Φαντάσου έχει γιο γύρω στα δεκαοχτώ, μένει στη Βενεζουέλα”
“Και τώρα;”
“Τώρα, τίποτα. Κουράστηκα, πάμε για το σπίτι;”
Καμιά φορά ανοίγουμε κάτι συζητήσεις με τον Νίκο σαν να θέλουμε να προσβάλουμε κάπως ο ένας τον άλλον. Αυτό γίνεται για να αποφορτίζεται κάπως η ατμόσφαιρα. Συνήθως αυτή η κουβέντα ξεκινάει με ένα “Και δε μου λες ρε μάγκα…” εμπεριέχοντας κάμποση περιπαιχτική ειρωνεία. Το είχαμε πάρει με φιλολογία από νωρίς το απόγευμα οπότε αρχίζω να του μιλάω για τα προσχεδιάσματα από δραματικές ιστορίες για να τον τσιγκλήσω λιγάκι και να έχουμε κάτι να λέμε.
Του λέω για το Perre Lachaise το νεκροταφείο στο 20ο του Παρισιού, εκεί που ήταν θαμμένοι ο Modigliani, o Bizet κι άλλοι. Τριγυρίζοντας τη τελευταία μέρα πριν φύγω ανάμεσα στα μνήματα και χαζεύοντας τα ονόματα με τις ημερομηνίες είχα δει κι ένα που παρουσίαζε λίγο πολύ την ιστορία μιας οικογένειας του μεσοπολέμου. Αυτό γινότανε γιατί οι περισσότεροι τάφοι ήταν οικογενειακοί και πάνω στον ίδιο τάφο αναγράφονταν όλα τα μέλη που απεβίωναν.
Βρισκόμουν μπροστά στον τάφο της οικογένειας Getal, με τα 4 της μέλη, πατέρα, μητέρα κόρη και γιο. Το πρώτο μέλος της οικογένειας που πέθανε ήταν η κορούλα Denise, το 1929 σε ηλικία 6 ετών. Ο πατέρας Paul τότε ήταν 35 χρονών, η μητέρα Julia 31 και ο γιος, Paul ο νεώτερος μόλις 9. Μπορούσα και τους έβλεπα με τη φαντασία μου κάποια κρύα Φθινοπωρινή ημέρα να στέκονται στο ίδιο μέρος που στεκόμουν κι εγώ, μπροστά από το τάφο της κορούλας τους, της Denise, μικροκαμωμένη ίσως, ξανθιά με φιλάσθενο κορμάκι, η μάνα μ' ένα σκούρο παλτό που κλαίει σιγανά, ο πατέρας που προσπαθεί να παραμείνει ψύχραιμος κρατώντας το γιο από το χέρι, σιγόκλαιει κι αυτός, περισσότερο γιατί νιώθει ότι οι στιγμή είναι φορτισμένη και όλοι λυπημένοι παρά για το ότι καταλαβαίνει πως δε θα ξαναδεί την αδερφή του. Η επιγραφή ήταν επιμελής με καθαρά, βαθιά γράμματα. Denise Getal, 1923-1929.
Η μοίρα έπαίξε άσχημο παιχνίδι φαίνεται γιατί το επόμενο μέλος της οικογένειας που είχε ταφεί ήταν ο γιος και μάλιστα με δραματικό τρόπο. Η επιγραφή, με μεγάλα απλωτά γράμματα στο χαμηλότερο μέρος της πλάκας το έλεγε καθαρά: Paul Getal ο νεώτερος, 1920-1944, δολοφονήθηκε υπό κράτηση. Εn captivite. Διπλά από την τελευταία λέξη ήταν σκαλισμένο ένα μετάλλιο ανδρείας.
Μετά από 6 χρόνια πέθανε η μητέρα σε ηλικία 52 ετών. Julia Getal, 1898-1950, δεν άντεξε φαίνεται τον θάνατο και των δυο παιδιών της. Τελευταίος ήταν ο πατέρας, Paul Getal, που είχε πεθάνει σχετικά πρόσφατα σε ηλικία 86 χρονών, 30 χρόνια μετά το θάνατο της γυναίκας του. Paul Getal λοιπόν, 1894-1980. Η επιγραφή του ήταν μικρότερη από τις άλλες και τα γράμματα σκαλισμένα σε μικρότερο βάθος, σαν απλό χάραγμα. Δύο θάνατοι των παιδιών. Η μικρή κόρη και ο γιος, en captivite. Κατόπιν η γυναίκα του και τέλος 30 χρόνια μοναξιάς σε κάποια συνοικία του Παρισιού. Η εικόνα αυτή μου είχε αποτυπωθεί βαθιά. Και να που 20 χρόνια μετά το θάνατο του να περνάω εγώ από το τάφο τους τυχαία, για να διαβάσω μέσα σε ένα λεπτό κι πάνω σε μια πλάκα δυο τετραγωνικών, τη ιστορία ολόκληρης οικογένειας για να τη διηγηθώ τελικά μια πρωτοχρονιάτικη νύχτα, περπατώντας στους δρόμους της παγωμένης νότιας Γερμανίας.
