21 Νοε 2006

1ο κεφάλαιο ενός βιβλίου που δεν γράφτηκε ποτέ


Η πόλη όπου μένω βρίσκει τον εαυτό της μέσα από το εμπορικό κέντρο. Εκεί είναι ένα μέρος όπου όλοι αγοράζουν και το πανηγύρι ξεκινάει από νωρίς.
Οι ηλικιωμένες κυρίες με σουφρωμένα τα στόματα γκρινιάζουν στην ουρά του σούπερ μάρκετ. Οι μετανάστες ψωνίζουν φθηνά προϊόντα και τη Παρασκευή το βράδυ διοργανώνουν φιέστες με μουσική που τους θυμίζει την πατρίδα. Τα περίχωρα της πόλης βρίθουν από αθλητικές λέσχες. Παντρεμένα ζευγάρια περνάνε τ’ απογεύματα του Σαββάτου παίζοντας τένις και σκουός ενώ κατόπιν κάνουν ντους με ζεστό νερό. Νεαρά αγόρια και κορίτσια πάνε να δούνε τη θάλασσα. Πιτσιρικάδες χαζεύουν την κίνηση, ζητιάνοι στο σταθμό. Εργαζόμενοι, εργοδότες και άεργοι, ιδιοκτήτες μικρών καφέ, υπάλληλοι αρτοπωλείων, νεαρές φοιτήτριες, πωλητές, συνταξιούχοι και αστυνόμοι. Όλοι κινούνται γρήγορα και ζυγισμένα. Στους πεζόδρομους, στις πλατείες, στους διαδρόμους κάτω από τις γραμμές των τρένων. Τα ασανσέρ ανεβαίνουν και κατεβαίνουν, οι αυτόματες πόρτες ανοίγουνε και κλείνουν, οι άνθρωποι της ασφάλειας των πολυκαταστημάτων παρατηρούνε το κόσμο, ο ουρανός είναι γκρίζος και τα μέταλλα των κτιρίων γαλβανισμένα. Περπατάω με αυταρέσκεια ανάμεσα σε όλα γλεντώντας τη πολυχρωμία και τη φασαρία που σηκώνεται αυτή τη ημέρα της αργίας και, διευκολυνόμενος από τις κυλιόμενες σκάλες που διαθέτει το κατάστημα, πάω ν’ αγοράσω ένα cd. Όμως δεν έχω στερεοφωνικό να τ' ακούσω. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω τίποτα. Τα μπετά μου κόβουν την ανάσα
Προχθές πήρα την απόφαση να ‘μαι ζωντανός. Συμμετέχω στο ρυθμό, κοιτάω τις εικόνες που μου προβάλλονται και νιώθω μια μικρή αδυναμία. Ζω σε μια πόλη, αυτό που θα παραχθεί σαν εξαφανιστεί και το τελευταίο σπίτι που καίει καυσόξυλα. Κάθε πλακάκι στα πεζοδρόμια, κάθε χερούλι στις πόρτες, κάθε τζαμαρία και καθρέφτης είναι μια κονσόλα με κουμπιά κι οθόνες που ζητάνε συνέχεια κωδικό. Τ’ απογεύματα της ασθμαίνουνε κλεισμένα μπροστά στη τηλεόραση και κάτω από μια υγρή, σκούρα κακοκαιρία. Οι κάμερες εξασφαλίζουν την ευνομία και τάξη. Η ιδιαιτερότητα έχει πνιγεί μέσα σε ιλουστρασιόν παζάρια ρουχισμού ενώ πατάκια κατά της λάσπης και επιτραπέζια παιχνίδια κάνουν θραύση. Οι διαφημίσεις είναι αισιόδοξες, τα μοντέλα αψεγάδιαστα και τα μητροπολιτικά κτίρια δοξολογούν οραματισμούς του Φριτζ Λάνγκ.
Αισθάνομαι σαν να έχω εξαπατηθεί. Σαν να με έχουν κοροϊδέψει γιατί απαξιώθηκε όλος αυτός ο περίγυρος όπου θα είχα κάποιο ρόλο να παίξω. Τα δόντια μου είναι σάπια και τα μάτια μου μυωπικά. Ο αδένας που παρήγαγε ορμόνες μπροστά στο ερέθισμα έχει ατροφήσει ενώ το στομάχι μου νιώθει καούρες από το αχώνευτο πλαστικό της συσκευασίας. Μηχανοποίησαν το θείο των συναισθημάτων μου, αντιδρώ με βραδύτητα στις συγκινήσεις…κι όμως, παρόλα αυτά, στ' αλήθεια θα ένιωθα κάπως καλύτερα αν είχα λεφτά να περισσεύουν γιατί τώρα μετράω μέχρι και τα σεντς που δίνω για το ψωμί.
Το σπίτι όπου μένω μου το έχει βρει η εταιρία για την οποία ήρθα να δουλέψω. Το λέω σπίτι αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι και πολύ από τέτοιο. Είναι μόνο ένα δωμάτιο στο 2ο και τελευταίο όροφο της οικοδομής η οποία είναι εκατό χρονών παλιά. Η ιδιοκτήτρια, η μις Μπιούντερ, κρατάει μαζί με τη φιλενάδα της ένα μπαρ στο ισόγειο, το μπαρ “Εμπασαντέρ”. Συνήθως το ανοίγουνε τα μεσάνυχτα και μένουν ανοιχτά μέχρι τις εφτά το πρωί. Όποιος μπαίνει εκεί πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι, να τον δούνε από ένα κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης και κατόπιν να του ανοίξουνε. Μέχρι τώρα δεν είχα την ευκαιρία να μπω βράδυ γιατί ξυπνάω περίπου την ώρα που αυτές κλείνουνε. Ο Ρούππες στη δουλεία εκτίμησε ότι είναι μάλλον κολλάδικο μιας και στη Bergweg υπάρχουν κάμποσα κι αυτός έχει επισκεφθεί τα περισσότερα. Εμένα πάλι δεν μου φάνηκε για τέτοιο γιατί σε κάτι παρατημένες φωτογραφίες που βρήκα από γιορτές στο μπαρ έμοιαζε περισσότερο με κλαμπ απαλλαγμένων ταρατατζούμ μεσήλικων. Αρκετή βαριεστημένη ψυχοπάθεια κινείται πάνω απ΄ αυτή τη πόλη. Το θέμα είναι ότι το σπίτι ακόμη διορθώνεται για να νοικιάσουν και τα υπόλοιπα δωμάτια του 1ου ορόφου. Έτσι έχω αρκετή ησυχία, όταν δεν έρχεται ο μπογιατζής ο Φαν Χογκ με το πούρο συνέχεια στο στόμα, που μου λέει τα δικά του τα Εγγλέζικα τα οποία δεν καταλαβαίνω.
