21 Νοε 2006

Aziza


Αυτές οι στιγμές κυλάνε απαλά και αργά. Ρεμβάζω με όλη μου τη κούραση. Είμαι μόνος μου. Κατέχω κι απολαμβάνω αυτό που φτιάχνεται να είναι βασανιστική αγωνία, το ότι δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανένα. Ούτε κοινωνικές υποχρεώσεις, ούτε μοιρολατρικούς δεσμούς. Κάθομαι και κοιτάζω, χιλιάδες εικόνες περνάνε μπροστά μου. Στέκομαι στο τραπέζι ενός καφέ, δίπλα στη τζαμαρία και βλέπω προς το μονοπάτι που βγάζει προς το πάρκο, στο κανάλι με τις πάπιες. Είναι αργά το απόγευμα και ψιλή βροχή πέφτει σιγανά όλη μέρα. Μια μαύρη κυρία έξω στο δρόμο έχει το κοριτσάκι της μαζί το οποίο επιμένει σώνει και καλά να κρατήσει αυτό την ομπρέλα. Την ζητάει με τόσο μαλακό τρόπο που θα ήταν αδύνατο να της αρνηθείς οτιδήποτε. Η κυρία του δίνει την ομπρέλα, ίση με το μπόι του, και αυτό προσπαθεί αν προχωρήσει σιγά, σιγά, τριγκλίζωντας αριστερά και δεξιά από το βάρος. Στο τέλος κουράζεται, επιστρέφει την ομπρέλα και αρχίζει να χοροπηδάει προχωρώντας σιγανά, με εσωστρέφεια.

Ο κοπελιά του μαγαζιού, μια μελαχρινή τουρκάλα-νέγρα σχεδόν-με βαθιά μάτια που τη λένε Ασίζα- αν υπάρχει ομορφότερο όνομα για γυναίκα-μου έχει φέρει ήδη το λογαριασμό και μου πιάνει κουβέντα για το πως μικρή ο παππούς της μάθαινε να βάζει ζάχαρη στα χείλη και στην άκρη της γλώσσας όταν καιγότανε από τα μπαχαρικά του φαγητού, όπως είχα καεί κι εγώ ήδη από το κοτόπουλο που μου έχει σερβίρει. Μετά με αφήνει μόνο γιατί έχει πελάτες.

Συνεχίζω να κοιτάζω. Τα τεράστια κτίρια του κέντρου υψώνονται σκοτεινοί πύργοι μέσα στη νύχτα Το ίδιο πρωί τα είχα δει καλυμμένα στις κορφές από πυκνή ομίχλη, σαν να είχαν σβηστεί με γομολάστιχα. Λίγο νωρίτερα, είχα φύγει βιαστικά από τη δουλειά για να προλάβω ένα κατάστημα φωτογραφίας ανοιχτό. Στην είσοδο ενός μεγάλου εμπορικού κέντρο, παραδίπλα από το διεθνές κέντρο εμπορίας, στέκονταν ένας κοντούλης μαύρος που κουδούνιζε ένα τενεκεδάκι με κέρματα και τραγουδούσε το la bamba με μια βαθιά, ευτυχισμένη φωνή σαν να ερχόταν κατευθείαν από κανά απόγευμα σε παραθαλάσσιο χωριό του Σούριναμ. Ταυτόχρονα κουνιόταν, σαν να χόρευε-μάλλον για να κρυώνει λιγότερο. Ήταν το μόνο ανθρώπινο ων που μπορούσες να συναντήσεις εκείνη την ώρα στο κέντρο με τις σφιγμένες γραβάτες και τις νευρωτικές νοικοκυρές που κυκλοφορούσαν. Ο κόσμος πάει πιο γρήγορα από τα τραμ, τα τραμ γρηγορότερα από τα βαριά σύννεφα και τα σύννεφα λιγάκι πιο γρήγορα από μένα που στέκομαι και κοιτάζω τον μαύρο με το τενεκεδάκι. Όπως στέκομαι και κοιτάζω λοιπόν βλέπω κάτω από αυτό το κόσμο των αποστειρωμένων πεζοδρομίων, βλέπω να κρύβεται μια μεγάλη ανθρώπινη καρδιά γεμάτη κατακόκκινο αίμα που ρέει στις κοιλότητες της, μια καρδιά πεινασμένη και χαρούμενη του θανατά που οι στατιστικές δεν τη πιάνουν. Μουρμουρίζει κάτι για γονείς που πεθαίνουν και ηλεκτρικό που κοστίζει, εισιτήριο για την Ευρώπη πανάκριβο όμως και μόνη λύση για τη μιζέρια του ξηρού χωριού που μαραίνεται δίχως υποδομή. Πιπιλάει τη λέξη αφεντικό, κουβαλάει έξτρα με όλη τη καλή διάθεση και χαιρετάει κάθε νύχτα τον φύλακα πριν να φύγει. Κι όταν η εξάμηνη απασχόληση λήξει και αναγκαστεί να δηλώσει ανεργία αρχίζει μια κατιούσα πορεία που τη συγκρατεί μονάχα ο δρόμος, κι ένα τραγούδι που τη κάνει να ξεχνάει τη καούρα στο στομάχι από τη πείνα. “Yo no soy marinero, no soy marinero, soy capitan, soy capitan..”

