31 Ιαν 2007

Almanecer

Δεν έχω να σου μιλήσω για την αυθυποβολή της θλίψης, δυστυχώς μου τελείωσε. Φαντάζομαι το βλέπεις ότι τα λέω καθαρά και ξάστερα, με αποδεκτά χρώματα και ορθογραφία. Τρόπος ίσως απωθητικός για την μυστικοπάθεια και την αισθητική που έχει πέραση, ειδικά μέσα στο ψηφιακό αυτό ιερό των εκμυστηρεύσεων. Το έχω αντιληφθεί τούτο, κάπου στην άκρη της οξύνοιας, όταν γεννιούνται οι τελευταίες λεπτομέρειες της δημιουργίας. Αυτό που δεν ξέρω όμως είναι αν αντιλαμβάνεσαι πως τα χαρίσματα σαφήνειας που εμφανίζονται εδώ είναι ακριβώς τα ίδια με ένα χαρτί επικήδειου. .…Αλλά ας πηδήξουμε μερικά χρόνια-ίσια κατευθείαν μέσα στο καζάνι των τρόμων..

“ Οι καταραμένοι έχουν πάντα ένα τραπέζι όπου μπορούν να καθίσουν και ν’ ακουμπήσουν τους αγκώνες τους στηρίζοντας στα χέρια τους το μολυβένιο βάρος των κεφαλιών τους. Οι καταραμένοι είναι πάντα τυφλοί και τα μάτια τους που κοιτάζουν τον κόσμο είναι νεκρά. Οι καταραμένοι είναι πάντα απολιθωμένοι κουβαλώντας μέσα τους ένα απροσμέτρητο κενό. Οι καταραμένοι έχουν πάντα την ίδια δικαιολογία που είναι η απώλεια εκείνου που αγαπούσαν περίπαθα..”

Για ακόμη μια φορά συνειδητοποιώ πως τα βήματα με πάνω πίσω. Υπάρχει μια όμορφη αιτία γι’ αυτό βέβαια. Η ρήξη είναι οριστική. Δεν μπορώ να επιστρέψω στην παραμύθα και να ανεχτώ τον τόπο. Σου μιλάω για κάτι πέρα από την ευαισθησία και την μυθοποίηση της ζωής. Και σίγουρα πολύ πιο πέρα από την γνώση, χρησιμοθηρία και τη γελοία χυδαιότητα. Υπάρχουν ένα σωρό αποσκευές. Το γεγονός ότι γεννήθηκα σ’ ένα μέρος που διώχνει τους ανθρώπους από την βλακεία του. Η αλαζονεία της κτήσης. Και μια αντίληψη που κραυγάζει: Φεύγουμε. Σαν κομμάτια ζωής που κυλάνε μέσα σ’ ένα ποτάμι σκοτεινό και αργό. Καταδιωκόμαστε από ένα σύνδρομο ανεπάρκειας που καμία οξεία πραγματικότητα δε βρέθηκε να το εξαλείψει. Παρά μόνο οικειοθελώς.

Αλλά ας μιλήσουμε για τόπους.

Η Ευρώπη θα στέκεται για πάντα πια γερασμένη, παρανάλωμα στη τεχνοκρατική mediocricia και τα επαγγελματικά γεύματα ξεχνώντας τις κουβέντες των καλύτερων και πιο αμαρτωλών παιδιών της-και συγκεκριμένα εκείνου που έλεγε πως οι χαρές αυτής της ζωής είναι αναρίθμητες μα ελάχιστες από αυτές αγοράζονται με το νόμισμα της λογικής. Παίζω ένα παράδοξο βάλς στο σάζι με brass συνοδεία και χαμόγελο εις μνήμην της.

