21 Νοε 2006

Δουλειά στο Ρόττερνταμ


Η δουλειά έχει καταφέρει να με βαρέσει στα νεύρα μεγαλοπρεπέστατα. Ιδιαίτερα με το που γύρισα από τη Γερμανία, έχει μετατραπεί σε μόνιμο εφιάλτη ωραρίου. Τα πρωινά καθώς ξεκινώ, κόμποι σάλιου ανεβαίνουν στον λαιμό μου καθώς αντικρίζω το τεράστιο κτίριο και αυτομάτως κάθε μου σπιρτάδα, κάθε διάθεση για αναπνοή κόβεται-παρόλα τα χρώματα που παίζουν στο ξημέρωμα, κάποιες φορές. Συνήθως, όπως πηγαίνω, αγκυροβολεί την ίδια ώρα και το τρένο με το υπόλοιπο κοπάδι που αποβιβάζονται βιαστικοί. Μένω μαζί τους από τους τελευταίους όποτε μπορώ και τους κάνω τερατώδεις, πρόστυχες γκριμάτσες που ανεβάζουν το ηθικό μου, κι αλήθεια, χωρίς αυτό το ψυχοκινητικό τέχνασμα θα είχα σαλτάρει για τα καλά. Ωστόσο, με το που μπαίνω στο εργαστήριο και αντικρίζω τον Κρέτιν Γιον μου κόβεται πάλι κάθε όρεξη από τις καλημέρες. Σηκώνεται πρωί-πρωί μια σκόνη μουχλιασμένης τακτοποίησης που μου φράζει τα αισθητήρια όργανα. Μετατρέπομαι σε “καλημέρα Γιον” και τίποτα άλλο. Είμαι σίγουρος πως στο απλοειδές μυαλό του τριβολίζουν απόψεις που με θεωρούν ακόμη έναν αλλοπρόσαλλο ο οποίος δε μπορεί να στρώσει όπως έστρωσε κι εκείνος σαν σάβανο σε κηδεία-και σίγουρα τούτο με βολεύει. Αλλά και τι να πεις με ένα άτομο που νιώθει σιγουριά τρώγοντας το μήλο στην ώρα του και κάνοντας αργές κινήσεις όταν δεν έχει δουλειά και πρέπει να συμπληρώσει το οχτάωρο; Πριν κάμποσο καιρό είχα φύγει βιαστικά αργά τ' απόγευμα ξεχνώντας τη παροχή του νερού της εκχύλισης ανοιχτή. Δεν ήθελε πολύ. Ξέφυγε το λάστιχο και γέμισε το εργαστήριο νερό, ένα πόδι. Για κακή τύχη αυτός που το ανακάλυψε πρώτος ήταν ο ντιρέκτορ του τμήματος που μου ήρθε την άλλη μέρα., πρωί-πρωί, φορτσάτος. Δεν έκανε τίποτα τερατώδες. Μπήκε μοναχά για λίγο και είπε-κοιτώντας με στα μάτια: “Αυτό να μην ξαναγίνει…”, τίποτα άλλο. Πέταξε ένα πάγο στο πάτωμα και σηκώθηκε έφυγε. Ευτυχώς ο Κρέτιν Γιον είχε πάρει άδεια εκείνη τη βδομάδα και δεν ήταν τριγύρω γιατί θ’ άρχιζε να προσέχει μέχρι και το πως ανοίγω τις πόρτες.

