21 Νοε 2006

Η Aγία Blondie του Berlin


Είναι ένα συναίσθημα ανεπάρκειας που με κάνει να γυρνάω σε ατέλειωτες στροφές, σε απίθανα μέρη. Σαν να μη μπορώ να σταθώ σ’ ένα σημείο. Εμένα, και κάμποσους ακόμη, νόμιζα, που θα μπορούσα να τους ονομάσω η γενιά μου. Δεν γνωρίζω κανέναν τους τώρα πια. Βρήκαν τις άκρες απ’ ότι έμαθα, στη ζωή, όχι στη συνείδηση. Έχει κάτι πικρό αυτό.

Οι απαραίτητες συστάσεις αυτής της ιστορίας θα αναφέρονταν σε παρακμασμένους αγγέλους που περνάνε τον καιρό τους σ’ άσχημες πόλεις. Ωστόσο δεν έχει καμιά σημασία. Μιλάμε έτσι κι αλλιώς για ζωή, όπου δυο αναπνοές δεν προφταίνουν να την χωνέψουν. Και μιλάμε για μια ιστορία αγάπης. Μια εποχή των συναισθημάτων, που ξαναζωντανεύει.
Μπαίνει μια λέξη, κάτι χυδαίο. Γεωγραφικός τρόπος και χρόνος, πρέπει να δηλώσω. Είναι το Prenzauler Berg, πίσω από την Kastanienalee, εκεί. Ένας Αύγουστος που περνάει ανέπαφος και σκοτεινός με τρόπο που δεν είχε προσδιοριστεί το ίδιο πρωτύτερα.

Βρέχει συνέχεια αυτό το καλοκαίρι και ο ήλιος βγαίνει σποραδικά. Όταν βγαίνει ωστόσο, όλα αλλάζουν. Τις βραδιές, αν ο ουρανός δεν είναι καλυμμένος, ο ορίζοντας φαίνεται ν’ αχνοφέγγει αργά μετά τις δέκα.

Μια δουλειά που τελειώνει. Σκέφτομαι συνεχώς πως τα συναισθήματα που μου γεννιούνται σ’ αυτό το γεωγραφικό μήκος είναι κομήτες σε πορεία. Πηγάζουν ωστόσο από ένα υλικό που λέω πως ήδη έχω νοτίσει και περιεργαστεί και…τι κάνω εδώ πέρα..; Για πες; Αϋπνία μέσα σ’ ένα καλοκαίρι των βροχών. Και μια πόλη του Βορρά που τ’ όνομα της αρχίζει από B.

Στο δωμάτιο μένουν δυο Αμερικάνοι που θα περάσουν εδώ την βραδιά. Το κτίριο απέναντι μισοδιαλυμένο, ότι έχει μένει στην Ανατολική πλευρά να την θυμίζει, ενώ σε κάποια γωνιά του δωματίου βρήκα μιαν εξομολόγηση. Εικόνες ανθρώπων και τοίχων, που περιεργαζόμουνα όση ώρα κοιτούσα το απόγευμα της Υπέροχης πόλης.. Παίρνει και νυχτώνει…

“Γαμήστε τα όλα λοιπόν…και τα εγερτήρια, και τις σχέσεις του δημοσίου, και την ορθή συμπεριφορά και ίσως θα πρέπει να ονομάσεις καρανωμαλία και την αγάπη, και τον ύπνο στην σωστή ώρα, και την εκπαίδευση, και την δήλωση μετάνοιας, και τα αναμενόμενα αποτελέσματα, την ισορροπία του ψυχισμού, τις συναναστροφές και..(ένας γέρος παίζει ακορντεόν) και, και, και το χτίσιμο ενός κόσμου, και τους αγώνες και τους διαλογισμούς, κκ..και..την αναμονή, την βαριομάρα μου, τα φίλτρα της αντίληψης μου. Νομίζω compadre ότι εκ φυσικού ανιχνεύω το μονοπάτι μου στην αλαζονεία, στα κλειστά δωμάτια, τις ψευτιές και τις επιδείξεις. Το μόνο μάλλον που θα μένει τότε θα ‘ναι να αποδεχτώ τον εαυτό μου, ν’ αγκαλιάσω τα λάθη και την ρηχότητα, παρόλο που συνειδητοποιώ πόση σκαρτίλα κουβαλάνε…Μ’ άλλα λόγια, Τhe End, s’ acabo, beendet...”