Η Σκοτεινή Άνοιξη του Νότου παραμένει μπλε και σιωπηλή μπροστά στο άρωμα του πρώτου νυχτολούλουδου βράδυ Μάρτη και στο ξηρό χορτάρι που θα φυσά στο Αυγουστιάτικο αγέρι. Είμαι από εκεί λοιπόν. Λογοδοτώ σε μια γυναίκα εαρινή Μεσόγειος που δίνει ελπίδα όταν συνειδητοποιώ όπως τώρα πως έχω ξεχάσει να συζώ και το ημερολόγιο υπάρχει μόνο για να καταγράφει την ανιαρή θητεία της εξευγενισμένης φρίκης. Είμαι από εκεί.

..Κατηφορίζω σαν άσωτος υιός με μια ηδονική τεμπελιά στον δρόμο της νιότης μου..” Στα βαθιά καλοκαίρια της Ινδίας, θα επαναπροκύψει το τραγούδι της παιδικής ηλικίας, ο χρόνος έχει τελειώσει, ανάμεσα στα φύλλα και τη σκόνη, τα παιδιά στη άκρη του δρόμου σ’ ένα κόκκινο ηλιοβασίλεμα και τις γυναίκες που πλένουνε στο ποτάμι. Μακριά τεράστια γη από δέντρα και λόφους, πράσινη θέα από ψηλά και μια δροσερή μουσική που βρέχει τα πορφυρά ρούχα. Ο κόσμος από εκείνο το σημείο ποτέ δεν θα έδειχνε πιο απέραντος. Ζούμε μέσα στο όνειρο του Βράχμa και η καρδιά μου γίνεται νέα σ’ αυτό που οι αισθήσεις μου αγγίζουν…

Y despues se queda l’America patchamama. Πρέπει να πάρω αυτό το μάθημα. Θα με διώξει για πάντα από την συνήθεια της κάθε μέρας καθίζοντας με στον μαγικό ρεαλισμό. Θα πάω να παίξω με τα παιδιά των ιθαγενών αφού πρώτα συμμετάσχω στις γιορτές της δοξολογίας των νεκρών τους και θα προσπαθήσω ν’ αντιληφθώ τι σημαίνει προ-γενετήσιος, μη επίκτητος πόνος. Λες τα μαύρα μαλλιά της Αργεντινής να με κάνει να τυφλωθώ; Δεν ξέρω. Έτσι κι αλλιώς, ζούμε για το καλοκαίρι.

Προς το παρόν, απλά σου ζητάω να δεχτείς κάποιον που παραληρεί. Σταθερός και χαμένος, ανάμεσα στα άκρα. Περιμένοντας να δει το κόσμο να κερδίζεται χορεύοντας. Που υπόσχεται θαυματα. Για μαγεία σου μιλάω τόσην ώρα...

23 Ιαν 2007

Sexus..

"..Το γράψιμο, συλλογιζόμουν, πρέπει να είναι μια πράξη αποστειρωμένη από κάθε ίχνος θέλησης. Η λέξη πρέπει νάρθει στην επιφάνεια μοναχή της όπως ακριβώς συμβάινει με τα βαθιά ωκεάνια ρεύματα. Το παιδί δεν έχει ανάγκη να γράψει. Είναι αθώο. Ο άνθρωπος γράφει για να απαλλαγεί από το δηλητήριο πουχει συσσωρέψει μέσα του ο κίβδηλος τρόπος ζωής που κάνει. Με το γράψιμο πασκίζει να ξανακερδίσει την αθωότητά του κι ωστόσο το μόνο που καταφέρνει είναι να μολύνει τον κόσμο με τον ιό της απογοήτευσής του.

Κανένας δεν θα κατέφευγε στο γράψιμο αν είχε το κουράγιο να ζήσει τη ζωή σύμφωνα με τις αρχές του. Έτσι η έμπνευση του είναι από γεννησημιού της διαστρεβλωμένη. Γιατί αν αυτό που πεθυμά είναι να οικοδομήσει ένα κόσμο αλήθειας, ομορφιάς και μαγείας, ποιος ο λόγος να σωρέυει εκατομμύρια λέξεις ανάμεσα σ’ αυτόν και την πραγματικότητα του κόσμου μας; Γιατί αποφεύγει τη δραση-εκτός πια κι αν δεν επιθυμεί παρά ότι κι και οι άλλοι ανθρώποι, εκτος πια κι αν αυτό που λαχταρά είναι η δύναμη, η φήμη, η επιτυχία.