Ωστόσο, επιμένω. Κάθε μέρα μετά τη δουλειά περπατάω στο δρόμο, που με πάει και με φέρνει και για να ξελασκάρω κάπως αρχίζω να παλαβώνω, ιδιαίτερα όταν πετυχαίνω καμιά χοντρή από τις γραμματείς που δουλεύουν στην εταιρεία. Περνάν από δίπλα μου κι εγώ αρχίζω να τις κάνω γκριμάτσες τερατώδεις, τάρας-μπούλμπα. Με το που γυρνάνε να με κοιτάξουν, σταματάω και σοβαρεύω. Μετά προχωράνε πάλι κι εγώ ξαναρχίζω, Τάρας-Μπούλμπα. Κι όλο αυτό χωρίς απολύτως καμία κακία. Ναι, αυτό πρέπει να σημειωθεί, οι συνάδελφοι μου χρίζονται όλοι τους εξαιρετικής μνείας. Ένας από αυτούς φέρει στο σακίδιο του ένα κουκλάκι της Σέσαμι στρήτ, που το βλέπω περπατώντας λίγο πιο πίσω του, έχει φλεγματική ανεξίκακη φωνή και δυο παιδάκια παρόλο που μοιάζει για δόκιμος εικοσιπέντε ετών. Τον ονομάζω “O φλώρος” κάθε φορά που θέλω να τον ανακαλέσω στο μυαλό μου για να του ζητήσω καμιά χαρούλα, καμιά παραγγελία αντιδραστηρίου η οτιδήποτε. Ο άλλος μάγκας, ο Λέο, παλιά μάρκα, τον είδα σε μια φωτογραφία, από μία που είχαν κρεμάσει όλοι τους στο social corner για να δείξουν πως ήταν στα νιάτα τους. Καθόταν σταυροπόδι με τα χέρια σε στυλ αιγυπτιακού χορού να δείχνουν δύση και ανατολή, με μαλλούρες και γένια μέσα σ’ ένα πράσινο οικοσύστημα . “Ήμουνα χίπης, εδώ είναι στη Κρήτη το ‘73”, μου λέει ψιλοπερήφανα, “ολόκληρο το καλοκαίρι…”. “Κι τι κάνεις εδώ;” τον ρωτάω, ομολογουμένως κάπως απότομα, “ορίστε;”, λέει. Δεν του απαντάω. Κοιτάω έναν άλλον σε μια φωτογραφία., ένα μακρυμάλλη νεαρό με αξύριστο πρόσωπο που κάθεται με πλάτη στο φωτογράφο. ¨Έχει μπροστά του ένα πράσινο τοπίο με χαμηλούς λόφους της Βεστφαλίας και γυρνάει να κοιτάξει στη κάμερα, γεμάτος ψυχραιμία. Φοράει ένα τζιν κουμπωμένο μπουφάν και ξεβαμμένο παντελόνι. Δυσκολεύομαι πολύ να πιστέψω πως αυτός ο τύπος-τον οποίο αν γνώριζα τότε μπορεί να κάναμε και παρέα, με τα ίδια γούστα και συναναστροφές-δεν είναι άλλος από αυτόν τον κωλοολλάνδό, τρία γραφεία παρακάτω, με τη μεγάλη κοιλιά, τα γυαλάκια και τη φάτσα αξιωματικού των SS με τον οποίο δεν χαιρετιόμαστε καν. Και μάλιστα μόλις οχτώ χρονάκια πριν. Συμβαίνουν πολλά, και είτε εγώ είμαι ανίκανος να τα συλλάβω, είτε οι ροπές που παίρνουν τα διαδοχικά συμβάντα που ονομάζουμε ζωή, χρόνος, εμπειρία ξεγυμνώνονται με τους ρυθμούς που ένα πτώμα θα απαλλασσόταν από τα σαρκία του. Βρίσκονται αναρίθμητες μικρές αυτόνομες καταστάσεις η μία δίπλα στην άλλη σαν φύλλα βιβλίου που κάθε από αυτή έχει τη δικιά της παροδική ανεξάντλητη φρεσκάδα. Κοιτώντας πίσω στις σελίδες του δικού σου προσωπικού βιβλίου, πέφτεις πάνω σε κάποια σελίδα που την διαβάζεις, θυμάσαι το πώς ένιωσες, τη συγκίνηση της, ωστόσο, όσο και να το θέλεις δεν είναι το ίδιο έντονη όπως όταν βίωνες την αναμονή της συνέχειας, την επόμενη ακριβώς σελίδα. Τη γνωρίζεις τώρα. Έχεις διαβάσει το βιβλίο μέχρι τη σελίδα που γράφει την σημερινή ημερομηνία

