11 Φεβ 2007

Η τρελή του Άμστερνταμ

Οπως και το 2002 που τοχα γράψει, για ένα περίεργο λόγο, έτσι και τώρα έχω ένα εισητήριο για το Παρίσι και βρίσκομαι σ' ενα δωμάτιο με σταματημένα ρολόγια. Ωστόσο κάτι έχει αλλάξει. Αυτή τη φορά έχω και εισητήριο για Μαδρίτη, με χρονική διαφορά δυο βδομάδων. Και καινούργια φωτογραφική μηχανή. Μόλις τα πήρα. Μη ρωτάς για τα λεφτά, δεν υπάρχουν. Είναι όπως στο είπα. Αλλάζω στάση. Ξεκίνησα χτες. Τώρα κρατάω την αναπνοή μου και κοιτάω με ψυχραιμία.

"..Κλείνω τα μάτια μου και μισοκοιτάζω βαθιά αυτή τη φωτεινή και κρύα μέρα. Το Άμστερνταμ είναι ένα καλλίγραμμο χάος που τους χωράει όλους. Είναι μια Ευρώπη δεκαετιών που δίνει το δικό αλαζονικό της χαρμάνι από μυρωδιές και χώρους. Να 'μαι στη βόλτα που κατεβαίνει τη Rokin τραβώντας και πάλι ολόκληρο το χειμώνα προς το πάρκο του μουσείου, μ' ένα ποδήλατο που αγόρασα από τους junkies για δέκα γκίλντες, χαζεύω το κόσμο που πηγαινοέρχεται κατά χιλιάδες. Η μάστιγα χτυπάει καθημερινά τα ντουβάρια της πόλης. Τα χνώτα δημιουργούν αιθάλες πάνω από ένα οικοδομικό σύνολο που είναι τόσο καθαρό όσο κι ένα παλιό τροχάδι. Τουρίστες μιλιούνια, χωριατοσπανιόλοι που βαριέμαι ν΄ ακούω, αγγλίδες φοιτήτριες, Αμερικανοί συνταξιούχοι και γκρουπ Γιαπωνέζων αλωνίζουν αδιάπαυστα τις πλάκες των πλατειών. Η πόλη έχει όλα τα καλά για να έρθεις και να τ' αρπάξεις. Assenwerke και μαύρο, μπλουζάκια και ξενικά διεγερτικά, καραγκιόζηδες που ήρθανε να γίνουνε μάγκες στο καζάνι όπου μαγειρεύονται τα πάντα. Όλα είναι απλωμένα σαν κεμπάπ στα ψητοπωλεία έτοιμα προς τη κατανάλωση. Στη μέση της πόλης υψώνεται ένα νησί με τη πειρατική σημαία της Frankreijk-μ' αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ο οδηγός του καλού γκαβλάρα συνιστά να ξεράσεις τουλάχιστο μια φορά στο πλακόστρωτο, ν' ακούς τη παραμύθα για το τι παίζει κατά 'δώ και να σπεύδεις ολοταχώς. Σ' αυτή τη πόλη ο δρόμος από τον αντιξενέρωτο που θέλησε να γίνει επίτιμος δημότης με λωρίδα ως τον απελπισμένο κουρέλη που ζητάει φράγκα στους σταθμούς είναι βραχύς. Τόσο βραχύβιος όσο μια δανεικιά τζούρα. Η πόλη βρωμάει και υπερκαλύπτει τη κάθε αναίμακτη φιλολογία σαν υδρορροή που χύνεται στο βούρκο του καναλιού παραπέρα από το καφέ Crea. Λίγο πιο κάτω μια νάνος με ροκ δερμάτινο στέκεται μπροστά από την είσοδο ενός κλειστού πολυκαταστήματος και τραγουδάει με δυνατή παθητική φωνή. Συνάμα κοιτάζει και τον κόσμο στα μάτια, μια αριστερά, μια δεξιά σαν ν' απευθύνεται στον καθένα από αυτούς. Παραπέρα, ένας σκιν παίζει με τη γκάιντα σκοτσέζικους σκοπούς. Στα κόκκινα φανάρια οι πουτάνες στέκονται μέσα στη τζαμαρία για όλα τα γούστα, ενώ δίπλα ακριβώς ένα φορτηγό ξεφορτώνει κρέατα στην αποθήκη του σουπερμάρκετ στη Nieuwmarkt. Σαράντα γκίλντες, blow και πήδημα, το πολύ δεκαπέντε λεπτά, Γιαγιάδες, χοντρές, δασκάλες, καθολικές, με όλα τα χρώματα και όλες τις γλώσσες έχοντας ιδιαίτερη προτίμηση στη διάλεκτο του Σουρινάμ. Και οι πιο βλακώδεις φάτσες που θα δεις ποτέ σου από τουρίστες. Η καλύτερη ωστόσο θα είναι να πάς και λίγο παρακάτω, εκεί όπου θα ξενερώσεις στ' αλήθεια από την υπόγεια ομορφιά της αστυφιλίας. Καφές δίπλα στο κανάλι. Μη μείνεις όμως πολύ. Άστο για τους Αμερικανούς. Τράβα κατά το υπερσύγχρονο μουσείο όπου μοιράζουν πιστοποιητικά θανάτου σε συσκευασία δώρου, απόδειξη για τ' ότι πέρασες κι από κει, απόδειξη και για μένα τον ίδιο, για το πως η πρωτοπορία της τέχνης έγινε σίγουρα και η εξαφάνιση της. Είναι ν' απορείς στ' αλήθεια για το ότι χτίσανε αυτό τη σύγχρονη χωροταξία μόνο και μόνο επειδή κάποιος είχε ερωτευτεί τα χρώματα έναν αιώνα πριν. Από την άλλη τα έξοδα καλύπτονται από τα εκατομμύρια επισκεπτών κάθε χρόνο.