Ο τρεμουλιαστός και φευγαλέος κόσμος που στερεώνει στο χαρτί, είναι ο κόσμος του πληγωμένου αγγέλου. Ο πόνος. Το να βάζει κανείς τις λέξεις στο χαρτί είναι το ίδιο σαν να ποτίζει τον εαυτό του με ναρκωτικά…Το γράψιμο αυτό καθαυτό δεν το εκτιμούσα καθόλου, ακριβώς όπως δεν εκτιμούσα τον Θεό. Κανείς και τίποτα, κανένα ιδανικό δεν έχει και καμιά ιδέα δεν έχει την παραμικρή αξία αυτή καθαυτή. Κείνο που προσδίδει μια οποιαδήποτε αξία, είναι το πόσο όλα αυτά βοηθούν τον άνθρωπο να αποχτήσει συνείδηση της μοίρας του και του εαυτού του.

Λέξεις, προτάσεις, ιδέες αδιάφορο πόσο πρωτότυπες ή σπουδαίες είναι, τα πιο πρωτότυπα ποιητικά φτερουγίσματα, τα πιο βαθιά όνειρα, οι πιο δαιμονικές φαντασιώσεις, δεν είναι παρά σκληρά ιερογλυφικά χαραγμένα με πόνο και λύπη για να διατηρήσουν την μνήμη ενός γεγονότος που είναι αμεταβίβαστο.

Σ’ έναν έξυπνα οργανωμένο κόσμο δεν θα υπάρχει ανάγκη να κάνει κανείς τέτοιες παράλογες προσπάθειες για να καταγράψει τέτοια λογής θαυμαστά γεγονότα..Το μόνο που πετυχαίνει- ίσως -ένα μεγάλο έργο τέχνης είναι το ότι μας βοηθά να ξαναθυμηθούμε ή μάλλον να ονειρευτούμε όλα όσα είναι ρευστά, φευγαλέα κι άπιαστα..

Σκέφτομαι και καταλαβαίνω όλα τούτα πλαγιασμένος μες στην σκοτεινή μνήμη μιας καλοκαιριάτικης μέρας χωρίς ναχω καταφέρει να μάθω ή τουλάχιστο να προσπαθήσω να μάθω την τέχνη των ιερογλυφικών.."

Henry Miller

21 Ιαν 2007

Για τις κινούμενες Πόλεις


Απο την Μαύρη Άνοιξη:


"..Η πόλη είναι αξιαγάπητη όταν αρχίζει ο γλυκός αχός του θανάτου. Ζωή πρόκληση ενάντια στη φύση, η ζωή της: ο ηλεκτρισμός της, τα ψυγεία της, οι ηχομονωμένοι τοίχοι. Κουτί πάνω στο κουτί, υψώνει στεγνούς τοίχους, με λάμψη βαμμένων νυχιών και φτερά που κυματίζουν στο ρυτιδιασμένο ουρανό. Εδώ στα βάθη των φερέτρων μεγαλώνουν αιώνια λουλούδια σταλμένα με τον τηλέγραφο. Κάτω στις κρύπτες του ποταμίσιου βυθού φλέβες χρυσού. Μια αχτινοβόλα μαρμάρινη έρημος με τηλέφωνα που χτυπούν δυνατά.