Κάθε μέρα μετά την δουλειά συνήθως δεν κάνω τίποτα. Απογεύματα, βράδια ολόκληρα γυρίζω σπίτι, μαγειρεύω και μετά κάθομαι και διαβάζω ή περιμένω πότε θα περάσει η ώρα να με πάρει ο ύπνος. Έτσι κι αλλιώς χωρίς λεφτά δεν μπορώ να κάνω πολλά. Ούτε καν να τριγυρίζω δεν έχω όρεξη, μιας και τα πάντα κλείνουν από τις πέντε και οι δρόμοι μένουν τελείως έρημοι και αποκαρδιωτικοί, γεμάτοι σκουπίδια, χαρτοπετσέτες και κουτιά των φαστφουντάδικων που παρασέρνει ο άνεμος.
Κανονικά θα έπρεπε να έχω στριφογυρίσει ανάποδα από την αδράνεια. Όμως δεν γίνεται καθόλου έτσι. Έχω τώρα συνείδηση, μια αντίληψη του χρόνου που με ταΐζει πολλαπλάσια. Η μέρα μου περνάει αργά και προσεκτικά. Σκύβω με προσοχή πάνω από τις στιγμές, την άγια καθημερινότητα, και την καταμετρώ με δείκτες έξαψης τιναγμένοι στα κόκκινα των σύννεφων νωρίς το πρωί.
Οι περισσότεροι από μας πέρασαν την πρώτη νεότητα μέσα σε μια ομιχλώδη κατάσταση απροσδιοριστίας η οποία όσο και να ήθελε δεν μπορούσε να εκτιμήσει την υπεραξία που έχει η αεργία. Όσοι ήταν και δυο δράμια πιο ευαίσθητοι γίνανε επιρρεπείς στη μελαγχολία και φτιάξανε το κόσμο ηθελημένο δράμα. Η τραγικότητα της έκφρασης, ας πούμε και τον πόνο που κυριεύει τη ζωή. Σιωπή και συναίσθημα που κυβερνάνε το πάθος, σκοπός, αποτυχία κι όλα τα λοιπά. Είμαι χιλιοστή φορά επισκέπτης σ’ ένα καινούργιο μέρος, ξέρω ότι λίγο, πολύ δεν πρόκειται να μείνω για πάντα εδώ. Γι’ αυτό η συναισθηματική ημικρανία με κάνει και γελάω.
Κάθομαι και ξοδεύω το χρόνο μου αποτυπώνοντας μισοπεθαμένα γεγονότα. Δεν έχω καμιά κοινωνική υποχρέωση προς κανέναν και όλες οι συναναστροφές μου που φοβούνταν να μείνουν μόνες, μπορούν να περάσουν μόνο μέσα από ένα καλώδιο. Αν εγώ το θελήσω.
Τίποτα δε χωράει τη παράνοια μου. Ακόμη κι αν τη διαλαλήσω στους πέντε δρόμους ξεχειλίζει πάνω από τα κτίρια, ακόμη κι αν πάρω να της το πω, αυτή θα κουνήσει συγκαταβατικά το κεφάλι.
Κανά δυο ακόμη που είχαν παρανοήσει -και προέρχονται όλοι από το σπίτι των τρελών της calle Cuchileria-φρόντισαν τη κάνουν με έκτακτες πτήσεις για Λίβερπουλ και Κολοράντο. Υπάρχουν φαίνεται κάμποσοι που ξυπνάνε στα γεράματα. Ο Javi στέλνει e-mails σχεδόν καθημερινά με την παραμικρή λεπτομέρεια της νέας του ζωής και παροτρύνει όλη τη mailing list για το ίδιο. Κάποια άλλη ενδότερη επικοινωνία ψιθυρίζει τη κουβέντα ότι φρόντισε να πουλήσει τα πάντα-μαζί και το ιστορικό σπίτι όπου έχει κοιμηθεί η μισή Ευρώπη και Αμερική-να τα βάλει όλα σε μετοχές και να αναχωρήσει σαν κύριος για τον φιλαράκο του τον Μελόν Lee που θρέφεται σαν άνεργος από τους δικούς του. Κι όλα αυτά πριν καταρρεύσει το πάζλ κι όλο το χρηματιστήριο μαζί, κάνοντας τον δέκα εκατομμύρια πεσέτες φτωχότερο. Ο Μελόν είναι καλό παιδί και θα τον φροντίσει. Κι αυτό μας δίνει να καταλάβουμε. Τα γράμματα του είναι μακρά και λεπτομερειακά.
Μένω ξύπνιος, μέσα σε μιαν αιώνια νύχτα όπου άλλοι κοιμούνται. Άραγε ενδιαφέρει κανέναν αυτό; Στριφογυρνάω στο κρεβάτι μου, μισοκλείνω για λίγο τα μάτια να συγκρατήσω όλες τις περιπαιχτικές διαθέσεις που με πιάνουνε μέσα στο σκοτάδι. Και καβαλάω τη φιλολογία. Τη καβαλάω όμως γιατί την μισώ. Μισώ όχι τόσο αυτή την ίδια-το καβάλημα της είναι άνετο, διασκεδάζει τις ώρες μου. Μισώ πάνω από όλα το μονοπώλιο της στην ηδονή, το πως έγινε υποκατάστατο και έκφραση μονάχα, παρά υλική υπόσταση.
Ώρες-ώρες τρέχω στα Bell Haus των Ινδουιστών. Είναι γεμάτα τέτοια ώρα από μελαψά πρόσωπα που τηλεφωνούν στο Πακιστάν. Παίρνω με την σειρά μου ένα τηλέφωνο. Μετά από ένα λεπτό το κλείνω. Δεν έχει νόημα. Δεν νιώθω τίποτα. Είναι ότι βρωμάει παγίδα η δουλειά.
