31 Ιαν 2007

Almanecer

Δεν έχω να σου μιλήσω για την αυθυποβολή της θλίψης, δυστυχώς μου τελείωσε. Φαντάζομαι το βλέπεις ότι τα λέω καθαρά και ξάστερα, με αποδεκτά χρώματα και ορθογραφία. Τρόπος ίσως απωθητικός για την μυστικοπάθεια και την αισθητική που έχει πέραση, ειδικά μέσα στο ψηφιακό αυτό ιερό των εκμυστηρεύσεων. Το έχω αντιληφθεί τούτο, κάπου στην άκρη της οξύνοιας, όταν γεννιούνται οι τελευταίες λεπτομέρειες της δημιουργίας. Αυτό που δεν ξέρω όμως είναι αν αντιλαμβάνεσαι πως τα χαρίσματα σαφήνειας που εμφανίζονται εδώ είναι ακριβώς τα ίδια με ένα χαρτί επικήδειου. .…Αλλά ας πηδήξουμε μερικά χρόνια-ίσια κατευθείαν μέσα στο καζάνι των τρόμων..

“ Οι καταραμένοι έχουν πάντα ένα τραπέζι όπου μπορούν να καθίσουν και ν’ ακουμπήσουν τους αγκώνες τους στηρίζοντας στα χέρια τους το μολυβένιο βάρος των κεφαλιών τους. Οι καταραμένοι είναι πάντα τυφλοί και τα μάτια τους που κοιτάζουν τον κόσμο είναι νεκρά. Οι καταραμένοι είναι πάντα απολιθωμένοι κουβαλώντας μέσα τους ένα απροσμέτρητο κενό. Οι καταραμένοι έχουν πάντα την ίδια δικαιολογία που είναι η απώλεια εκείνου που αγαπούσαν περίπαθα..”

Για ακόμη μια φορά συνειδητοποιώ πως τα βήματα με πάνω πίσω. Υπάρχει μια όμορφη αιτία γι’ αυτό βέβαια. Η ρήξη είναι οριστική. Δεν μπορώ να επιστρέψω στην παραμύθα και να ανεχτώ τον τόπο. Σου μιλάω για κάτι πέρα από την ευαισθησία και την μυθοποίηση της ζωής. Και σίγουρα πολύ πιο πέρα από την γνώση, χρησιμοθηρία και τη γελοία χυδαιότητα. Υπάρχουν ένα σωρό αποσκευές. Το γεγονός ότι γεννήθηκα σ’ ένα μέρος που διώχνει τους ανθρώπους από την βλακεία του. Η αλαζονεία της κτήσης. Και μια αντίληψη που κραυγάζει: Φεύγουμε. Σαν κομμάτια ζωής που κυλάνε μέσα σ’ ένα ποτάμι σκοτεινό και αργό. Καταδιωκόμαστε από ένα σύνδρομο ανεπάρκειας που καμία οξεία πραγματικότητα δε βρέθηκε να το εξαλείψει. Παρά μόνο οικειοθελώς.

Αλλά ας μιλήσουμε για τόπους.

Η Ευρώπη θα στέκεται για πάντα πια γερασμένη, παρανάλωμα στη τεχνοκρατική mediocricia και τα επαγγελματικά γεύματα ξεχνώντας τις κουβέντες των καλύτερων και πιο αμαρτωλών παιδιών της-και συγκεκριμένα εκείνου που έλεγε πως οι χαρές αυτής της ζωής είναι αναρίθμητες μα ελάχιστες από αυτές αγοράζονται με το νόμισμα της λογικής. Παίζω ένα παράδοξο βάλς στο σάζι με brass συνοδεία και χαμόγελο εις μνήμην της.

Η Σκοτεινή Άνοιξη του Νότου παραμένει μπλε και σιωπηλή μπροστά στο άρωμα του πρώτου νυχτολούλουδου βράδυ Μάρτη και στο ξηρό χορτάρι που θα φυσά στο Αυγουστιάτικο αγέρι. Είμαι από εκεί λοιπόν. Λογοδοτώ σε μια γυναίκα εαρινή Μεσόγειος που δίνει ελπίδα όταν συνειδητοποιώ όπως τώρα πως έχω ξεχάσει να συζώ και το ημερολόγιο υπάρχει μόνο για να καταγράφει την ανιαρή θητεία της εξευγενισμένης φρίκης. Είμαι από εκεί.

..Κατηφορίζω σαν άσωτος υιός με μια ηδονική τεμπελιά στον δρόμο της νιότης μου..” Στα βαθιά καλοκαίρια της Ινδίας, θα επαναπροκύψει το τραγούδι της παιδικής ηλικίας, ο χρόνος έχει τελειώσει, ανάμεσα στα φύλλα και τη σκόνη, τα παιδιά στη άκρη του δρόμου σ’ ένα κόκκινο ηλιοβασίλεμα και τις γυναίκες που πλένουνε στο ποτάμι. Μακριά τεράστια γη από δέντρα και λόφους, πράσινη θέα από ψηλά και μια δροσερή μουσική που βρέχει τα πορφυρά ρούχα. Ο κόσμος από εκείνο το σημείο ποτέ δεν θα έδειχνε πιο απέραντος. Ζούμε μέσα στο όνειρο του Βράχμa και η καρδιά μου γίνεται νέα σ’ αυτό που οι αισθήσεις μου αγγίζουν…

Y despues se queda l’America patchamama. Πρέπει να πάρω αυτό το μάθημα. Θα με διώξει για πάντα από την συνήθεια της κάθε μέρας καθίζοντας με στον μαγικό ρεαλισμό. Θα πάω να παίξω με τα παιδιά των ιθαγενών αφού πρώτα συμμετάσχω στις γιορτές της δοξολογίας των νεκρών τους και θα προσπαθήσω ν’ αντιληφθώ τι σημαίνει προ-γενετήσιος, μη επίκτητος πόνος. Λες τα μαύρα μαλλιά της Αργεντινής να με κάνει να τυφλωθώ; Δεν ξέρω. Έτσι κι αλλιώς, ζούμε για το καλοκαίρι.

Προς το παρόν, απλά σου ζητάω να δεχτείς κάποιον που παραληρεί. Σταθερός και χαμένος, ανάμεσα στα άκρα. Περιμένοντας να δει το κόσμο να κερδίζεται χορεύοντας. Που υπόσχεται θαυματα. Για μαγεία σου μιλάω τόσην ώρα...