Στεκόμαστε στη σειρά, ταγμένοι στον προς τα έμπροσθεν σκοπό, όλοι εμείς κι οι υπόλοιποι. Ευλογημένα πλάσματα. Γιαπωνέζοι φιλόδοξοι με τις παροτρύνσεις των βίντεο-κλιπ και σελφ-ρεσπέκτεντ εγγλεζάκια με όλα τους τα κουάϊτ σιορ. Μαύρες αράχνες του ευτυχισμένου κόσμου των διαμερισμάτων. Υγρές χαρτοπετσέτες για τη δυσκοιλιότητα. Η κληρονομιά των που Αβοριγίνων χαροποιεί κλεισμένη στα μουσεία. Το πάθος των κακορίζικων χωρικών της Μπούρμα χάσκει υπογείως του τάπητα. Η Βαλκάνια εργασία ποτίζεται με χώμα όμως η αγαπητή μου συγκάτοικος…είναι παρεξηγημένη, προφανώς που ροχαλίζω τα βράδια κουρασμένος και της έχει κοπεί η χαριτωμένη διάθεση. Κάθεται, πίνει το τσάι της, φτιάχνει το σπίτι και διαβάζει περιοδικά χαρωπής, ζαβλακωμένης μόδας. Έχει ένα κουνέλι στο κήπο, ένα άσπρο τεράστιο κουνέλι, ζαβλακωμένο κι άκακο κι αυτό, όπως ακριβώς είναι κι αυτή, που τριγυρνάει κουνώντας τη μουσούδα και χέζοντας τα παρτέρια. Όσο μάλιστα κοιτάω το ζώο τόσο περισσότερο διακρίνω πόσο της μοιάζει. Θέλει τεράστια αντοχή να έχεις κουνέλι για συγκάτοικο. Τις προάλλες βρήκα παρατημένο σ' ένα ράφι το κουτί από κάποιο παιχνίδι που είχε αγοράσει. "Το Μυστικό Της Αγάπης", "…Όλες οι απαντήσεις για τον έρωτα, τη ζωή και τη τύχη, απλά τοποθετήστε τη σφαίρα πάνω σ' ένα τραπέζι και μαζί με τις φίλες σας σκεφτείτε τον αγαπημένο σας κι όλα τα λοιπά…" Δε γαμείς. Μπορώ και διακρίνω την παροδικότητα αυτής της τιποτένιας κατάστασης που χώθηκα μόνο και μόνο επειδή δεν μου έχει ατονίσει η όρεξη να εμπνέομαι από την μνήμη. Και θέλει κάμποσο κουράγιο κι αυτό πράγματι, γιατί αν αρχίζεις πια τις συγκρίσεις σ’ έχει τσακίσει πραγματικά Το περασμένο βράδυ στο νυχτερινό λεωφορείο γυρίζοντας από το Μπαρούχ χαλάρωνα κοιτώντας μια έξω από το παράθυρο και μια το κόσμο, ξενυχτισμένο από τη διασκέδαση. Ήταν γεμάτο με νεαρά κορίτσια και κάμποσους τύπους με γυρισμένα καπελά του χωριού. Δεν ξέρω γιατί άλλά εκεί ξαφνικά μέσα στη νύχτα της Φλαμανδίας άρχισα να θυμάμαι τη παλιά διαδρομή προς τη Γαύδο. Υπήρχε μια σοφία εκεί στην ερημιά. Ο ήλιος έκαιγε και ξεγύμνωνε κάθε εικασία και κυρτωμένη λογική. Η ζέστη υλοποιούταν γύρω μου και μ’ έκανε να αναπνέω γεμάτος χαρά τη μοναξιά μου. Ήταν ο τόπος όπου ο χρόνος ερχότανε πρόσωπο με πρόσωπο στάσιμος με τον εαυτό του. Στεκόμουνα μπροστά στην αλήθεια που έσκιζε κεραυνοβολώντας το καυτό μεσημέρι του Λιβυκού χωρίς να υπάρχει κανείς εκεί τριγύρω…Δεν ήξερα γιατί λοιπόν, αλλά άρχισα να έχω μνήμη ενός χαμένου χρόνου, σκληρού και χαρούμενου, όπως τον εκπροσωπούσε εκείνη η άκρη του κόσμου όπου μπορούσες να σταθείς χωρίς φόβο. Ήταν κάτι σαν μια λειτουργία ανακούφισης που δρούσε υπογείως μου και δεν ήθελα να τις δώσω περισσότερη αξία γιατί είχε αρχίζει κιόλας να με κατακλύζει μια δυσαρέσκεια βρισκόμενος σε αυτόν τον άσχετο τόπο. Ήταν για το συνήθειο που με τριγυρνούσε εκείνες τις μέρες και το ότι ήξερα πως στην επόμενη εύθυμη κατάσταση θα λυνόμουνα σε κομμάτια ρουφώντας σαν τεράστιο πεινασμένο σφουγγάρι της Θαλάσσης-κάτι που θα μ’ έκανε να νιώσω ένα κενό κατόπιν. Η αδράνεια στο να μην έχεις τίποτα ν’ αποδείξεις αντικρούοντας. Το ότι όλες στιγμές της έξαψης μου αποτείνονταν πια μέσα από άβολες, δύσκαμπτες λειτουργίες, όπως τα γραμμένα φύλλα χαρτιού που στέκονται πάνω στο τραπέζι μου, σαν ξεραμένα εντόσθια σφαγείου.