Νωρίς το βράδυ, την ώρα που ο θάνατος κροταλίζει την ραχοκοκαλιά, το πλήθος μετακινείται συμπαγές, αγκώνα με αγκώνα, κάθε μέλος της μεγάλης αγέλης οδηγημένο από μοναξιά. Στήθος με στήθος μπροστά στον τοίχο τον φτιαγμένο από εγώ, την ματαιότητα, την απομόνωση, σαρδέλα πάνω στην σαρδέλα, ζητώντας όλοι το παγκόσμιο ανοιχτήρι της κονσέρβας. Νωρίς το βράδυ. Όταν το πλήθος ραντίζεται με ηλεκτρισμό. Όλη η πολιτεία ορθώνεται στα πισινά της πόδια και συντρίβει τις πύλες. Μέσα στον πανικό, ο αφηρημένος άνθρωπος χωρίζεται απ’ τον τεφρό του εαυτό και στροβιλίζεται μέσα στ’ αυλάκι της μοναξιάς του…

..Είναι τόσο όμορφος ο χειμώνας της ζωής, με τον ήλιο να σαπίζει μακριά και τους άγγελους να πετούν προς τον ουρανό μ’ εκρήξεις φωτιάς στα πισινά. Αργά και συλλογισμένα περπατάμε μέσα στους δρόμους... Σήμερα ακόμη με συντροφεύει μια μικρή στιγμή Προόδου και Εφεύρεσης, καθώς ανηφορίζω το δρόμο προς την κορφή του βουνού. Αύριο κάθε πόλη του κόσμου θα καταρρεύσει. Αύριο κάθε πολιτισμένη ύπαρξη πάνω στη γη θα πεθάνει από δηλητήριο κι ατσάλι. Αλλά σήμερα υπάρχει ακόμα μουσική δωματίου, όνειρο αυταπάτη. Τα τελευταία πέντε λεπτά... Αυτή είναι η πόλη, κι αυτή η μουσική. Απ’ τα μικρά μαύρα κουτιά βγαίνει ένας ατέλειωτος ποταμός ρομαντισμού, που μέσα του θρηνούν κροκοδείλια..

Και τώρα σας αφήνω και την άγια σας ακρόπολη. Εγώ πάω τώρα να κάτσω πάνω στη κορφή του βουνού, να περιμένω άλλα δέκα χιλιάδες χρόνια, ενώ εσείς θα αγωνίζεστε να φτάσετε στο φως. Ελπίζω πως για τούτο το βράδυ θα μπορούσατε να θολώσετε τα φώτα, θα μπορούσατε να κατασιγάσετε τα μεγάφωνα. Αυτό το βράδυ θα μ’ άρεσε να σκεφτώ λίγο εν ειρήνη και ηρεμία. Θα μ’ άρεσε να ξεχάσω λίγο πως συνωστίζεστε γύρω από την κηρήθρα σας των πέντε και δέκα σεντς.

Αύριο εσείς μπορείτε να φέρετε την καταστροφή του κόσμου σας. Αύριο μπορεί να τραγουδάτε στον παράδεισο πάνω από τα καπνίζοντα ερείπια των πολιτειών του κόσμου σας. Αλλά απόψε θα μ’ άρεσε να σκεφτώ έναν άντρα, ένα μόνο άτομο έναν άνθρωπο χωρίς όνομα ή χώρα, έναν άντρα που τον σέβομαι γιατί δεν έχει τίποτε το κοινό μαζί σας – ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ. Απόψε θα συλλογιστώ αυτό που είμαι.."

Henry Miller

Villa Seurat-Paris

1934-35

Για τις κινούμενες πόλεις

(κάθε μέρα που περνάει χωρίς…)

20 Ιαν 2007

Μιαν όμορφη νύχτα με γέλια και φώτα..

Θα το είδες για την καταιγίδα με ανδρικό όνομα που σάρωσε τον Βορρά. Καταστροφές και θύματα. Μου συστήθηκε μέσα στο τρένο πηγαίνοντας από την πόλη Β. στη πόλη Κ. Μου είπε: είμαι ξαδέρφι του Niño και παιδί του Wärmung Global

(Σκεφτόμουν ότι οι αρκούδες δεν κοιμήθηκαν φέτος και τα αποδημητικά δεν πέταξαν για τον Νότο. Με πλήγωσε η θέα του Ολύμπoυ χωρίς χιόνι και το πως το καλοκαίρι δεν θα ‘χουμε νερό για τις ελιέs, οι ακακίεs θα ξεραθούν πάλι, στους 40 βαθμούς.)