Υπό κανονικές συνθήκες λοιπόν όλη αυτή η κατάσταση θα έπρεπε να με είχε γεμίσει μιζέρια. Όμως όχι. Αυτό τον καιρό κολυμπάω σε μια μεγάλη ανθισμένη θάλασσα μοναξιάς. Είμαι μόνος, και η μοναξιά μου ανθίζει μέσα στο δωμάτιο με τις πολυθρόνες και τον νιπτήρα στη γωνία. Κοιτάει μέσα από τον καθρέφτη και βλέπει έξω στο γωνιακό τοίχο το μικρό παράθυρο-μπιστρό. Το πρωί η Αφροδίτη λάμπει κάτω από τα χαμηλά σύννεφα ενώ δυνατοί άνεμοι ισοπεδώνουν τη χώρα, ερχόμενοι κατευθείαν από τη Βόρεια θάλασσα και τον δυνατό Ωκεανό. Τα πράγματα είναι απλά. Χωρίς κανένα ενθουσιασμό και δέος μπροστά σε νοητικά φαινόμενα και τη μαγκιά των γεγονότων.
Κάποτε προσπάθησα να είμαι ωραίο άτομο, αυτό το θυμάμαι, έλεγα όμορφες καλλιγραφίες για να με συμπαθήσουν και να υποδείξω εαυτό. Τώρα όμως δεν έχω όρεξη, δεν έχω καμιά καινούργια γλώσσα να φυτέψω στο χάρτινο στόμα που ξερνοβολάει περιοδικά και ακατάπαυστα στις κόχες που εκλιπαρούν για συγκινήσεις. Δεν υπάρχει τίποτα καινούριο να ειπωθεί τώρα. Όλα είναι καινούρια.
Υπάρχω μόνο εγώ κι η λαχτάρα που νιώθω. Πάλλεται μέσα μου ένα από τα ύψιστα σημάδια του ότι τούτο το συνονθύλευμα που με κρατάει σε μια, ακέραιη υπόσταση χρίζεται στο βάπτισμα του πυρός, με τις λέξεις απλά ως το καρβούνιασμα που αφήνει πίσω της η δραστηριότητα.
Δεν υπάρχουν χρήματα. Το σημαντικό λοιπόν είναι τα λεφτά, ή μάλλον ότι δεν τα έχω. Δόσεις ενοικίων και εισιτήρια για να φτάσω μέχρι εδώ, σ΄ αυτό το δωμάτιο που μυρίζει εξευγενισμό. Δεν έχει περάσει ούτε μήνας που είμαι χωρίς μηχανάκι. Θυσία για να φυσήξει άνεμος και να κινήσουν τα καράβια. Σε κάποιο ξεχασμένο σκηνικό, μα ταυτόχρονα τόσο νωπό, της εξηγώ γιατί είμαι συναισθηματικά δεμένος μαζί του. Τώρα όμως δεν το έχω, μαζί και τα χρόνια της αμάλθειας. Νιώθω αποκομμένος από τη ρίζα, κι αυτό έχει κάτι από την ψυχραιμία πριν από την κατάδυση. Κουκίδες μέσα στον χρόνο. Πρέπει να φροντίσω για μια προκαταβολή…
Όποιος έζησε μια μεγάλη περίοδο δίχως να έχει χρήματα παρά μόνο για τα απαραίτητα-που πάει να πει ένα δωμάτιο και φαΐ ίσα-ίσα- μπορεί να καταλάβει καλά τι σημαίνει η έλλειψη. Είναι μια άγονη κατάσταση που σε κάνει ικανό να ορκιστείς ότι θα δουλεύεις για το υπόλοιπο της ζωής σου σα σκυλί αρκεί να έχεις να μπορείς να τα ξοδέψεις όταν χρειαστεί, αυτό το βασανιστικό συναίσθημα που έκανε τους πατεράδες μας να ευγνωμονούν την ύπαρξη της οργανωμένης εργασίας. Και να φανταστείς ότι δεν περνάω τη τραγική δυσκολία. Οι ζητιάνοι στο σταθμό έχουν 100 φορές λιγότερα απ’ ότι εγώ, όμως ούτε αυτή η σκέψη με κάνει να νιώσω καλύτερα. Χωρίς να φτάνουν όλα τα άλλα πρέπει και ν’ απολογούμαστε. Είχα συνηθίσει τόσο καιρό στη πολυτέλεια της πριγκηπέσας με τις ξαφνικές χρηματοδοτήσεις και τώρα μπιζέλια αλωνίζουν στο στρώμα μου-συνήθειες χρόνων που βγαίνουν σαν φλέγματα με τη μορφή τραπεζογραμματίου των πεντακοσίων.
Επιστρέφω σπίτι. Τρεις τα ξημερώματα από ένα μαγαζί στην άλλη άκρη της πόλης έχοντας κάνει τη βλακεία να συρθώ μέχρι εκεί. Το εισιτήριο κόστιζε εφτά γκίλντες.. Δεν βαριέσαι όμως, προτιμώ και τα ξοδεύω για τρεις ώρες στο καταγώγι το Μπαρούχ με τις πεταλούδες που συχνάζουν εκεί, που δεν σου δίνουν το περιθώριο να κάνεις αλλιώς, και πιο συγκεκριμένα τη Μύριαμ,. Κάθε μια από δαύτες Παρασκευή βράδυ φρικάρει όλο και περισσότερο, με νέες χορευτικές κινήσεις, ηλεκτρονικό έρεβος και βαριά βαψίματα. Μέρος σίγουρα για να βρεθείς. Βρίσκομαι στο κέντρο του χαμού, εκεί που έχω συνηθίσει καλύτερα.
Καπνός, σκοτάδι και μουσική, οι μυστικοί ήχοι που κάποτε κόχλασε κι ανέπνευσε η πόλη ξεβράστηκαν μέσα από την υγρασία της νύχτας. Ρυθμοί της Χαρούμενης Μεραρχίας, για να τους παραλάβουν κατόπιν μυστικές φυλές βαθιά στα πράσινα δάση των αχνών τροπικών. Παρακινώ τους νεκρούς τους να χορέψουν και τη φωνή νεαρών γυναικών να τρεμοπαίξει στο ρόλο της ιέρειας και Θεάς…Ο μπάρμαν με το κοκοράκι λέει ότι θα πάει στη Νέα Υόρκη για διακοπές μαζί με τη γκόμενα του και του γράφουν έτσι αφιερώσεις σ' ένα τετράδιο για καλή ανατίναξη.