Ξαφνικά, με μια μικρή στροφή στο δρόμο μου, βρίσκομαι στην άλλη πλευρά της πόλης, εκείνη που ξέχασαν να δηλώσουν και μένει αμέτοχη κι ανενεργή. Για το καλό όλων μας. Βρίσκω κάπου να καθίσω… Ο τρόπος τούτης της χώρας μου προσβάλει την ιδιοσυγκρασία. Τούτης της χώρας, αλλά όχι και του Άμστερνταμ. Παράμερα της Λάιντσεπλάιν, μέσα από ένα στενό δρομάκι βλέπω μια γυναίκα να έρχεται. Φοράει ένα μακρύ φουστάνι, μαύρο-κυανό που το παρασέρνει ο άνεμος κυματίζοντας σερνάμενο στο πεζοδρόμιο. Μιλάει όλη την ώρα μόνη της. Χειρονομεί με τα χέρια σαν να εξηγεί στον εαυτό της κάτι σημαντικό που μόνο αυτή θα μπορούσε να ξέρει τη σημασία του. Έχει γκριζαρισμένα μαλλιά και, περιέργως ή ατυχώς, είναι όμορφη στο πρόσωπο. Έχει μια νηφάλια λάμψη που θα πρόσδιδε σ’ άλλη περίπτωση υπόνοιες χαρακτήρα. Αν δεν ήταν τα μαλλιά αχτένιστα και το μπουφάν που φορούσε πάνω απ’ το φόρεμα, παλιοκαιρισμένο-ξέχωρο από το ντύσιμο, σα να της το έδωσε ζητιάνος στο δρόμο-δε θα έβλεπες τίποτα παρανοϊκό στην εμφάνιση. Ίσα που μπορεί να την θαύμαζες κιόλας.