…Σταμάτησε το ηλεκτρικό, τα τρένα, χάος παντού, αέρας 100 χιλιομέτρων, οχήματα πυροσβεστικής που τρέχαν προς όλες τις κατευθύνσεις, μια τεράστια φωτιά κάπου στον ορίζοντα. Πανύψηλα δέντρα λυγούν σαν καλαμιές. Κάποια ξεριζώνονται επικίνδυνα κοντά μας, στο λυκοφώς μιας περιβαλλοντικής νύχτας που έρχεται. Οι δυτικοί παίρναν τηλέφωνο τους δικούς τους να μην ανησυχούν. Έχουν σχηματίσει πορεία ανθρώπων, από το σημείο που μας παράτησε νεκρό το τρένο προς μια ενδιάμεση πόλη, μέσα στο σκοτάδι..

..Και συμβαίνει. Περνάω έξω από ένα απομακρυσμένο εστιατόριο, παράπλευρα ενός παλιού αριστοκρατικού κτιρίου (λευκά τραπεζομάντιλα, κηροπήγια, ψηλές καρέκλες). Είμαι μόνος μου. Και βλέπω μέσα από τη μεγάλη γυάλινη είσοδο. Ένα μεσήλικο ζευγάρι, ουσιαστικά μόνοι τους, χορεύουν αγκαλιά, κάτι σαν βαλς. Είναι απορροφημένοι στον χορό τους, φέρνουν στροφές αργά. ο ένας για τον άλλο..

Το επόμενο που θυμάμαι είναι ένα τεράστιο κλαδί να πέφτει μπρος μου. Το κοιτάζω με ορθάνοιχτα μάτια, ακίνητος. Μια σπασμένη λάμπα του δρόμου να αιωρείται και να χτυπάει με μανία στην κολώνα της. Και μετά μεθάω...

Αν είναι της αστικής χαράς να μην ξεφύγω

ας την ζήσω τότε σ’ όλο της το μεγαλείο

με την καταστροφή να μου χαϊδεύει την αντίληψη

με τον ήχο της αρμόνικας και του βιολιού

τα ήσυχα βαλς του ρομάντζου και τις περίπλοκες καταστάσεις

Θα κλαίω για τα κρίματα του κόσμου και ταυτόχρονα θ’ αφοδεύομαι

Και όταν θα είναι να ‘ρθει

θ’ αποσυρθώ αυτόγνωσκος στο απόμακρο σημείο

στο Νότιο άκρο όπου η αίσθηση μου χορεύει

Θα προσμένω εκεί

Σαν πηγή φωτός, καυτή ανάσα, αντίκτυπο του ότι δεν καταλάβαμε

Θα είναι σαν σήμερα ή τα επόμενα εκατό χρόνια

Η αποτυχία μια μήνυση

κι ότι άλλο για το οποίο αδιαφόρησε ποικιλοτρόπως η μέρα

Την επόμενη όλοι οι ζητιάνοι της πόλη Κ. ήταν ξανθιές γυναίκες που αγκάλιαζαν σκυλιά και παίζανε παράφωνα μπαρόκ φλάουτο. Κι αν νομίζεις ότι αυτό είναι ποιητικός στόμφος γελιέσαι. Μόνο ένας ήταν μικρόσωμος άντρας και έπαιζε εβραϊκό βιολί κοιτώντας τον κόσμο στα μάτια. Του έδωσα είκοσι και τα υπόλοιπα στις τσέπες μου τα μοίρασα στις ξανθιές ζητιάνους. Οι ciuadadanos είχαν πειστεί πως όλα ήταν εντάξει, μέχρι αύριο. Ένα κεφάλι με τεράστιες μαύρες αράχνες πάνω του γυρνάει στις Κινούμενες Πόλεις.