Με τη Μύριαμ ξανασυναντιόμαστε στα σκοτεινά ενώ ο δικός της, ο μουσάτος, παίζει τα φώτα. Ομάδα CO2, every Friday, new electronic, romantic mysterious ότι άλλο αρκεί να έρχεται ο κόσμος. Από ότι μου λέει γι' αυτόν, είναι ήσυχο παλικάρι. Συχνά τα απογεύματα κάθεται με τη μητέρα του, ακούνε μουσική, συζητάνε. Όση ώρα της μιλάω κάνουμε τους αδιάφορους, κοιτάμε τον χορό, βγαίνουμε έξω δήθεν να πάρουμε αέρα και χανόμαστε στις σειρές με τα αιωνόβια δέντρα που απλώνονται δίπλα από το κρεματόριο.
Φοράει μοδάτο παλτό, άδετες αρβύλες και σχολική τσάντα με αρκουδάκια, όλα μαζί. Σκουλαρίκια, στα χείλη στη γλώσσα στο στήθος και αλλού. Σε ότι κι αν αναφέρεται, είτε στο τι ώρα είναι είτε για το πως κλαίει στο σκοτάδι και τη κοκαΐνη τα τονίζει όλα με την ίδια βαρύτητα. “Είμαι χαζή” λέει, “Χαζή και βαρετή.”- έβλεπε τα πράγματα καθαρά στη πεζότητα τους- “Δεν μπορώ να θυμηθώ και πολλά πράγματα….δεν έχω καλή μνήμη….όμως θυμάμαι ολόκληρο το πρόγραμμα των συναυλιών..!!”, πετιέται όλο χαρά. Τα χέρια της ήταν παντού χτυπημένα, γεμάτα τσαμπουκάδες και σημάδια στους καρπούς από τότε που’ χε χαρακωθεί. Δεν μ’ αφήνει να τ’ ακουμπήσω. Τα διπλώνει κάτω από το πλούσιο στήθος της και στέκεται σαν πεισμωμένη. Μου περιγράφει μέσα στα γέλια τη λαχτάρα που είχαν πάρει οι γιατροί όταν την είδαν με τα αίματα. “Έχω αλλάξει δυο ψυχολόγους, ο τελευταίος επειδή όταν μιλούσαμε τα μάτια μου κοιτούσαν αλλού, με ρωτούσε συνέχεια αν βλέπω οράματα και δεν ξαναπήγα….”. Δεν μου λέει ποτέ τίποτα για την επιληψία της, χάνει τον έλεγχο σποραδικά, και πίνει δυνατά κόντρα στις συνταγές που τις δίνουν.
Μπαίνουμε μέσα, μ’ αφήνει μόνον μου. Έρχεται ένας πάνκης και μου ζητάει λεφτά κι εγώ τον έχω δει που έχει συνεννοηθεί μ’ έναν άλλο να μου μιλήσει για να δουν ποιος είμαι. Του απαντάω λες και είναι δικό μου το μαγαζί κι αυτός φεύγει σαν βλάκας. Γιατί στα αλήθεια είναι βλάκας με χαμηλή νοημοσύνη. Η πορτιέρισσα στο προηγούμενο μπαρ μου το είχε πει ότι το μαγαζί είναι σαν σέκτα χωρίς εξωτερικές εισροές, που αναλώνεται στη μανία του. Έπρεπε να παραμείνω εκεί. Όμως διαλέγω το μακρύ μονοπάτι μου με πλήρη επίγνωση της τρέλας που με πιάνει. Παίρνω το πρώτο τραμ που βρίσκω μπροστά μου και με πάει στην πιο απόμακρη γωνιά του αστικού συνόλου. Μέχρι να φτάσω διαβάζω ένα ποίημα του Πεσόα πάνω σ’ ένα πολιτιστικό αυτοκόλλητο.
Μια κατά παραγγελία σκοτεινή πόλη φτιαγμένη από την άγνοια της και τον μύθο της νεότητας. Μια πόλη που την φωτίζει μονάχα περιστασιακά, με λεπτά κίτρινα φώτα και αντανακλάσεις της βροχής. Το μόνο που έχει μείνει όρθιο από τον βομβαρδισμό είναι ένα κομμάτι του καμπαναριού μπροστά από την Πλατεία Εράσμους, ένα μακάβριο, πέτρινο τοπίο απ’ όπου θα ξεπηδήσει ο Δάγων σαν έρθει η ώρα. Όταν βγαίνει η ομίχλη, σε αυτό το σημείο είναι πιο πηχτή. Πρέπει οπωσδήποτε να επιστρέψω.
Έχω να περπατήσω καμιά ώρα ακόμη σε άδειους, υγρούς δρόμους μέχρι να φτάσω στο κέντρο κι από εκεί είναι άλλα δέκα λεπτά μέσ’ από το σταθμό. Τα φώτα όλων των σπιτιών σε τούτες τις παράμερες γειτονιές είναι σβηστά. Ένας κρύος αέρας αρχίζει να φυσάει. Έξω από κάποιο συνοικιακό μπαρ, στριπτηζάδικο, παρατηρώ ένα κακομοίρη που τριγυρνάει κάμποση ώρα προσπαθώντας να δει από μια σχισμάδα στη κουρτίνα το τι γίνεται μέσα, προσπαθεί ν’ αρπάξει κρέας. Σε λίγο βγαίνει ο πορτιέρης και τον διώχνει. Αυτός κάνει πως φεύγει, βολτάρει για λίγο και μετά ξαναγυρνάει, προσπαθώντας πάλι να δει από τη σχισμάδα. Τέλος ξαναβγαίνει ο πορτιέρης, του αστράφτει μια δυνατή και τον αναγκάζει τον να φύγει για τα καλά-σκούζοντας με μια ψιλή παραπονιάρικη φωνή, απειλώντας και φτύνοντας. Ζω σε μια πόλη. Εικόνες σαν αυτή ρουφάνε όλη μου την ικμάδα και χρειάζομαι κάποιον ακροατή για να του γεμίσω τ’ αυτιά με χώμα, πρωτόζωα και απαστράπτουσες μυκόριζες. Είμαι ξετρελαμένος με τη ροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, κάποιος τυχερός θα τ’ ακούσει με τη σειρά που γίνανε και δεν θα πιστεύει το πόσο καταπληκτικά μπορεί να είναι. Η νύχτα λάμνει σ’ όλο της το μεγαλείο, στο βάθος τα κτίρια του κέντρου υψώνονται πανύψηλα, τα φώτα αντανακλούνε στα σύννεφα. Τουλάχιστον αυτό με κάνει κι αισθάνομαι καλύτερα-παλιότερα τα φώτα της πόλης υπόσχονταν κάπως, κάποιο συναίσθημα που σιωπά τώρα γιατί μάλλον το έχω κυριέψει. Τούτο ωστόσο δεν δείχνει να έχει καμιά απολύτως σημασία.