…Καμιά σχέση με τα προηγούμενα βράδια…Έχω ένα πορτοκαλί ποδήλατο και κατεβαίνω βαθιά μέσα στη πόλη, σταγόνες βροχής που με ανακουφίζουν. Με πάει ο δρόμος μόνος του, διασκεδάζει με τις παρέες μέσα σε παροδικές γκαλερί που πίνουν σιγά και μιλάνε. Η πόλη αχνίζει στο ύψος της Friedrichchain. Μέχρι να φτάσω θα χαίρομαι κάθε παρουσία, το θυμάμαι αυτό. Και θα βρω συνοπτικά και το μέρος που πρέπει, με τον εσωτερικό ρυθμό μου τεταμένο και με τη μοναξιά να βαράει το κουδούνι. Αυτή, μαζί και ο θόρυβος που θα με κάνουν να βαριέμαι την extremo κατάσταση της fuck γιορτής γεμάτη ενδιαφέρον. Μαζί με όλα τα φαντάσματα της νύχτας. Industrial υποκουλτούρα που αναλώνεται. Είμαι ψύχραιμος. Και λέω ότι θα περιμένω ένα θαύμα…

(Στο Bruxelles Gare du Nord ένα βράδυ διασχίζοντας τους άδειους διαδρόμους άκουσα ψιθυριστά μια φωνή να λέει σε πολλές γλώσσες κάτι που το πήρα τις μετρητοίς. Μου το υποσχότανε…Ti prometo un miracolo, Te prometo un milagro, I promise you a miracle, Ich verspräche dir ein wunder..)

Κι έρχεσαι. Κοιτώντας με στα μάτια. Και με ρωτάς αν θέλω μια μπύρα. Εκεί στον δρόμο που στέκομαι. Και σου λέω εντάξει. Και συ μου λες “ένα το κομμάτι” γιατί τις πουλάς. Κι εγώ σου λέω άστ’ αυτά και να μου πεις καλύτερα κανα μέρος της προκοπής γιατί βαρέθηκα εδώ. Και συ βρίζεις, και μου λες άντε να διαβάσεις τον Οδηγό για Μαλάκες Τουρίστες να δεις που να πας. Και σε βρίζω κι εγώ, properly... Μετά όμως σου λέω κάτσε, γιατί εγώ δεν μίλησα έτσι. Απότομα ευφυής, γεμάτη επίθεση. Το ‘χω ξαναδεί, σε ξέρω,. Και σου χαμογελώ για λίγο, σαν να μην έχει νόημα, τίποτα, γιατί έτσι είναι. Καλμάρεις. Σε κοιτάζω, δε μιλάω, και μετά χαμογελάς και συ για λίγο. Και τη κερνάς τελικά την μπύρα. Στο μπροστινό καλάθι του ποδηλάτου.

Έντονα στρόγγυλα μάτια, κοφτό μαλλί. Ένα παλιό παλτό και κλεμμένο προς ενοικίασην ποδήλατο, φουριόζικοι τρόποι, άνετες κινήσεις μέσα στη νύχτα κι εγώ συνεχίζω να σε κοιτάω. Και μιλάμε. Πολύ ώρα. Ένα σκηνικό που πρέπει να το πιάσω από τα φτερά και να το δέσω να ίπταται για πάντα δεμένο στο σκοινί..