Του Νίκο, αν και κάνει πως του αρέσει η ιστορία καταλαβαίνω πως δεν έχει και πολύ όρεξη να μ’ ακούσει. Άλλο που δεν θέλω εγώ βέβαια να δω τι σόι υπομονές έχει και μέχρι που μπορεί να φτάσει η ανέχεια της Ευρωπαϊκής του ανατροφής. Αρχίζω να του διηγούμαι μια άλλη ιστορία, της Αφροδίτης, αυτής της κοπελιάς που είχα γνωρίσει δυο χρόνια πριν στη Κρήτη, εκεί που δούλευα.
Την είχα καλέσει μια μέρα να πάμε για μπάνιο και μου είχε παίξει ένα μυστήριο παιχνίδι με ναι και όχι και θα δούμε, που με είχε ξενερώσει και μ’ έκανε να τη θεωρώ χαζή και στημένη. Αυτό βέβαια μέχρι και μερικές μέρες μετά που πρόσεξα ότι τα μαλλιά της και τα φρύδια της είχαν κάτι το περίεργο. Η Αφροδίτη έπασχε από μια κληρονομική ασθένεια, από αυτές που δεν σου αφήνουν καθόλου τρίχωμα σ' ολόκληρο το σώμα. Το μαλλί της δεν ήταν παρά περούκα, επιδέξια τοποθετημένη, ενώ τα φρύδια της ζωγραφισμένες γραμμές με μολύβι όπως συνηθίζεται να τα βγάζουν έντονα και να τα ζωγραφίζουν. Κι εγώ της έλεγα για μπάνια και βόλτες με το μηχανάκι όταν αυτή ντρεπόταν και προσπαθούσε να μη φανεί τίποτα, ακόμη κι όταν στεκόταν σε απόσταση. Είχε κάτι πικρό το όλο σκηνικό.
Με τη δεύτερη ιστορία δεν ήθελε πολύ ο φιλαράκος ο Νίκο ν΄ αρχίσει να διπλώνεται σπασμωδικά και να ξερνάει στη μέση του δρόμου. Πάνω στο πατημένο χιόνι και κάτω από τα παγωμένα κι απαστράπτουσα άστρα.. Ξερνούσε το κρασί που είχαμε πιει το μεσημέρι, τις πατάτες με τα λουκάνικα που είχαμε μαγειρέψει, τον καφέ κατόπιν κι ότι άλλο είχε βαθιά μέσα του. Τέλος, άρχισε να βγάζει κομμάτια από βιβλία, βλέννες καλής ανατροφής χαρτζιλίκια των γονιών του και υποτροφίες του Γερμανικού κράτους. Αυτό μ' έκανε να πανικοβληθώ λίγο γιατί ήταν μια εσωτερική του όψη που δεν είχα υποψιασθεί. Ευτυχώς ήμασταν κοντά στο σπίτι και μπόρεσα να τον κουβαλήσω γρήγορα, γρήγορα μέχρι το δωμάτιο του. Ως το βράδυ, με λίγη περιποίηση κι ενέσεις αλκοόλ Χιλής, είχε γίνει μια χαρά και μάλλον πανέτοιμος για να υποδεχθεί το Νέο Έτος μαζί με τα λοιπά μέλη του ετερόκλητου πληρώματος του Λούστναου.