Όμως να, τη βλέπω να περπατάει στο πεζοδρόμιο και να χειρονομεί. Από ένα σπίτι βγαίνει μια κοπέλα μαζί μ’ έναν άλλο που κρατάει μια τηλεόραση αγκαλιά. Η τρελή περνάει από μπροστά τους και τη παρατηρούν που μιλάει μόνη της. Τη κοιτάζουν για λίγο έκπληκτα, ο τύπος με τη τηλεόραση λέει κάτι στη κοπελιά και ύστερα χαμογελάνε μεταξύ τους. Όχι όμως κακέντρεχα. Μετά στρέφουν τα κεφάλια προς τα πάνω και συνομιλούν με μια γυναίκα που στέκεται στο ανοιχτό παράθυρο. Το πορφυρό φουστάνι συνεχίζει τον δρόμο του. Το βλέπω καθαρά. Βρίσκομαι στους δρόμους μια πόλης-κράτους. Έξω από τα τείχη του συσσωρεύονται καθημερινά μιλιούνια βαρβάρων, κραδαίνοντας πλαστικά δόρατα κι ασπίδες από αλουμίνιο, έτοιμοι να τα εκπορθήσουν. Και τελικά το καταφέρνουν. Κοσμογονικές πλημμύρες των καναλιών ωστόσο, και κοροϊδευτικά συνθήματα στους τοίχους καταφέρνουν πάντα να πνίγουν τα ζωύφια, που σαν διαφημίσεις σκαρφαλώνουν σε κάθε γωνιά κι έκφραση της πόλης. Η τρελή συνεχίζει το βάδισμα της, με τη μόνιμη εξήγηση του χάους, το φόρεμα χορεύει στον άνεμο σαν σημαία, ο ήλιος γέρνει πάνω από τις γέφυρες με τα πενταόροφα σπίτια και παντού επικρατεί ηρεμία, μια γλυκιά ηρεμία σαν χαμόγελο του Mucha. Απαλοί θόρυβοι έρχονται από παντού, όπως τους νιώθεις σαν είσαι έτοιμος να κοιμηθείς, απομεσήμερο καλοκαιριού. Μια μελωδία βαλς κλαρινέτου μ’ ακορντεόν χαϊδεύει τ’ αυτιά μου, είναι θλιμμένη και αλλέγκρα συνάμα. Περνάω μπροστά από ένα βιβλιοπωλείο με αρχαία βιβλία της πόλης και τη θεωρία της Σούζαν Σόννταγκ για τη φωτογραφία. Ήρεμοι, στοργικοί πελάτες και ησυχία στο δρόμο, ένα παγκάκι στη Πρίνσεστραατ. Αυτό που νιώθω είναι σίγουρα ευτυχία, κι ευτυχία η οποία ξέρω που οφείλεται. Είμαι ένας μουγκός. Προσπαθώ να μιλήσω μα δεν βγαίνει τίποτα. Είμαι σαν εικόνα σε γκαλερί της Λάιντσε, βάζω στοίχημα πως αν όλοι σώπαιναν τώρα θα μπορούσαν να νιώσουν την χαρά αυτής της πόλης. Την επόμενη στιγμή όμως βγάζω μια κραυγή που σπάει τα κρύσταλλα και βλέπω πως η χαρά ξέρει και να ουρλιάζει, ή μάλλον να τραγουδάει σιγανά, με βαριά φωνή. Σαν την εξήγηση που μιλάει μόνη της. Η πόλη αυτή μου ερεθίζει την αντίληψη. Την νανουρίζει αρχικά, δίνοντας λίγη γλύκα του Γενάρη από τον ήλιο μπροστά στη καμπύλη της γέφυρας, γυμνώνει κάθε άμυνα με συνεπαίρνει κι εκεί, στο χαλάρωμα του απογεύματος, μπαμ! Ακούγεται ένα μπαμ, απαλό κι αυτό που μονολογάει στο δρόμο. Παίρνει και ζουλάει μια φλέβα μου στα μηνίγγια, μου μουδιάζει ολόκληρο το άνω σαγόνιο. Και μέσα απ’ αυτό, μου δίνει χαριτωμένα πρίσματα στον οφθαλμό, που μαζεμένα όλα μαζί, δε συμπυκνώνονται παρά στο πρόσωπο της τρελής..." (Ροττερνταμ, 2002)