Αυτό το βράδυ μισοκλείνω τα μάτια. Αυτό το βράδυ που ως συνήθως λυσσομανάει πάνω από τις σκεπές των κτιρίων. Τα σύννεφα κατεβαίνουν χαμηλά και η θολούρα αφήνεται ν’ απλωθεί ως τα πεζοδρόμια. Οι περιπόθητες Χώρες. Η Bergweg Strasse. Το ραδιόφωνο παίζει μυστηριακά στην ένταση μεσαίων κυμάτων, αυτά που ακούνε οι ψαράδες ανοιχτά του Hoek van Holland. Μπουγάδες στα μπαλκόνια απέναντι λικνίζονται με τον αέρα, ποδηλάτες τρέχουν πανικόβλητοι να ξεφύγουν και οι θαμώνες στο γωνιακό μπαρ πίνουν σιγανά το ποτό τους. Έχω κλείσει από ώρα το φως και κοιτάω τις στάλες της βροχής στο τζάμι. Έξω είναι κρύο, η θέρμανση όμως με κάνει και τα βλέπω σαν μέσα σε γυάλινη σφαίρα. Τη κουνάς και η βροχή αρχίζει να πέφτει.
“Νωρίς το απόγευμα την πέτυχα στον δρόμο, την είδα από μακριά που ερχόταν πανύψηλη, ταλαντευόμενη. Είχε πιει κάμποσο και ήταν ζαλισμένη. Έξω από ένα σούπερμάρκετ θυμήθηκε ξαφνικά ότι ήθελε να ψωνίσει. Μπήκαμε μέσα κι άρχιζε να τριγυρνάει στους διαδρόμους κατεβάζοντας ότι της ερχότανε από τα ράφια, ενώ εγώ την ακολουθούσα από απόσταση για να τη καμαρώνω. Μείναμε μέχρι που τη ψιλοκόλησε ένας κωλόγερος και μετά από κάμποση φασαρία τη κοπανήσαμε χωρίς να έχουμε αγοράσει τίποτα. Ύστερα, πήγε και κάθισε στη στάση του τραμ, έχοντας ασυναίσθητα γείρει το κεφάλι στα μαζεμένα χέρια της σε μωρουδίστικη στάση ύπνου, περιμένοντας πότε θα ξεμεθύσει…”
Οι ρόδες από τ’ αυτοκίνητα κάνουν θόρυβο πάνω στο νερό του δρόμου κι αυτό με κάνει να νιώθω την υγρασία.
“Με πάει σπίτι της. Περπατάω μέσα σε μακρούς δρόμους, διαδρόμους και με κάνει να κατευθύνομαι κατευθείαν εκεί απ’ όπου εκπέμπεται η ανομία. Το κρύο τη νύχτα πλημμυρίζει τους δρόμους, οι κινήσεις της πόλης είναι περιορισμένες, όμως το απαλό φως που βγαίνει από το παράθυρο της δίνει μια εστία φωτιάς που καίει τη πόλη και τη παραμονή μου σ’ αυτή.”
Μύριαμ. Συνουσία της φύσης που οργάνωσε τόσο απαλά το σχέδιο της. Περπατάει ανάμεσα στο κόσμο και αυτόματα τραβάει τα βλέμματα του περίγυρου. Η γιαγιά της από την Ινδονησία και η Ολλανδική της καταγωγή μεγεθύνουν επικίνδυνα τη φαντασίωση. Μύριαμ. Η απλότητα μοιάζει σαν εικασία πάνω σου. Σκοτεινό Φθινόπωρο και οι σειρές των σπιτιών δεν υπόσχονται τίποτα, εκτός απ’ το δικό σου. Σταματούμε μπροστά του και μπαίνουμε. Μ ’ένα μαγευτικό ιερόσυλο φως ,στη σκιά του αυτοτραυματίζεσαι γλυκά, παρανοϊκά. Έχει ένα μαστίγιο στον τοίχο και φωτογραφίες από όλα τα γκροτέσκα ακούσματα της. Είναι τρυφερή και τρελή, με απαλά λαγόνια που υγραίνονται όμορφα. Τη βάζω και κοιτιέται στον καθρέφτη ενώ στέκομαι από πίσω της. Στη πραγματικότητα είναι πιο έξυπνη απ’ ότι δείχνει, αλλά απολαμβάνει τον ρόλο του δήθεν ηθελημένου υποχειρίου. Κάθε φορά που απομακρύνομαι μέσα στο σκοτάδι και προσπαθώ να βρω τον δρόμο της επιστροφής στις γειτονιές που κοχλάζουν από μετανάστες, την σκέφτομαι και την αναλύω. Ένα ωραίο παιχνίδι. Τη περασμένη βδομάδα παραλίγο να μας πιάσουν στα πράσα. Αυτό σίγουρα κι αν θα ήταν ενδιαφέρον. Ένα σκηνικό μπροστά στον δικό της, σε μια γλώσσα που ούτε που θέλω να καταλάβω τι σημαίνει. Μπορεί και να μαχαιρωνόμασταν, αυτό κι αν θα είχε πλάκα. Είναι ένα από τα προνόμια του να είσαι επαγγελματίας τουρίστας. Βυθίζομαι αυτεπάγγελτα.