…Η βροχή μπροστά από το ξεχαρβαλωμένο κτίριο που ξεχειλίζει μ’ ανθρώπους και τέχνες, οι λαμπεροί δρόμοι και τα αυτοκίνητα που περνάνε αργά, μετά τα μεσάνυχτα, αλήτες στους δρόμους, σπασμένα σοβιετικά αγάλματα, κίτρινα φώτα, τοίχοι από μικρά κόκκινα τούβλα και τέλος, δυο ποδήλατα αντικριστά, οι ρόδες ακουμπάνε μεταξύ τους. Κουβέντα, εκπλήσσεσαι που ξέρω, Babylon Circus. Agriculture Biologique σου λέω και χαμογελάς πάλι. Ojos che illuminan. Πουλάς μπύρες στους περαστικούς. Και η φίλη σου που ‘ρθε μετά από το Maria, εντελώς χαπακωμένη πουλάει κι αυτή, με τον λεσβιακό της τρόπο. Εντάξει ειναι, από την Λυών στο Βερολίνο είναι μεγάλη ή μικρή η απόσταση; Eres tu el milagro? Δεν το πιασες.. Blondie. Λεφτά από τις μπύρες, από κάποιο ανύπαρχτο πάρτι, λεφτά για τα έξοδα και για το ενοίκιο. Την ακούω ετοιμόλογη να πουλάει. Τρεις τα ξημερώματα, έξω από το café Zapata, εκεί όπου συχνάζουν οι εναλλακτικοί κώλοι: “Are you an artist, aren’t you τους λέει, γιατί I shit the artists εγώ..”. Χάρμα. Δε ζορίζομαι να βρω την άκρη. Η νύχτα περπατάει στη βροχή και στα φώτα, πουτάνες κάνουν πιάτσα πιο πέρα και θηλαστικά περιδιαβαίνουν κάτω απ’ το νερό που πέφτει. Σκυφτά στις γωνίες, προφυλασσόμενοι, γύρω από τις κουβέντες μας. Η φίλη σου η Jojo είναι ακόμα φτιαγμένη. Αργότερα, μου μιλάει, καθώς καθόμαστε πιο κει: “Έχω ιδιότητα. Τα χαρτιά μου στο arbeitslos λένε πως είμαι Kunstler. Mε ρωτάνε όταν πάω “γιατί δεν έχεις δουλειά;”, όμως δουλεύω πάνω στο προγιέκτ γαμώτι μου...έχω το προγιέκτ”. Ένα τσίρκο μόνο με γυναίκες, κατάληψη στην Ανδαλουσία με ζάκια που δεν υπάρχουν πια, mejor la alegria que la eroina. “Η πουτανιά είναι στη γυναίκα. Μπορεί να το κάνει για τα λεφτά… I would fuck with you as well, if you had the money..” Ρωτάω που να είσαι. Λέει δεν έχεις ανάγκη, εκεί πιο δίπλα με τους άλλους, εκτός αν απλά ρωτάω γιατί θέλω να ‘μαι μαζί σου, γι΄ αυτό ρωτάω.


Είναι διάφοροι γκαβλάρες τέτοια ώρα, μυστήρια τρένα και τρελαμένοι από την ανοησία τους, πέρα-δώθε που μας μιλάνε συχνά πυκνά χωρίς να το θέλουμε, και σπαζόμαστε. Πάμε πάνω; Τέτοια ώρα δεν έχει είσοδο και η Jojo φεύγει. (Κάποια στιγμή θα πάω για pisse και θα πετάχτείς, Hey, Basilia, οu e tu? Γούσταρα τον τρόπο που ρώτησες σαν να φοβόσουν μη τη κάνω)

Ανεβαίνουμε στο lounge από τις στριφογυριστές σκάλες, μαζί σου. Κόσμος που χορεύει και κοιτάζει τις κορφές των ανατολικών κτιρίων….

Με παίρνεις από το χέρι, ανάμεσα στους καπνούς και τα σώματα, και με πας προς τις τουαλέτες. Το μέρος, το είχα διαβάσει, ήταν χώρος κρατουμένων των SS, ινστιτούτο τεχνολογίας για το καθεστώς και αποθήκη άχρηστων υλικών. Όσο το σκέφτομαι μια ψηλή ξανθιά μπαίνει ανάμεσά μας και κολλάει πάνω μου, επίμονα. Σέρνει κάποιον άλλον από πίσω που κοιτάει κενά. Μου λέει κάτι στο αυτί όσο κοιτάζω εσένα. Δε σ’ αφήνω. Και συ κοιτάς ωραία.

Περιμένουμε κάπου στον κόσμο, την ουρά, χαπάκια. Μπαίνουμε στην τουαλέτα. Θυμάμαι ότι κλείνεις την πόρτα. Kατεβάζεις τα παντελόνια και κατουράς, σχεδόν όρθια από τη λέρα. Μετά βγάζεις το speedaki paper. Εγώ δε θέλω. Θα μου πεις: “Θα πάρω μόνο αν πάρεις κι εσύ” και είσαι πολύ γλυκιά. Λέω πάμε να φύγουμε, χάλια αυτή η γιορτή.