Το βλέμμα μου παίζει νευρικά….κάπου χάνεται η δυσδιάκριτη γραμμή που χωρίζει το υπέρ του ανθρώπου από τη ποταπή φύση του και κάμπτεται ελλισσόμενη συναντώντας στη κατώτατη πλευρά της ύπαρξης, τη τρυφερή ουσία που η κοινή μοίρα μπροστά στη φθορά προστάζει. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Και τα μάτια της Ασίζα είναι τόσο γλυκά που κάνουν ακόμη πιο σκληρή τη ροή της σκέψης μου, μου ανεβάζουν δάκρυα.

Μέσα από τη δύναμη και την αυταρέσκεια μου ώρες, ώρες βλέπω πως προβάλει η Φθορά, αναμενόμενη, να γελοιοποιεί τις κατακτήσεις χαμογελώντας τραγικά. Οι καθρέφτες μου στο πρώτο αντίκρισμα βλέπουν την ευγενική μορφή του νέου κόσμου να θωρεί με την σταθερότητα που η πράξη του δίνει, λυγίζει όμως με σκεπτικότητα καθώς υποψιάζεται τα πρώτα σημάδια Της ν' αχνοφαίνονται μακριά στον ορίζοντα, σαν υποψία της μπόρας που ακόμη δεν έχει εδραιωθεί. Με τι ν' αντιπαρέλθω λοιπόν μπροστά στ' απτόητο γεγονός; Το παροδικό μου φεγγάρι ανατέλλει βγαίνοντας από τα σιωπηλά σύννεφα που λούζονταν, μονάχα, απ' το φως του. Ο κόσμος που διαγράφεται έχει την δικιά του μορφή που αυτό το χλωμό φως μου του δίνει. Ιδιαίτερος κόσμος, φωτός και σκότους συνάμα, του ημίφωτος. Και δεν μπορώ, μ' αλήθεια, να κάνω τίποτ' άλλο απ' το να χαίρομαι τούτη τη πράξη.

Και κάτι τέτοιες στιγμές σαν και τώρα, είναι που νιώθω την πλημμύρα να έρχεται, και θυμάμαι τον Πάρη Ταβελούδη, τον Ταβελούδη που τον είχα μάθει μέσα από τον Τζώνη και την ομορφιά του κόσμου όπως τον δίδασκαν στο σχολείο. Όλη τη ποίηση του γεννιόνταν μέσα στη κάθε μέρα-ροϊδοπόλεμο και φυσοκάλαμα-κι όχι μέσα από αδιάφορα φιλολογικά κολοκύθια της έκφρασης. Δεν μπορούσα να σταματώ να υμνολογώ μαζί του τις ομορφιές που είχα αμελήσει, την απλότητα και τη γλυκύτητα που δε κυνηγούσε ανώτερες επιδιώξεις. Τα μάτια μου βουρκώνανε ακούγοντας το βιολί της Σμύρνης που αντηχούσε καθώς έγραφε…Ένα τελευταίο βαλς χόρεψε η πολιτεία πριν πέσει. Ένα Ευρωπαϊκό χορό με ανατολίτικη φωνή που γοήτευε τα παιδιά καθώς παίζανε στους δρόμους της, οι λευκές κουρτίνες και μια κρυστάλλινη κανάτα πάνω στο μπουφέ από μαύρο ξύλο… όχι υπέρ, όχι ανυπέρβλητη θεώρηση, μόνο μια αδυναμία- γλυκεία αδυναμία-και μαλακός λόγος που καμιά κριτική φωνή δε κατατάσσει

“Σήμερα έχει Μαριγούλα μου, αύριο δεν έχει Λευθεριά μου…”

Οι ιστορίες του δεν γεννιόνταν απ' αυτόν, γεννιόνταν από μένα. Κόβουνε κομμάτια από το κορμί μου. Ένα βαθύ, λυπητερό τραγούδι των παλιών. Χαρμόσυνη ανία κάποιας άπραγης μέρας, κάπου εκεί πίσω. Κομμάτια από εδώ κι από εκεί, εικόνες που ξέφευγαν από τα βάθη της μνήμης μου, χαρά, πόνος επίκτητος που όσο πάει μεγαλώνει.

Η θεία μου, την άκουγα να διηγείται για το γέρο πατέρα των γειτόνων, από τα ίδια μέρη καταγωγή, που τα τελευταία του χρόνια τα ζούσε μαζί τους στη πόλη…“Και είχε πάει η συμφάδα να τον φωνάξει, το είχαν σ' ένα δωμάτιο από τα παιδιά, που σπούδαζαν…τότε είχε όλη μέρα ένα κασσετοφωνάκι κι άκουγε τραγούδια από το πανηγύρι… Μάνα ΄μ δε θέλω κλάματα… καλότυχα είναι τα βουνά…τέτοια, κι όπως είχε πάει ν' ανοίξει τη πόρτα τον είδε που έκλαιγε, σιγανά...«Φύγε…» την έκανε με το χέρι, σα να μην είχε δύναμη… «φύγε...» Τι θελαν και τον έφεραν στη πόλη; Έλα ντε…”. Ο πόνος αναπνέει και η δεύτερη μου γιαγιά, την είχα δει μαζί με την αδελφή της, τη κανονική μου γιαγιά, στο υπόγειο, η μία κρατούσε ανοιχτή τη σακούλα και η άλλη έβαζε τα ξύλα μέσα ενώ μιλούσαν χαμηλόφωνα, μισογελώντας. Καθόμουνα και τις καμάρωνα μέχρι που έμπηξα μια φωνή που είχε έρθει να μας δει κι εγώ δεν το ήξερα. Όταν πέθανε η μια, μετά από έξι μήνες πέθανε και η άλλη, μάλλον μαράζωσε.