Σκέφτομαι και γράφω λοιπόν. Παρακαλώ παιδιά εκφραστείτε με δικά σας λόγια! Γεγονότα και κουτσομπολιά που θα δελεάσουν τη φαντασία, εικόνες μέσα από το Βασίλειο αλτεράδο πρίσμα. Όλα τούτα που στη πραγματικότητα δεν οδηγούν πουθενά. Αυτό το δυναστευτικό συναίσθημα που ονομάστηκε δημιουργία κι έμπνευση λοιπόν, και δεν είναι παρά μια τεράστια τρύπα στην ενέργεια που εξαντλεί ραδιουργικά τη ζωτικότητα της οργανικής άνθισης. Το έργο στέκεται, με κοιτάει, κι εγώ βλέπω μαύρη ενέργεια. Μια τεράστια μελανή οπή που πάλλεται θανατηφόρα στο κέντρο του σύμπαντος. Ακτίνες Χ και ύλη διαφεύγουν παροδικά, μόρια φωτός που θα τάιζαν τα άνθη με νταρκ μάττερ που κυλλά υπόγεια του εαυτού μου και κίτρινη σκόνη των φεγγαριών περιφερόμενα στον εγγύτατο του Κενταύρου. Όλα περνάνε το όριο του Τσαντρασεκάρ αποροφούμμενα αχόρταγα με εμένα μαζί τους. Ο μάγος που σε κάθε ξόρκι χάνει και κάτι από ζωντάνια.

Τόσο απαραίτητο…με τραβάει αυτόματα λίγο πριν από τον ύπνο, ακροβατεί στη μοναξιά της γλώσσας μου και σαν αγενή καλλικαντζάρι στρογγυλοκάθεται πάνω στο χαρτί. Κάθε δημιουργία είναι και μια θλίψη, ένα κομμάτι σάρκας που αποσπάσεται χειρουργικά από το σώμα μου. Ωστόσο είναι πια νεκρό, σαν έμβρυο, η επέμβαση το έχει σκοτώσει. Η οχλοβοή που γεννάει το συναίσθημα μου και αντιλαμβάνεται για οντότητα, ένας αέρας αξιοσέβαστος που δεν φυσάει προς τα πουθενά δημιουργούμενος από το ίδιο το καράβι που θέλει ωστόσο να κινήσει…

Είχα κουραστεί. Ο κόσμος βολόδερνε στα υπομνήματα της ζωής. Κενοί στίχοι και κούφιες αναλύσεις του πράγματος που δεν θα υπάρχει χωρίς την μελάνη του.

Τι αστείο λοιπόν είναι να βλέπω το θαυμασμό και τα τηλεοπτικά χαμόγελα με την δημιουργία να στέκεται χαρούμενη για τους λοιπούς μοναχά σαν δηλώνεται ως επιτυχημένη. Όποτε, ότι και να δηλώσω για τα χαμένα λεφτά που δώσατε στις παρουσιάσεις και τα συμπόσια μη το πάρετε κατάκαρδα γιατί εγώ σας το δηλώνω αποτυχημένα: το θεωρώ μιαν άσκοπη ηλιθιότητα. Έτσι λοιπόν μπορούμε να κοιμόμαστε τώρα ήσυχοι τα βράδια, η έκφραση τελικά είναι ανώτερη από το αντικείμενο της