Από τον πέμπτο όροφο που κοιτάμε φαίνονται οι τρούλοι και ο πύργος ν’ διαγράφονται μέσα από ομίχλη και καταλαβαίνω που βρίσκομαι. Προβολείς προς τα σύννεφα ζεσταίνουν το νερό και φτιάχνουν αιθάλες. Φώτα και όγκοι γεμάτοι γοητεία. Εδώ, μου λες, επιβιώνεις μονάχα άμα είσαι σίγουρος γι’ αυτό που κάνεις. Εγώ σκέφτομαι ότι αυτή ή πόλη έχει την συρραφή από μεσοπόλέμο που ταυτίζεται με τις allusions που είχα. Δεν μπορείς να καταλάβεις που είναι παρόν και που μέλλον σ’ αυτούς τους δρόμους. Mνήμες και νέες τάσεις ανακατεύονται και πατάνε η μiα πάνω στην άλλη.

Το δικό μου κομμάτι τώρα. Καμιά σχέση. Μιαν χλωμή ψηλή τραγουδίστρια night club που όταν από τα δικά της χείλη βγαίνει η φράση nach Berlin οι λέξεις ακούγονται με διαφορετική βαρύτητα..

“Berlin, βροχή και μια κινέζικη ομπρέλα.
Berlin, βροχή δεν είναι το ίδιο
ούτε τυχαίο Charlie
που η γκαρσόνα στο Σάλσα μπαρ
είν’ γερασμένη,
και η μαύρη απέναντι μαύρα γυαλιά
φοράει στο σκοτάδι.
Καλλονές πικραμένες
γκρίζα κομμάτια γειτονιές
κάνε υπομονή κι η Παρασκευή θα έρθει,
στο SO 36.
Berlin, γράφει το εισιτήριο.
Λατρεία των πόλεων, Φετιχισμός platz.
Ασθένεια και επιληψία
τους τόπους ν΄ αγαπάς
Από κάποιο καφέ, δίπλα στο παράθυρο.

Κι είναι ένα ακόμα λοιπόν
για τις Πόλεις του Βορρά
που τ’ όνομα τους αρχίζει από Β.
Ένας έρωτας κι ένα πορτοκαλί ποδήλατο
Δρόμοι που αχνίζουν μετά τη βροχή
πέντε τα ξημερώματα
προβολείς,
πάνω από τους τρούλους και τους πύργους.

Η Charlotten strasse κρύβει ένα δωμάτιο
κι ένα ψηλό λευκό κορμί.
Σκοτεινό Υγρό Καλοκαίρι.
Οι γωνιές της Ανατολικής πλευράς
Αύγουστο μήνα
κι αεροπλάνα που πετούν χαμηλά
(Ψάχνουμε την Kopenickerstr.
Μα στην ουσία ψάχνουμε την ευτυχία μας)
Λευκοί ώμοι σε διάφανο μαύρο,
δρομολόγια τρένου
προς την terra incognita
μέσα από την οποία εσύ θα με περάσεις, κρατώντας μου το χέρι.”

…Κάπου στην άκρη από το τούνελ θα ακούω πάλι τη φωνή σου να λέει λέξεις, σκεφτικά, μετρημένα... Σ’ αυτόν τον τόπο ακούγεται παράξενα, η Βολιβία, οι μολότοφ, οι γονείς που ‘ναι πλούσιοι και το ψυγείο πάντοτε γεμάτο. Ότι ποτέ δεν θα μπορούσες να έχεις κάποιον πάνω από το κεφάλι σου. Και μια λέξη ακόμα, που θα την πω εγώ, σαπιένζα. Βλέποντασε ν’ ακούς όμορφα. Tο πρόσωπο σου είναι πάντοτε αποφασισμένο. Πάει να πει… δυο παρουσίες που μαλάκωσαν σ’ αυτόν τον Αύγουστο βροχής, σε μα πόλη που την μαντάρισα μέσα σε κάποια ονείρωξη. Αν είναι της αστικής χαράς να μη ξεφύγω λοιπόν, ας την ζήσω σ’ όλο της το μεγαλείο… μιαν ζωή σε κάποιο κωλόσπιτο της east side, που ‘ναι πλήρης, παρά ταύτα. Και μια σιωπηλή συμφωνία nella merda, που δημιουργούμε και απ’ όπου τελικά θα αναδυόμαστε ακέραιοι. Το πρώτο γράμμα το όνομα σου στο αλφάβητο που θα γράφει ξανά γραμματική.