“..Στέκομαι χαμηλά σκυμμένος μπροστά από τον ανθισμένο κήπο της, με την αέναη ομορφιά να ρέει προς το μέρος μου, χωρίς καμιά στρατηγική κι αναμονή του πάθους. Ένας ασταμάτητος σταθερός μονόλογος βγαίνει από το στόμα της, γεμάτος από τις ίδιες φράσεις, σαν ν’ αδειάζει μπροστά της όλες τις διαδικασίες της σκέψης χωρίς ν’ απορρίπτει καθόλου τα ενδιάμεσα στάδια. Σταματάει μόνο κάποιες στιγμές, ξαφνικά, κοιτώντας με και σκάζοντας ένα χαμόγελο σαν μόλις να μ’ είχε δει μπροστά της. Μετά από λίγο, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, μου λέει πως την χώρισε ο φίλος της και πως φταίω εγώ γι’ αυτό. Η ώρα για να απομακρυνθώ”
Η νύχτα σωπαίνει βαθιά απόψε. Στέκομαι στο σκοτάδι, αφουγκράζομαι τον ίδιο μου τον εαυτό και δεν με διακόπτει τίποτα από αυτό. Οι περσίδες ριγούν για λίγο στο πέρασμα του αέρα, η ανάσα μου ακούγεται σιγανή στα σκοτεινά. Τριγυρνούν οι σκηνές της ημέρας στο μυαλό μου με το που κλείνω τα μάτια, σαν παροδικές εκλάμψεις. Είμαι πάνω στο τρένο, γυρίζω από τα προάστια. Παρατηρώ τους υπόλοιπους, όλοι δουλεύουν στην ίδια εταιρία με μένα. Κοιτάνε χλωμά έξω, διαβάζουν την εφημερίδα να ενημερωθούν καλύτερα τι τους γίνεται, τα αθλητικά οι στατιστικές και το δρομολόγιο των λεωφορείων. Το πρωί πάλι, όταν πηγαίνουν για τη δουλεία, το ίδιο είναι. Πλύσιμο δοντιών και διάβασμα της εφημερίδας. Και τους λατρεύω γι' αυτό. Σταθεροί ακλόνητοι βράχοι που με την αξιοπιστία της αρμοστής συμπεριφοράς τους στηρίζουν την οικονομία και ευημερία της επιχείρησης. Διαγράμματα, συναδελφική κουβέντα και καφές από το μηχάνημα. Μπουμπούκια, νεαρά τρυφερούδια που όταν δεν ξέρουν πως να συμμετάσχουν κάθονται και παρακολουθούν τα τεκταινόμενα. Κοιτάζομαι στο απέναντι τζάμι του βαγονιού πίσω από μια συνάδελφο που διαβάζει μια αναφορά. Μπρούτα Βάκα. Σφίγγει το στόμα, σηκώνει λίγο τα γυαλάκια και κοιτάει. Κοιτάει, κοιτάει ως τον αιώνα του άπαντα ένα διάγραμμα που ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό, κοιτάει μέχρι που οι ανασκαφές να την απελευθερώσουν και να την τιμήσουν με την έκθεσή της σε μουσείο, στο τμήμα της καθημερινής ζωής, πεπεισμένοι οι σύγχρονοι ότι να, έτσι και τότε περνούσαν την ώρα τους. Εν, δυο..!. πρωτόκολλο και αναφορά για την μελέτη της βαθιάς αναπνοής… ποια βήματα είναι τα σωστά … το διάγραμμα σκάει στο πάτωμα χορεύοντας για λίγο στον αέρα και κάνει πάταγο ξυπνώντας τον παραδίπλα που είχε κλείσει τα μάτια του από τη κούραση-ταλαιπωρήθηκε στη δουλειά και θέλει να πάει σπίτι, παλιοζωή…
Συνήθως το πρωί, όταν περπατάω στο μακρύ διάδρομο κάτω από τις γραμμές του τρένου, ανάμεσα στους τύπους που βλέπω συχνά είναι κι ένας-τον είδα κάνα δυο φορές καθώς πηγαίνει στη δουλειά του-και μου έκανε φοβερή εντύπωση. Ένα κράμα κωμικής φαντασίας, μια φιγούρα κάτι μεταξύ Μπιλ Χικοκ, τρελού προφέσορα και Δον Κιχώτη. Ψηλός, αδύνατος, μουστάκι στριμμένο με μούσι, μαλλί ταραχοποιό και βαθιά σακουλιασμένα μάτια που κοιτάνε συγκρατημένα, σαν να φοβούνται μη του χιμήξουν. Έτσι όπως τον βλέπω κάθε πρωί-πραγματική απόλαυση-μου κάνει την παλαβομάρα και τη παραφροσύνη να ξυπνάνε και μου έρχεται να στρίψω απότομα καμιά μέρα προς τα πάνω του, να του σφίξω το χέρι και να τον χαιρετήσω ταρακουνώντας τον, “Thank you, thank you my dear man..!!” κι αυτός να μην προλάβει να καταλάβει τι γίνεται, μόνο να στέκεται σαν αξιοθρήνητη φιγούρα και να με κοιτάει με το βλέμμα της απορίας που κουβαλάει πάντοτε. Σ’ ευχαριστώ άνθρωπε μου που υπάρχεις και κάνεις όλα αυτά τα κουνάβια που τρέχουν να πάνε στη δουλειά να μοιάζουν σαν να βγήκαν από εργοστάσιο χαρτοποιίας. Κατόπιν απλά θα συνεχίσω το δρόμο μου και θα ανεβώ τα σκαλιά για να πάρω το τρένο να πάω στη δουλειά.