Πασχαλίτσες μπαίνουν από τα ανοιχτό παράθυρο και τις βγάζω έξω, μιλώντας 'τες, για να μην καούν από το φώς της λάμπας που τις έλκει..

14 Ιαν 2007

Η Μ. ανεβαίνει τους αμμόλοφους του Μαρόκου..

Συνέβη στα 1200 μέτρα. Εννοείται θα πηγαίναμε για απομόνωση, όμως μπήκα στο μαγαζί του Γιάννη την ώρα που παίζανε στην τηλεόραση οι ειδήσεις. Αυτό που είδα ήταν την Μ. στην οθόνη, να βαράει έναν δημοτικό σύμβουλό. Ήταν κι όλοι οι άλλοι εκεί. Ο Μπ. είχε ματώσει από την μπουνιά ενός τραμπούκου και ο Σ. είχε τα γκρίζα μαλλιά λυτά και σπρώχνονταν. Πιο πίσω φαινόταν ο Αν. Τα μισά από τα άτομα που έπαιρνε η κάμερα ήταν από το περιβάλλον του περυσινού χρόνου.

Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν η μυρωδιά του squαt-δωματίου της Μ. Τεράστια τροπικά φύλλα στο τοίχο και τα κομμάτια από κοράλλι στο παράθυρο, είχα πάρει ένα. Φωτογραφία 17αρα, μαλλί λωρίδα φιλάει ένα κορίτσι σε κάποιο παρατημένο άλμπουμ. Τα δραγς από καιρό κομμένα. Μουσική Posse σε τρεις γλώσσες. Υγεία τώρα. Τρέξιμο κτλ. Και μια διατριβή για την κοινωνική ληστεία που μαζί με τον τρόπο που εκφράζονταν δεν μ’ άφηνε αμφιβολίες περί οξύνοιας. Μαζί και μια αλαζονεία που την είχε κληροδοτημένη από το γεγονός ότι μιλούσε τρυφερά στους παππούδες της για να την πληρώνουν τα ταξίδια.

..βγήκα από το μαγαζί χωρίς να πάρω τίποτα κι άρχισα να περπατάω πάνω στο χιόνι, μέσα στο άδειο χωριό. Οι άλλοι περιμέναν στο μισοχαλασμένο τζάκι του πατρικού, αραγμένοι κι ωραίοι. Άδικα περιμέναν.

(Ακριβώς ένα χρόνο πριν η Μ. ήταν δεν ήταν πια παρά μια κατάσταση στο μυαλό και μια ανάρρωση από το γεγονός ότι συνταίριαζαν τα χνώτα μας όσο κι ένα κοπάδι τίγρεις στην πίσω αυλή. Με τον κολλήτό Ν. τα βρήκανε αμέσως και το περίμενα. Ταιριάζανε στην καφρίλα. Η Aλ. το είχε σκοπό έτσι κι αλλιώς να διακόψει από πάρτη του. Τι σημασία έχει έτσι κι αλλίως..)

..και η Α. ξαναζωντανεύει επί πληρωμή αγγέλους σε παλιές εκκλησιές

Η μόνη σημασία που έχει είναι ότι Κυριακή απόγευμα έχω πάρει να διορθώσω συναισθηματικές οφειλές. Και η Α. ήταν το μέλος της παράστασης που τελείωσε πέρυσι τέτοιο καιρό. Μέσα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο βαμμένο γαλάζιο τεράστιο, μ’ ένα aλεξίπτωτο ανοιχτό να μας σκεπάζει. Σε στιγμές που οι γυναίκες συγγραφείς της πόλης της θα χρησιμοποιούσαν ως υλικό μυθοπλασίας.

(Ήταν δίπλα, σε όλη την φάση με το χάρισμα της ευαισθησίας και της διακριτικότητας να ακούει χωρίς να αναπαράγει. Και να γινόμαστε παροδικοί εραστές και φίλοι. Με συμπάθεια που δηλωμένα το έλεγε πως δεν ήξερε πόσο θα κρατήσει και ότι θαρθει η στιγμή που θα χάσουμε επαφή.)