Το βράδυ πήγαμε τελικά να δούμε τα περίφημα φεϊερβερκ σ' ένα από τα ύψωματα που βλέπανε πάνω από τη πόλη. Το Τούμπινγκεν τη νύχτα έμοιάζε με ξεχασμένη πολιτεία παραμυθιού του Ντίκενς. Σειρές ανάκατες από μυτερές αρχαίες σκεπές απλώνονταν παντού σαν ξύστρα της γης, οι ίδιες σκεπές που είδαν ιστορίες και αυστροουγγρικούς πολέμους να περνάνε, χειμώνες γεμάτοι πανώλη, Βαυαρική λογοτεχνία και συσσωρεύσεις βιβλίων. Όλα απλώνονταν μπροστά μου σε μια παράσταση που ήταν έτοιμη να υποδεχτεί τη χιλιετία. Ευτυχώς που η διαδικασία δεν θα κρατούσε πολύ γιατί το κρύο ήταν τόσο ανυπόφορο που αρχίσαμε να χοροπηδάμε και να χαλβαδιάζουμε με τον υπόλοιπο κόσμο για να ζεσταθούμε. Το θέαμα ωστόσο μας αποζημίωσε πλήρως και σίγουρα θα θυμάμαι για καιρό τη συγκίνηση που βίωνα. Κεραυνοί και ιπτάμενοι ελέφαντες φεύγανε δεξιά κι αριστερά φωτίζοντας με φανταχτερά χρώματα τα αιωνόβια μυτερά σπίτια που σίγουρα είχαν δει και σκοτεινότερες μέρες, πράσινο εκθαμβωτικό πορτοκάλι και ευδαιμονία, μια σύνθεση που θα έκανε το ανθρώπινο γένος άξιο δόξας και γοητείας για τα ψεύτικα φώτα που λαμπραίνουν παρωδικά την αιώνια νύχτα και για όλη τη χαρά που τα συνοδεύει. Ο Φάννυ για να γιορτάσει το γεγονός είχε ετοιμάσει ένα πολύφυλλο από το σπίτι, χωρίς να μας πει, και το άναψε τη στιγμή που αρχίσανε να βαράνε οι καμπάνες υπό τις επιδοκιμασίες των υπολοίπων. Όλοι ήμασταν ευτυχισμένοι κι αρχίσαμε να σταυροφιλιόμαστε και να μας ευχόμαστε ότι καλύτερο για το νέο χρόνο. Ευχηθήκαμε μεταξύ μας, ξαναευχηθήκαμε και μετά αρχίσαμε να ευχόμαστε και τους υπόλοιπους παραδίπλα, όποτε γίναμε όλοι μια μεγάλη Γερμανόφωνη οικογένεια που γλεντούσε τον ερχομό του νέου έτους. Σε κάποια φάση μας πλησίασαν δυο τορτολίτας μέσα στο γενικότερο ιλαρό, χαρμόσυνο κλίμα για να μας πιάσουν ψιλή ανιχνευτική κουβεντούλα, όμως ακόμη και μεθυσμένοι και με μοναδικό φως αυτό των βεγγαλικών δεν κατάφεραν να μας ξεγελάσουν. Για τα χρόνια πολλά ωστόσο δεν παραλείψαμε να τις κεράσουμε λίγο γκάντζα και μπόλικη σαμπάνια που τα δέχτηκαν με χαρά, κι ευτυχώς που καταφέραμε να ξεκολλήσουμε διακριτικά με λιγοστές απώλειες γιατί το κρύο γινόταν αβάσταχτο κι αυτές ακόμη πιο πιεστικές.
Μετά από λίγο πήραμε να κατεβαίνουμε στο κέντρο για το σπίτι κάποιων φίλων του Άντυ που σχεδίαζαν πάρτι. Όταν φτάσαμε εκεί κι ανεβήκαμε στον όροφο που ήταν το διαμέρισμα, η φόρα μας κόπηκε στιγμιαία γιατί βρήκαμε τη πόρτα κλειστή κι ένα ηλίθιο μήνυμα κολλημένο που έλεγε ν 'αφήσουμε ένα παπούτσι στην είσοδο. Στην αρχή εκνευριστήκαμε και ήμασταν έτοιμοι να γυρίσουμε στο σπίτι και στα μπουκάλια που είχαμε αφήσει μισά, ευτυχώς όμως μετά από λίγο όμως κατέφτασαν οι ένοικοι με τους υπόλοιπους που ετοίμαζαν το γεγονός
Απ' ότι μου είχε πει πρωτύτερα ο Νίκο, εκεί ήταν όλοι τους αλτέρνατιβ. Η καινούργια γενιά του νέου αιώνα αν είχα καταλάβει καλά. Παρατηρώντας τους λοιπόν έβλεπα ότι είχε αλλάξει κι η μόδα, που από διαίρεση είχε καταλήξει τελικά σ' ένα μέλτινγκ ποτ του ότι τραβούσε το μάτι και τον χαρακτηρισμό. Τούτοι οι τύποι αυτοπροσδιορίζονταν ως νέο-μποέμηδες με ότι άλλο ήθελες. Λίγο εβδομήντα, αυθάδεια και ειρωνεία μέχρι εκεί που τους παίρνει για μαγκιές, βέλβετ αντεργκράουντ, εμ-πι-τρία, ράστα και ελεκτρόνικα, μπόνγκος να βαράνε, androgyny, ινδική κουζίνα, υποβόσκουσα σεξουαλικότητα και όλα τα λοιπά που εξ απ' ανέκαθεν εκτρέφανε οι φοιτητές που διέθεταν ευκατάστατους, αστούς μπαμπάδες. Για μας, por supuesto, ήταν ότι καλύτερο. Αυτά θέλαμε να φτιάξουμε κέφι. Εισήλθαμε και απλωθήκαμε στο χώρο.