Η καταιγίδα συνεχίζει να πέφτει βαριά, μεγαλοπρεπής, γεμάτη σιωπή. Πάνω απ' όλη τη χώρα, πάνω απ’ όλο τον γνωστό κόσμο. Κι εκεί που στεκόμουνα στο σκοτάδι, αφού είχα κάνει μπάνιο και στέγνωνα μπροστά στο παράθυρο με τον αέρα και τη βροχή, μου ήρθε. Ήρθε σαν κεραυνός, σχεδόν σαν δυσάρεστο ντεζαβου μέσα στο δωμάτιο με τα έπιπλα και τις πολυθρόνες. Ήρθε σαν να έδωσε λόγω συνέχειας, μια ονείρωξη που δεν μπορώ παρά να μοιραστώ. Ένα παιχνίδι χωρίς όρια, χωρίς άκρα που ανέγγιχτα προσπερνιούνται εις το άπειρον. Πρόσωπο με πρόσωπο καρναβάλι, ενστικτώδες χορός των πουλιών πριν το ζευγάρωμα, έλξη κι απώθηση, χορευτικές κινήσεις, Μontage Fatal, επιβίωση και εποχή των βροχών, της ηλιαχτίδας, η απόλυτη πεπρωμένη χαρά, η σκληρή αλεγκρία της θλιμμένης συνειδητοποίησης. Ο απόλυτος άπιαστος έρωτας, κραυγών και άηχων χαμόγελων, ταξίδι και παιδικό παιχνίδι, εμορφία της μαγκιάς, Psycho, Psycho…Δώρα. Η τέλεια συνεύρεση, το γιατί υποψιάστηκα κάτι διαφορετικό κι ανώτερο σ’ αυτό που για λίγο συνέβη. Μια συνύπαρξη με τον τρόπο που δεν σκοτώνει κανέναν, ένας συνδυασμός που λύεται και ταυτόχρονα δεσμεύεται σφιχτά, η απόλυτη παράνοια μοιρασμένη στα δύο, ότι ανεβαίνει όπως και κατεβαίνει. Άγνωστο αν θα χτυπήσει το επόμενο δευτερόλεπτο το κουδούνι σου ή αν ξαφνικά θα αρχίσει να περπατάει παράλληλα στο δρόμο μαζί σου. Ήταν τόσο τέλειο και μεγαλοφυές στην έμπνευση του, τόσο αψεγάδιαστο που θα ήταν αδύνατο να γίνει και πραγματικότητα. Κι αυτό ακόμη περισσότερο αν σκεφτείς πως οφειλόταν σ' ένα παλιό ελληνικό δίσκο που βρήκα σε κάποιο παραχωμένο δισκοπωλείο, δυο δρόμους παρακάτω.
Άναψα πάλι τα φώτα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Απέναντι κρέμεται μια φωτογραφία που είχα τραβήξει σε μια πλατεία στη Φλωρεντία όπου κάποιος υπαίθριος ζωγράφιζε ένα κοριτσάκι. Μοιάζει η μικρή να ξεχωρίζει από τα αντικείμενα γύρω της, από το ζωγράφο που στεκόταν στα 3/4 μπροστά της, από τη κολώνα παραπίσω, από τις πλάκες στο έδαφος, όλα απομακρύνονται από κοντά της και την άφηναν μόνη να κοιτάει πλάγια περιμένοντας να τη ζωγραφίσουν. Τα μαλλιά της είναι γεμάτα ήλιο και το πρόσωπο από εκείνα που δεν γνωρίζουν εποχή. Η φιγούρα που αναίμακτα ευχαριστούσε την οπτική δίχως να συνειδητοποιεί τι είναι αυτό ακριβώς που προκαλεί έλξη και οι ευγενείς του 16ου αιώνα τη διάλεγαν για να γεμίσουν το διάκοσμο των θέρετρών τους ως μορφή νεαρού αγγέλου.
Πρωτύτερα στο μπάνιο, θυμήθηκα τη Κριστίνα, πίσω στη Vitoria, και το καστάνιο της που το κουβαλούσε πάντα μαζί. Τη θυμήθηκα γιατί ήθελα ν’ αγοράσω κάστανα, όμως δε θα έπαιρνα γιατί ήταν ακριβά και δεν θυμόμουνα πως λέγονται στ’ αγγλικά. Αυτό το κάστανο που είχε βρει η Κριστίνα ήταν το γούρι της. Θυμόμουνα όταν μου το είχε δείξει για πρώτη φορά και ήταν πέρα για πέρα τρέλα πως το παρουσίασε. Περπατούσαμε και μου έλεγε για το συνάχι της και ξαφνικά βγάζει μια γρήγορα το κάστανο και μου το δείχνει με παρατεταμένο το χέρι κι ένα πιτσιρικίστικο μονόλογο για το πως αισθανότανε άσχημα και πως μετά βρήκε το “καστάνιο” και μετά δεν τη ξανάπιασε κρύωμα παρόλο που κάθε χρόνο την έπιανε και ότι είναι τυχερό και, και, και μένα μ’ είχαν ανάψει τα μηνίγγια από τη παλαβομάρα και μου έρχεται να τη πλακώσω στις μπάφλες έτσι καραγκιοζάκος που είναι όπως τα λέει…”Cosa?”, Τίποτα.
Είμαι σίγουρος ότι πίσω, στη πατρίδα, οι δρόμοι έχουν γεμίσει ομίχλη, κατευθείαν από το λιμάνι. Περιβάλει όλη την παλιά πόλη με το μαυσωλείο των Μουσουλμάνων και τις σκυφτές ταβέρνες, την πλατεία με τα στενά δρομάκια που κατέβαινα κάθε φορά προς το μπαλκόνι της και με κάνανε να αισθάνομαι χαρούμενος γιατί εκεί είχαμε περπατήσει αδιαίρετοι. Ο λαβύρινθος του Μπακόλα όπου εκτελείται η παρανοϊκή του καντάδα σε μια Εβραία και κατόπιν τον αρχίζουνε σε ιλιγγιώδες κυνηγητό. Η οδός Μορέας. Κάπου εδώ χανόμαστε με το μηχανάκι και με αγγίζει με το στήθος της στην πλάτη, το νιώθω απόλυτα γιατί τα αισθητήρια όργανα μου εκεί είναι περισσότερο ευαίσθητα. Πριν βγω από το σπίτι ανεβαίνω στη ταράτσα και κοιτάω τα φώτα των δρόμων. Αργά το απόγευμα άνθρωποι με τα χέρια στις τσέπες των παλτών τους περπατάνε δίπλα στη παραλιακή, μικρές βάρκες γεμίζουν το λιμάνι. Μια τελική βροχή πέφτει. Η ομίχλη κινείται, σαν μυθικό θηρίο που οδεύει προς την θάλασσα. Είναι αρκετό για τώρα. Κατεβαίνω.