Κι κατόπιν υπάρχουν τα σημαντικά γεγονότα του ότι η εποχή του κυνισμού έληξε με τ’ όνομα που αρχίζει από G. Τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να λυγίσω. Και το ότι η Α. μου είχε πει μια ιστορία της κοπελιάς 17 χρονών μοντέλο στο σχέδιο που πήγαινε:

..πολύ όμορφη, με μακριά ξανθά dreadlocks, τη τελευταία φορά που είχε δουλέψει, γυμvό σχέδιο, και την ζωγραφίζαμε.. δε έβλεπα τι ζωγράφιζα μέχρι που κοίταξα το τελικό αποτέλεσμα. Το πρόσωπο που είχα κάνει ήταν μιας γριάς, γερασμένο και κουρασμένο… Με έκανε να δακρύσω και δεν την άφησα να το δεί... Έβγαλε και μου έδειξε το σχέδιο. Έτσι ήταν. “..Μετά από κείνη την ημέρα δεν ξαναήρθε. Μάθαμε πως πέθανε από οverdοse...”

Και τέλος ότι πέρυσι μετά το πάσχα η Α. μου ‘πε ότι ήταν έγκυος. Ο τύπος το είχε ακούσει και είχε φρικάρει. Τον γνώρισε τυχαία κι ενώ με τον δικό της ήδη υπήρχε το σύνθημα της ελευθεριότητας. Η Α. καραγούσταρε και χαμογελούσε. Είχε βρει τον ρόλο της και της προσέδιδε σταθερότητα. Μετά απλά χαθήκαμε και φύγαμε. Και έπρεπε να βρω τον Θ. τυχαία κάτω, λίγο πριν να φύγω, για να μου πει ότι γέννησε τελικά. Και Κυριακή το απόγευμα παίρνω τηλέφωνο για να το σηκώσει.

-Α.;

-Ποιος είναι;

-Τι κάνεις;

-Ωραία, ποιος είναι;

-Αγόρι ή κορίτσι; Πες μου..

-Κορίτσι! Μα ποιος είναι..;!

-..Ο σάντα κλάους, άλλά άργησα λίγο φέτος..

-….!! Μα που είσαι;! Όλα καλά; Πως τα περνάς εκεί..; κτλ κτλ

-Πήρα να δω τι κάνεις…

…Δεν μένεις πια στην κατάλnψn. Πιάσατε δωμάτιο με ένα παλληκάρι. Τη στιγμή που μιλάμε θηλάζεις το μωρό. Κι αν θες να ξέρεις Α. σε καμαρώνω. Και να σου πω από το τηλέφωνο που και ποιος είμαι πια δεν θαταν τόσο εύκολο...

…Ούτε το ότι αυτή η ζωή τρέχει κομήτης και πρέπει να βγάζω το κεφάλι κάποια στιγμή απ’ έξω και να θεωρώ τι γίνεται πέρα από την τριστέθα κοτιδιάνα και ότι άλλο. Και να παράσχω το δείγμα αγάπης που σου αναλογεί ελπίζοντας ότι αργότερα που θα κλείσεις το τηλέφωνο με τα εσκεμμένα λόγια καθημερινής χρήσης, να νιώσεις μια κάποια εκτίμηση να ρέει προς το μέρος σου, σαν φόρος τιμής για τα γεγονότα του κάποτε, που περικλείονταν από θάλασσα. Κάποιο τοπίο ομορφιάς που δεν κατέχεται πια. Και τώρα μισοηθελλημένα κοιμάμαι μόνος μου και πραγματεύομαι την κάθε μέρα έχοντας κάνει πια όλα όσα ήθελα να κάνω. Όχι όμως και τα πιο απλά από αυτά.

