Η γριά η Μπαλαλούκαινα βρήκε κάτι μπογιές και θυμήθηκε πως βάφονταν μικρή. Στάθηκε μπροστά στο καθρέφτη κι έβαψε τα χείλια και τα μάτια της, κι έβαλε πούδρα στα μάγουλα. Μετά βγήκε έξω από τη πόρτα, στο σκαμνί που πάντα κάθονταν και χάζευε με τις άλλες γριές που ερχόντουσαν και κάθονταν μαζί τους. Χαιρόταν και μισοκορόιδευε συνάμα τον εαυτό της που ένιωθε τα χρώματα στο πρόσωπο όπως όταν πρώτη φορά είχε βαφεί λίγο και βγήκε στη πλατεία.
Ο γέρο-Μπαλάφας ανέβηκε στο καινούργιο τ' αυτοκίνητο του γιου του κι έκατσε στο μπροστινό κάθισμα για να περάσουν από τη πλατεία. Τον είδανε οι λοιποί στο καφενείο και κάνανε σχόλιο για τ' αυτοκίνητο και τον γιο που είχε βρει σπουδαία δουλεία στη πόλη και ο γέρο-Μπαλάφας το κατάλαβε, μα δεν έκανε να κοιτάξει κατά κει ούτε ήθελε να πάνε στο καφενείο και να πουν τις ίδιες κουβέντες με τους άλλους που τρώγονταν κάθε μέρα για πολιτικά, χωράφια και κουτσομπολιά. Πήγαν μόνο μια βόλτα, κατηφόρισαν από τη πλατεία και μετά γύρισαν σπίτι, ο γιος δεν είχε άλλη όρεξη και το χωριό ήταν μικρό-καμιά σχέση με τη πόλη που έσφυζε από ζωή στο κέντρο της.