Όταν την βλέπω να με περιμένει μέσα στο πλήθος δεν μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, κάθε φορά είναι το ίδιο και ξεχνάω να χαρώ τη στιγμή που είμαι μαζί της. Εγώ είμαι μόνος μου κι αυτή φτιάχνει παιχνίδια με τα δάκτυλα για να με διασκεδάσει. Παραμιλάει για όλες αυτές τις λεπτομέρειες που δεν γνωρίζει. Μου ζητάει να μεγεθύνω τις αισθήσεις που έτσι κι αλλιώς αμβλύνει η νύχτα. Τώρα θυμάμαι ότι αυτό δεν θα ήθελα ποτέ να τελειώσει. Πρέπει να είσαι αρκετά κρετίνος για να μην εκτιμάς έστω και παροδικά αυτό που φτιάχνει την ιστορία σου, κι εγώ έχω όλο το ταλέντο για να το κάνω, με τις συνέπειες που συνεπάγεται. Εντωμεταξύ βρίσκω χρόνο για τη κοροϊδεύω κι αυτή με τη σειρά της να παίζει τον ρόλο που επιλέγει. It’s a long-long night...Για έκπληξη μου κρατάει μια κάρτα που λέει ότι θα μου την δώσει λίγο πριν φύγω.
Μετακινούμαστε στα πράσινα καφέ και βρίσκουμε βολικά καθίσματα για τις ατέλειωτες κουβέντες μας και τα βίαια ξεσπάσματα έρωτα μέσα στο αυτοκίνητο της. Το σκηνικό μου φαίνεται σαν να το έχω ξαναζήσει αλλά χωρίς να έχω προλάβει να το αποτελειώσω. Θα δοκιμάσω να το αποτελειώσω τώρα.

“…είμαστε από το υλικό που πλάθονται τα όνειρα
και η ζωή μας τυλίγεται στον ύπνο.”

Της το διαβάζω καθισμένοι στα γρασίδια της νιότης μου, όπως θα τα ονομάσω, γεμάτα ήλιο. Έχει ακουμπισμένο το καστανό κεφάλι της στα πόδια μου, με το χλωμό αυχένα τεντωμένο οριζόντια, κάτω από την κοφτερή δοξαριά των ήχων του μεσημεριού. Παρατηρώ το προφίλ της στο σχήμα και το μοτίβο που θ’ αποτυπωθεί ως η δεδομένη στάση του προσώπου που θα πρέπει να μείνει στη μνήμη μου. Χρόνια αργότερα αυτό το πρόσωπο της είναι που θα θυμάμαι και θα θεωρώ ως δεδομένο. “Ο θεός δεν συγχωρεί τη μοναξιά και την αλαζονεία.” Κάπου έχασα το δρόμο και εκεί δεν υπάρχει νόμος. Poco dura la festa dei matti…σίγουρα. Και η apassionata ένας πόθος κρυφός ικανοποιημένος σε αχάτινους ήχους;…
Αν είναι της αστικής χαράς να μην ξεφύγω λοιπόν, ας την ζήσω σ’ όλο της το μεγαλείο. (Κατεβαίνουμε ένα πλατύ δρόμο με ψηλές σκιές, ο αέρας είναι ζεστός και τα χέρια μας ιδρώνουν στο ημίφως. Έχει μια ευγένεια τούτες τις ώρες. Δεν αφήνω να μου πούνε από τι είναι φτιαγμένο, δεν έχει μείνει και κάτι ν’ αποφύγει την τομή. Τελειώνει, σαν το φως. Αρχίζει, σαν την νύχτα των φώτων. Τα συστατικά αυτά που είδα ξεπροβάλουν σαν μαγικά, είναι χαρούμενα ψεύτικα, στην ονείρωξη μου μέσα απογειώνονται.)
Το βράδυ που θα φεύγω, με την πτήση των 5, σηκώνεται για να με πάει στο αεροδρόμιο. Είναι Οκτώβρης, μήνας που ο κόσμος δεν φεύγει. Είναι αργά για να φεύγεις τέτοια εποχή. Το κάνεις λίγο νωρίτερα, ή μερικούς μήνες μετά. Όμως όχι Οκτώβρη. Κάπου προς το Νότο περιμένει να φύγει κι αυτή. Έχει βρει αυτή τη δουλειά σε μια πόλη κοντά στον τόπο της. Μια δουλειά και μια ζωή. Ίσως τίποτα το πολύ ενδιαφέρον. Θα ήθελα να τη μοιραστώ αυτήν την εμπειρία, πάνω στο κορμί της, και τούτο υποψιάζομαι πως θα με κυνηγάει στα όνειρα μου. Para el fin del mundo. Μικρό, γλυκό κομμάτι σώματος που μ΄ αρέσει να το φιλάω εκεί κοντά που η λεκάνη της δίνει λίγο χώρο πριν τον οφαλό. Ωχρά ολοσκότεινα μάτια, σκούρα πηχτά μαλλιά δεμένα μόνα τους. Κοιτάζει τα αεροπλάνα που φεύγουν. Αυτό θυμάμαι. Αυτό κι ότι σκέφτομαι ποια είναι εκείνα τα πράγματα που θα με κάνουν να την απωθήσω. Φαντάζομαι να τη σώζω έτσι. Μου δίνει την κάρτα. Είναι το προσφιλές ανέκδοτο: “Philippe et Marie”, δραματική κωμωδία Γαλλικής παραγωγής. Αστείο, Αστείο..
-Τώρα που θα φεύγω μη γυρίσεις να δεις.
-Γιατί;
-Έτσι… Μου λέει με παραπονιάρικο παιδικό τρόπο
Τα μεγάφωνα φωνάζουν. Ο κόσμος προχωράει. Όταν γυρίζω να κοιτάξω έχει ήδη απομακρυνθεί. Δακρύζει δυνατά, και μένα μου φαίνεται χαζό. Χαζή κι όλη η κατάσταση με τις ανάγκες μου. Ανεβαίνω στο αεροπλάνο. Εφημερίδες διπλωμένες στην είσοδο και ζώνες προσδέσεως. Έτοιμο για εκτόξευση. Ξημερώνει πέρα από τους λόφους, πάνω από τις οροσειρές της Καλάβρια. Ή έτσι μου φαίνεται. Κούραση. Το πρόσωπο μου είναι άσπρο. Lift yr skinny fists, like antennas to heaven. Νύχτα που έχει πέσει. Για τα καλά. Βλέπω τ’ αστέρια από το ύψος τους.