Και τώρα που νεράιδες με μαυρισμένα μάτια είναι κομμάτια στα σκαλοπάτια και έχουμε κουραστεί, μαζεύουμε τα ποτήρια από όλα τα τραπέζια και τα πας στο μπαρ, έτσι για πλάκα. Και τώρα που φεύγουμε και δεν ξέρω αν θα πάμε στο herberge όπως λες, να φάμε και να κοιμηθούμε ή αν θα πας σπίτι σου, η βροχή θα πέφτει πολύ ψιλά στο ξημέρωμα και τα χρώματα θα είναι άλλα. Αύριο θα πρέπει να βοηθήσεις τον φίλο σου Fuckparade. Και σου λέω, καλύτερα να πας σπίτι…

Είναι μιαν τελευταία πορεία. Ποδήλατα κάτω από έναν πύργο μέσα στα σύννεφα, Βρεγμένοι δρόμοι και κίτρινα φώτα κάπου κοντά στη πλατεία Ρόζα Λούξεμπουργκ. Εικόνες που μου έρχονται ηδονικά στο νου μου και τις περιμαζεύω καθώς προχωράμε. Λίγο πριν φύγεις. Θα αγκαλιαστούμε. Και το μάγουλο σου είναι ζεστό. Θα το φιλήσω. Με φιλάς. Αυτή τη μνήμη δεν την ανταλλάσσω, τον κρύο αέρα του πρωινού, η ζεστή επαφή του χειλιών σου πάνω μου, και τα γκρίζα χρώματα γύρω, όλα πολύ γρήγορα και καθαρά.. Ψιθυρίζω κάτι..

Οι ιδιοτροπίες για τόπους και στιγμές που κινούμαι δεν μου επιτρέπουν, το ξέρω, να παγιώνω τις απαιτήσεις που θα φτιάχνανε κάτι άμεσα συνυφασμένο με την συνήθεια και τη κάθε μέρα. Όμως ξέρω και κάτι άλλο. Ότι αν παρέμενα θα ήμασταν ganz anders. Ωστόσο, ίσως να υπήρχε μιαν επιμονή, μιαν καρανωμαλία να επιβιώνουμε, να μας βοηθάει να ζούμε με αδιάλλακτους ρυθμούς…

Εσύ μου λες αύριο θα βρεθούμε στην noise γιορτή. Σε κοιτάω. Λέω εντάξει, όμως όταν το λέω είναι σαν να ξέρω πως δεν θα έρθω. Το πρόσωπο σου. Και ο τρόπος που σταματάς και γυρνάς να με κοιτάξεις, φεύγοντας με το ποδήλατο. Γλιστρώντας στους βρεγμένους δρόμους ενός Αυγουστιάτικου Βερολίνου ξημερώματα. Έχω μείνει γυμνός. Μάλλον θα βρεθούμε αύριο. Τελικά όχι.


(Κάπου, σ’ άλλη πόλη, μετά από καιρό, σ’ ένα μαγαζί με εικόνες βρήκα μια κάρτα, την εικόνα μιας dolorosa που σου έμοιαζε. Από πίσω της έγραψα όνομα και μέρος με μεγάλα μαύρα γράμματα σαν δήλωση ταυτότητας. Στέκεται τώρα πάνω από τον καθρέφτη, εκεί όπου κοιτάω τον εαυτό μου. Μπορεί κάποιες στιγμές όπως νομίζω να βλέπω και την αλήθεια. Μαζί με όλα κείνα που ‘θελα. Αυτά που αναλώνονται σε καθημερινό ψέμα και κόλπα, για να πείθομαι και να συνεχίζω.)



Berlin, ‘05