Γεια σου Α., γεια σου Μ. Το ρευστό κυλάει, δεν έχω ιδέα για πού, αρκεί να κυλάει και να περιλαμβάνει ότι το φτιάχνει άξιο. Καληνύχτα. Κυριακή βράδυ που η ζωή κάθεται κι ακούει την ανάσα της.

10 Ιαν 2007

Το θείο τραγί του Σκαρίμπα

..Όλοι οι άνθρωποι είναι καταγραμμένοι και ήσυχοι. Βρίσκονται καταχωρημένοι κανονικά στα βιβλία με ημερομηνίες και ονόματα.. Ενώ εμείς όλο από πάνω ερχόμαστε και δείχνουμ’ αόριστα. Είναι τα πιστοποιητικά μας αμφίβολα, είναι οι δρόμοι μας γρίφοι. Άγραφη είναι η ληξιαρχική μας σελίδα. Άγραφη αφού δεν μας γνώρισε και μήτε την ξέρουμε. Την αξιοπρέπεια, την τιμή, το δικαίωμα, τα κάνουμε εμείς λαθρεμπόριο γιατ’ είναι μονοπωλημένα τα είδη τους. Κυκλοφορούν χωρίς τα ένσημά τους στα χέρια μας τα’ απαγορευμένα αυτά πράγματα. Τάχουν αυτοί κάνει φίρμα τους. Τα βάζουν και στα εμπορικά τους ταμπέλα. Ο Θεός: είδος οικόσημο. Η αρετή. Σπεσιαλιτέ-ειδικότης… Μα ποιος θα μπόραε να ψήσει αντάμα τους κάστανα. Μητ’ ο διάολος…

Να. Για δαύτο γυρίζουμε. Είμαστε της ζωής μεις οι μούργοι..Εμείς καλλιεργούμε μόνο από έρωτα προς την ελευθερία το ψέμα-ένα ψέμα όλο ποίηση, μιαν αναποδιά όλην οίστρο-ενώ αυτοί είναι αυτόδουλοί του και σκλάβοι του…

Να, γι’ αυτό γκιζιρνάμε. Μήτε σπείρουμε, μήτε θερίζουμε γιατί για μας είναι τα χώματα μπρούτζινα και νικέλινη η γη μας. Τα Έθνη, οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουmε σύνορα στον δικό μας τον χάρτη και τα δυο ημισφαίρια μας πέφτουνε λίγα. Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: της ζωής και του θανάτου. Μια πατρίδα γνωρίζουμε: των σολών μας το πάτι. Είμαστε εμείς οι πολίτες του απείρου, κ’ έχουμε και μεις μια σφραγίδα: τον πάτο μας. Μ’ αυτήν σφραγίζουμε μεις τα πιστοποιητικά της τιμής των..

Και γιατί στα λέω όλα αυτά ενώ είχα καιρό να σου μιλήσω και παρότι χαρούμενος και χορτασμένος φίεστα, κρασί και κορμί; Γιατί πήγα και τον είδα, μετά απο δώδεκα χρόνια τον παππού τον Πλοίκα, και έπεσε πάνω μου σαν άσθμα ότι είδα. Αυτόν και τα 11 τραύματα και τα 50 χρόνια εξορία, και το στομάχι του τον τρύπιο που πεσε στην αυλή με τα αίματα και δεν περνούσε κανένας. Και η κυρά στο κρεβάτι κατάκοιτη με τα πόδια. Και την είδα ακόμα την φλόγα στα μάτια του ωστόσο. Και έκανε τις χαζοπουστιές της μπουρζουαζίας να δείχνουν άξιες μιας φάπας μόνο.

Αλλα με συγχωρείς. Υπόσχομαι να'μαι αντικειμενικός και να πω την ιστορία του μαζί με κάμποσες άλλες. Και πιο σημαντικό, να σου πω για κείνα που θαθελε να ακούει κι αυτός. Για την συντροφιά και τις γιορτές των τρελλών που κρατάν λίγο. Θα στα πω λίγο αργότερα. Γύρισα τώρα.